Ελπιζε, μεγαλώνοντας, να γίνει «τελείως παιδί». Αυτό το μεγάλο, αδέξιο, παράξενο, αλληλοσυγκρουόμενο μέσα του παιδί, «πέταξε» ανάλαφρα προς την αιωνιότητα, αφού είχε πια δώσει και παραδώσει όλο το ταλέντο του. Ο Διονύσης Σαββόπουλος, άφησε την τελευταία του πνοή σήμερα το βράδυ, σε ηλικία 81 ετών. Τις τελευταίες ημέρες, μετά από επιδείνωση της κατάστασής του νοσηλευόταν, ενώ έδινε μάχη με τον καρκίνο από το 2021.
«Ὅ,τι ἔγραψα εἶναι ἕνα τραύλισμα νομίζω. Αὐτό εἶναι γιά μένα ἡ μουσική: τό θεῖο τραγούδι πού ἕνα ἀδέξιο παιδί τό λέει κομπιάζοντας, ἔχοντας στήν καρδιά τήν ἀκατόρθωτη μελωδία μιᾶς λαχτάρας γιά τελειότητα ἀπό ἕνα πλάσμα πού δέν τήν ἔχει», γράφει στο αυτοβιογραφικό του βιβλίο «Γιατί τα χρόνια τρέχουν χύμα». Χύμα και ο ίδιος, και ταυτόχρονα απόλυτα συγκροτημένος και πειθαρχημένος, έζησε ολόκληρη τη ζωή του. Παρέχοντας στον καθένα μας τον «Νιόνιο» που θέλαμε και ξεχωριστά και όλοι μαζί. Τον απρόβλεπτο, τον άπιστο και ταυτοχρόνως τον αφοσιωμένο και κρατημένο, τον εκρηκτικό. Ποιος άλλος, θα είχε, άλλωστε, την τόλμη να αποκαλέσει τα τραγούδια του «τραύλισμα»; Και ποιος έχει χάσει και κερδίσει τόσες φορές το κοινό του για… ιδεολογικούς λόγους;
Γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη στις 2 Δεκεμβρίου 1944. Την παραμονή των Δεκεμβριανών. Δικοί οι στίχοι στο τραγούδι του, τον περιγράφουν:
Γεννήθηκα στη Σαλονίκη
να δω τους ποιητές πρόλαβα εγώ
στο υπόγειο νησί τους ταξίδεψα ως εδώ
με μια κρυφή, εκ γενετής αιμορραγία
Ελλάδα, γλώσσα τυφλή στην γεωγραφία
Ελλάδα, οικόπεδο και αποικία
Οι πρόγονοί του κατάγονταν απ’ την Κωνσταντινούπολη και τη Φιλιππούπολη. Δεν ήταν καν εικοσάρης όταν ήρθε στην Αθήνα, εγκαταλείποντας τη Νομική Σχολή Θεσσαλονίκης προκειμένου να ασχοληθεί με το τραγούδι. Γνώρισε μεγάλη επιτυχία από τις πρώτες ημέρες του ως μουσικός και έγινε δημοφιλής στην Ελλάδα. Είχε συνδυάσει τη μουσική Αμερικανών μουσικών όπως του Μπομπ Ντίλαν και του Φρανκ Ζάπα με τη μακεδονική λαϊκή μουσική και πολιτικά διεισδυτικούς στίχους.
Συχνά «έκλεβε» κομμάτια των μεγάλων, παρουσιάζοντας τις δικές του εκδοχές, όπως το «Αγγελος εξάγγελος». Δεν ντρεπόταν να οικειοποιηθεί κάτι, αρκεί να τον δονούσε. Και φυσικά, ποτέ δεν το έκρυψε.
Άρχισε τη σταδιοδρομία του το 1964 και ήταν πολιτικά ενεργός σε όλη τη σταδιοδρομία του στη μουσική, με εμφανίσεις σε νυχτερινά κέντρα μαζί με τη Μαρία Φαραντούρη και τον Μάνο Λοΐζο. Κατά τη διάρκεια της Χούντας φυλακίστηκε δύο φορές για τις πολιτικές του πεποιθήσεις, τον Αύγουστο και τον Σεπτέμβριο του 1967. Η φυλακή αποτέλεσε σημαντική πηγή έμπνευσης για τραγούδια όπως το “Δημοσθένους λέξις”. Τα τραγούδια του, όπως το “Φορτηγό”, “Περιβόλι του Τρελού”, και “Ρεζέρβα”, ασκούσαν έντονη κριτική στην κοινωνία και την πολιτική, ενώ έθιγαν θεμελιώδη ζητήματα της ελληνικής πραγματικότητας.
Ο Μίκης Θεοδωράκης έγραψε γι’ αυτή τη φυλάκιση στο έργο «Ο ήλιος και ο χρόνος» μιλώντας για τους ανθρωποφύλακές τους και για τον Σαββόπουλο:
Όταν εσύ φωνάζεις
εγώ κοιμάμαι.
