*Του Γιάννη Τριανταφύλλου
Οι μέρες Μουντιάλ που ζούμε, δείχνουν, για μια ακόμη φορά, ότι η δυναμική του ποδοσφαίρου είναι μεγαλύτερη από οτιδήποτε μπορεί κάποιος, φίλαθλος ή μη, να φανταστεί. Λογοτεχνία, ποίηση, εικαστικά είναι απροσδόκητοι χώροι συνάντησης με το δημοφιλές άθλημα. Ακολουθούν δύο ποιήματα ελλήνων ποιητών. Το πρώτο είναι ελαφρώς…αντιποδοσφαιρικό αλλά απολαυστικό ενώ το δεύτερο αποτελεί μια ωδή στο “σκοτεινό αστέρι” Ντιέγκο Μαραντόνα. Ενώ να σημειώσουμε κι ένα εξαιρετικό κείμενο του συγγραφέα Αλέξανδρου Ασωνίτη «Το λυκόπουλο και ο κοκάκιας» για Πελέ-Μαραντόνα, στο λογοτεχνικό περιοδικό Οδός Πανός.
Ασημάκης Πανσέληνος (1901-1984):
Ποδοσφαιρικό ματς
Εικοσιδυό λεβέντες και μια μπάλα
τις ώρες της δουλειάς και της σχολής μας
με ιδανικά τις γέμισαν μεγάλα,
να φτιάξουν, λέει, το μέλλον της φυλής μας.
Πόδια στραβά, στραβά μυαλά και χέρια,
κωλοπηδούν να πιάσουνε τ’ αστέρια!
Ορμούν, χτυπούν και κουτουλούν σα βόδια,
να βρουν το νόημα της ζωής στην πάλη,
όλο τους το μυαλό πήγε στα πόδια
και λες κλοτσούν πια τ’ άδειο τους κεφάλι
και ζουν κι αυτοί κι ο λαός μια καταδίκη
ανάμεσο στην ήττα και στη νίκη.
Νοικοκυραίοι φτωχοί μαγαζατόροι
κινούν νωρίς τ’ απόγεμα σα λύκοι,
της ζωής οι νικημένοι με το ζόρι
της νίκης ν’ απολάψουν τ’ αλκολίκι
και κλείουν σ’ ενός μαντράχαλου τα σκέλια
του κόσμου την αρχή και τη συντέλεια.
Κι ύστερα χουγιαχτό, βουή και χτύπος
και δεν έχει προβλήματα η ζωή,
καλά που ‘ναι κι ελεύτερος ο Τύπος,
για να μαθαίνει ο κόσμος το πρωί
πόσο κλοτσάει με νόηση ένα χαϊβάνι
κι η Λίζα η Τέιλορ έρωτα πώς κάνει.
Στείρα καρδιά και δύναμη τυφλή,
παράγουν ήρωες μαζικά στους τόπους,
ω κι αν βρισκόταν δύο άνθρωποι δειλοί,
να σώσουν απ’ τους ήρωες τους ανθρώπους
που ζουν σ’ ενός πολέμου μες στη δίνη,
για να ξεσυνηθίζουν την Ειρήνη.
Κι ω να βρισκόταν και στον κόσμο μια άκρη
που η χλαλοή του ματς να μην τη σκιάζει
να υπάρχει μια χαρά και μες στο δάκρυ
κι ένας καημός στων κοριτσιών το νάζι,
της Κυριακής χρυσή να πέφτει η εσπέρα
χωρίς κραυγή πολέμου και φοβέρα.
(«Ταξίδια με πολλούς ανέμους», Κέδρος, Αθήνα 1964)
ΗΛΙΑΣ ΛΑΓΙΟΣ (1958-2005):
Μπαλάντα του απερχόμενου ντριπλέρ του καιρού τούτου.
Στη δίψα μου ονειρεύομαι τον Ντιέγκο,
νεροσυρμή στην εσχατία του πόνου·
με τον Μακρή, τη Νοταρά, τον Βέγγο.
Ενας χωριάτης, πάνω στου ημιόνου
την πλάτη, με την έλλαμψη του μόνου
Ελληνος, που θα χτίσει Παρθενώνα.
Να θεωρεί με την πίκρα, του αυτοκτόνου
το περιστέρι, ο Ντιέγκο Μαραντόνα.
Θολωμένο και γύφτικο το μάτι·
το εναρκτήριο λάκτισμα δικό του
σ’ όλα της Γης τα μήκη και τα πλάτη.
Να κουβαλά τα φτωχικά του Νότου
στο χρυσοεπιπλωμένο αρχοντικό του.
Ως τέλειωνεν της θλίψης τον αγώνα
τον είδα: είχε κακό το ριζικό του
Εκεί, στη μακρινότατη Αρτζεντίνα
η οδύνη του είναι η οικεία μας οδύνη
(κάπου στο Μετς, Μουσούρου, στην Αθήνα).
Μ’ απόκαμ’ η ψυχούλα και της δίνει
παρηγορία ψυχρή την κοκαΐνη.
Α, στην οθόνη κλίναμε το γόνα,
λέγοντας: ας χαρεί λίγη γαλήνη
το περιστέρι ο Ντιέγκο Μαραντόνα.
Κυρά της μοναξιάς, μάνα του πλήθους,
κυρά του ξεπεσμού, του χαμού μάνα,
σταμάτα του αναθέματος τους λίθους.
Κι εμπρός στον επερχόμενο χειμώνα
μέμνησο να ταΐζει στην αλάνα
το περιστέρι, το Ντιέγκο Μαραντόνα…
(«Το Βιβλίο της Μαριάννας», 1993)