Την είσοδο της Ελλάδας σε μια νέα φάση «επιτάχυνσης» μετά από μία δεκαετία κρίσεων και ανάκαμψης σηματοδότησε ο υφυπουργός Εξωτερικών αρμόδιος για την Οικονομική Διπλωματία Χάρης Θεοχάρης, παρουσιάζοντας τη χώρα ως αναδυόμενο επενδυτικό κόμβο στην ενέργεια, τα logistics, την τεχνολογία και τον τουρισμό.
«Για περισσότερο από μία δεκαετία, το αφήγημα της Ελλάδας οριζόταν από δύο λέξεις: επιβίωση και ανάκαμψη. Αυτό το κεφάλαιο έχει πλέον κλείσει. Έχει γραφτεί, υπογραφεί, αρχειοθετηθεί και τοποθετηθεί οριστικά στο παρελθόν», δήλωσε, διευκρινίζοντας ότι πλέον «δεν ήρθα να μιλήσω για ανάκαμψη, αλλά για επιτάχυνση».
Όπως τόνισε, «η Ελλάδα έχει μεταβεί από τη διαχείριση της κρίσης στη διαμόρφωση ευκαιριών», ενώ υπογράμμισε ότι «δεν προσπαθούμε πλέον να προλάβουμε την Ευρώπη, αλλά να την ξεπεράσουμε σε αυτόν τον τομέα».
Ο κ. Θεοχάρης επισήμανε ότι η Ελλάδα «είναι πρωταθλήτρια ανάπτυξης σε μία κατά τα άλλα στάσιμη περιοχή», προβλέποντας ρυθμούς «σταθερά άνω του 2% για το 2025 και το 2026, σαφώς υψηλότερους από την Ευρωζώνη».
Υπενθύμισε επίσης ότι «όλοι οι μεγάλοι οίκοι αξιολόγησης έχουν επαναφέρει το ελληνικό χρέος στην επενδυτική βαθμίδα», ενώ «η ανεργία βρίσκεται σε χαμηλό 15ετίας και το δημόσιο χρέος μειώνεται ταχύτερα από σχεδόν κάθε άλλη ανεπτυγμένη οικονομία».
Aναφέρθηκε στην ενέργεια, την οποία χαρακτήρισε «ραχοκοκαλιά ενός νέου αναπτυξιακού μοντέλου». Όπως ανέφερε, «στο πρώτο τρίμηνο του 2025 οι Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας κάλυψαν το 74% της ηλεκτροπαραγωγής στη χώρα – δεν πρόκειται για πρόβλεψη, αλλά για μια επιχειρησιακή πραγματικότητα».
Αναφερόμενος στις διεθνείς διασυνδέσεις, σημείωσε ότι στρατηγικό έργο αποτελεί «ο κάθετος ενεργειακός διάδρομος που ξεκινά από την Ελλάδα, διέρχεται από Βουλγαρία, Ρουμανία και Μολδαβία και φτάνει έως την Ουκρανία», δημιουργώντας «ένα ενιαίο αμφίδρομο σύστημα μεταφοράς ενέργειας και φυσικού αερίου από τα ελληνικά σημεία εισόδου προς τις πιο ενεργειακά εξαρτημένες αγορές της Ευρώπης».
Στο πεδίο των logistics και της τεχνολογίας, ο κ. Θεοχάρης τόνισε ότι «η γεωγραφία είναι πεπρωμένο και η Ελλάδα ανακτά το πεπρωμένο της», επισημαίνοντας ότι «δεν μπορούμε πλέον να θεωρούμαστε απλώς μία τουριστική υπερδύναμη, αλλά αναδεικνυόμαστε σε πύλη logistics και τεχνολογίας για την ευρύτερη περιοχή». Αναφέρθηκε ειδικά στον Πειραιά, τη Θεσσαλονίκη και την Αλεξανδρούπολη ως κρίσιμους κόμβους.
Ιδιαίτερη μνεία έκανε στις επενδύσεις τεχνολογίας τονίζοντας ότι «έχουμε προσελκύσει επενδύσεις πολλών εκατομμυρίων ευρώ από τη Microsoft, τη Google και την Amazon Web Services», υπογραμμίζοντας ότι «δεν πρόκειται για μεμονωμένες ανακοινώσεις, αλλά για μέρος μιας στρατηγικής μετατόπισης».
Για τον τουρισμό, σημείωσε ότι «η Ελλάδα μεταβαίνει από τον μαζικό στον ποιοτικό και βιώσιμο τουρισμό», με «σταθερή άνοδο της μέσης καταναλωτικής δαπάνης των επισκεπτών» και αυξανόμενο ενδιαφέρον για τουρισμό υψηλών προδιαγραφών.
Ιδιαίτερη αναφορά έγινε και στα ακίνητα και στις μεγάλες αναπλάσεις, με αιχμή το Ελληνικό, το οποίο χαρακτήρισε «το μεγαλύτερο έργο αστικής ανάπλασης αεροδρομίου στην Ευρώπη», αποδεικνύοντας ότι «η Ελλάδα μπορεί να σχεδιάζει, να δομεί και να υλοποιεί έργα παγκόσμιων προδιαγραφών».
Αναφερόμενος στο επενδυτικό περιβάλλον, τόνισε ότι «έχουμε δημιουργήσει ένα από τα πιο σταθερά, προβλέψιμα και φιλικά προς τις επενδύσεις περιβάλλοντα στην Ευρώπη», με «φιλοεπενδυτική κυβέρνηση με σαφή εντολή έως το 2027».
Κλείνοντας, υπογράμμισε ότι «πριν από έξι χρόνια, η επένδυση στην Ελλάδα ήταν μία επιλογή συμμόρφωσης. Σήμερα είναι μία στρατηγική κατανομή κεφαλαίου», προσθέτοντας ότι «η Ελλάδα χτίζει ήδη τους ενεργειακούς αγωγούς, τους διαδρόμους logistics και τα δίκτυα δεδομένων της επόμενης δεκαετίας της Ευρώπης».