Όταν εσύ πονάς
εγώ χασμουριέμαι.
Όταν εσύ σφαδάζεις
εγώ ξύνομαι.
Σεπτέμβριος
ημέρα δεκάτη έκτη
της Δημιουργίας
Διονύση!
Όχι ότι δεν σάρκασε και τον Μίκη και τον Μάνο με το περίφημο
Χατζηδάκιαμ’ Θουδουράκιαμ’/ ισίς τρώτι κι πίνιτι/ κι μένα μι τρώει η αρκούδα». Όμως κανέναν δεν πλήγωσε με αυτό, ούτε εκείνους βεβαίως.
Έγραψε τραγούδια με πολιτικό, ρομαντικό, αλλά και σκωπτικό περιεχόμενο. Είχε παρουσιάσει το 1986-1987 μια πρωτοπόρα τηλεοπτική εκπομπή με τίτλο «Ζήτω το ελληνικό τραγούδι».
Τα περισσότερα από τα τραγούδια του είναι γραμμένα από τον ίδιο, σε στίχους και μουσική. Ακόμα και στους «Αχαρνής» έκανε ο ίδιος τη μετάφραση από το αρχαίο κείμενο.
Ήταν παντρεμένος με την Ασπασία Αραπίδoυ (γνωστή με το χαϊδευτικό της, Άσπα, από τα τραγούδια και τις παραστάσεις του) και απέκτησαν δύο γιους, τoν Κoρνήλιo (γενν. 1968) και τον Ρωμανό (γενν. 1972), και δύο εγγονούς, τον Διονύση και τον Ανδρέα.
Ο Διονύσης Σαββόπουλος δεν ήταν απλώς τραγουδιστής και συνθέτης· ήταν και μια εμβληματική προσωπικότητα της ελληνικής μουσικής σκηνής, που επηρέασε και συνεχίζει να επηρεάζει εκατομμύρια. Συνεργάστηκε με μεγάλους καλλιτέχνες της ελληνικής και διεθνούς μουσικής σκηνής, ενώ είχε τη δυνατότητα να συνδυάζει διαφορετικά μουσικά στυλ με ιδιαίτερη άνεση. Ο δίσκος του “Ξενοδοχείο” του 1997 αποτελεί μια χαρακτηριστική του δημιουργία, ενώ το έργο του συνεχίζει να αναγνωρίζεται διεθνώς.
Η σκηνική του παρουσία ήταν εξίσου αξιοθαύμαστη. Με τον μοναδικό του τρόπο να αφηγείται ιστορίες, τα live του ήταν ανεπανάληπτα και τον έκαναν αγαπητό σε κοινό κάθε ηλικίας.
Την τελευταία δεκαετία της ζωής του, ο Σαββόπουλος συνεχώς εξέπληττε το κοινό του με νέες δημιουργίες και εμφανίσεις. Το 2025, παρουσίασε το βιβλίο του “Γιατί τα χρόνια τρέχουν χύμα” στο Μέγαρο Μουσικής, και βρέθηκε για τελευταία φορά μπροστά στο κοινό στο Μουσείο Μπενάκη και το Rockwave. Η επιρροή του παραμένει τεράστια, με το έργο του να συνεχίζει να αγαπιέται και να επηρεάζει τους νέους δημιουργούς.
«Προβλήματα με το ακροατήριο είχα σε όλη μου την καριέρα» έλεγε ο ίδιος. «Δεν δεχόντουσαν στην αρχή αυτό που έκανα ή αυτό που έλεγα. Αποχωρούσαν, φεύγανε, μου πετάγανε κέρματα, σφυρίζανε. Αυτά είναι δυσάρεστα πράγματα, αλλά για μένα είναι παράσημα. Ο Ντύλαν έλεγε κάποτε Τροβαδούρος που δεν τον προγκάρανε δεν αξίζει».
Στην ίδια συζήτηση για τη Lifo τόνιζε: «Δεν έχω αποκηρύξει κανένα τραγούδι μου. Υπάρχουν τραγούδια γενικής συγκινήσεως, που άμα δεν τα πεις, δεν μπορεί να τελειώσει το πρόγραμμα. Θα φύγει ο ακροατής μισός στο τέλος. Πολλές φορές κάνω ένα πρόγραμμα που δεν έχει κανένα από τα γενικής συγκινήσεως και μόνο αφού τελειώσει το πρόγραμμα, ως μπιζάρισμα πια, χώνω τον «Καραγκιόζη», τη «Συννεφούλα». Όταν ακούω τραγούδι μου, είτε γράφτηκε πριν από πενήντα χρόνια είτε πριν από δέκα, νιώθω αμηχανία, γιατί έχω χάσει την έκπληξη. Οπότε, μένω στο ότι π.χ. το φλάουτο κάνει λάθος, ότι η ερμηνεία εδώ πέρα δεν είναι σωστή και γι’ αυτό θέλω να το ξαναπαίζω. Γι’ αυτό μου αρέσει το live. Ξανακοιτάω τα τραγούδια εκείνη την ώρα, μέσα στις πρόβες.»
Σε άλλο σημείο υπογράμμιζε: «Μεγαλώνοντας, ένιωσα συχνά συστημικός. Εάν το σύστημα δεν αυτοκαθαρθεί, τότε θα έχουμε έκρηξη. Οι της ηλικίας μου, αλλά νομίζω και ο περισσότερος κόσμος, απευχόμαστε κάτι τέτοιο – γιατί σε αυτές τι περιπτώσεις επικρατεί το χειρότερο, το πιο κάφρικο. Αλλά, βέβαια, δεν θα την αποφύγουμε, αν συνεχίσουμε έτσι. Βλέπεις, οι πολιτικοί, αντί να ασχοληθούν με την ουσία, ασχολούνται με κάτι μικροπράγματα, κάτι μικροκομματικά, και ο κόσμος νιώθει την τραγωδία μέσα του, αλλά δεν θέλει να την ομολογήσει στον εαυτό του. Προτιμά να ψευτοξενοιάζει, έχοντας κάποιες ελπίδες, κάποιες προσδοκίες. Το δε πολιτικό σύστημα δεν κάνει τίποτε άλλο παρά να διαχειρίζεται αυτές τις προσδοκίες. Γιατί, κατά τα άλλα, ούτε συγχωνεύσεις έγιναν, ούτε ιδιωτικοποιήσεις, ούτε το Δημόσιο ελαφραίνει. Δεν θα φορτωθούμε τις ευθύνες των πολιτικών που μας έφεραν εδώ. Ούτε όμως μπορούμε να χρεώσουμε στους πολιτικούς τις δικές μας ευθύνες. Και εμείς έχουμε ευθύνες. Ζούσαμε πάνω από τις δυνάμεις μας. Οι τράπεζες έπαιρναν την κυρα-Άσπα και ανοήτως της έδιναν κάρτες. Ο άλλος ήθελε να διορίσει το παιδί, ο άλλος να πάρει επιδότηση. Δηλαδή και αυτός που σε λαδώνει έχει ευθύνη, αλλά και εσύ που λαδώνεσαι.»
Τον γοήτευε το «άλλο» και γι’ αυτό έπαιξε και με την Καλομοίρα, τον Νίκο Κουρκούλη, τον Μάκη Χριστοδουλόπουλο. Και φυσικά, με τη σπουδαία Δόμνα Σαμίου σε δημοτικά. Άλλη μεγάλη ερμηνεύτρια με την οποία συνεργάστηκε ήταν η Σωτηρία Μπέλλου.
Στενοχωριόταν όταν αμφισβητούσαν την πρόθεσή μου. «Ο δημιουργός ή ο περφόρμερ είναι λίγο σαν ψυχίατρος» σημείωνε. «Πρέπει να επιμείνει κι ας τρομάζει ο άλλος. Αυτή είναι η δουλειά του. Δεν μπορώ να κάνω τη δουλειά μου, αν δεν λέω αυτό που αισθάνομαι, ακόμα κι όταν αυτό δεν είναι δημοφιλές. Θα ‘θελα να μου το αναγνωρίσετε αυτό. Μου το ζήτησαν, αλλά δεν έγινα υπουργός, δεν έβγαλα λεφτά, δεν πήρα αξιώματα, ζω από τη δουλειά μου, δηλαδή ό,τι βγάζει το ταμείο»
Δεν πίστευε πως υπάρχει μία και μόνη αλήθεια, ήταν ικανός να σατιρίσει και να ειρωνευτεί τα πάντα. Επέμενε πως η μουσικοποιητική διαδρομή του δεν έχει σχέση με το επικό, αλλά με το ατελές και το ανθρώπινο, όπως προτάσσουν οι στίχοι του αγαπημένου του ποιητή και συντοπίτη Νίκου-Αλέξη Ασλάνογλου –μεγάλη του επιρροή, όπως ομολογεί– και οι περιγραφές του φίλου του λογοτέχνη Γιώργου Ιωάννου
«Μέ τό Κούρεμα» αναφέρει στο βιβλίο, «ἔκανα στροφή πρός τή Δεξιά, μπαϊλντισμένος μέ τόν ψευτοπροοδευτισμό τῆς ἐποχῆς καί τήν ἀλαζονεία του. Ἦταν ἕνας προοδευτισμός νεφελώδης, ἀντιπαραγωγικός, πολύ κουλτουριάρης κι ἐντελῶς ἀντιπνευματικός. Δυστυχῶς, ἡ Ἀριστερά ἀφέθηκε νά παρασυρθεῖ ἀπό ἐκεῖνον τόν φτηνιάρικο προοδευτισμό. Παλιοί ἀριστεροί πού, δικαιολογημένα, μισοῦσαν τή Δεξιά, ἐπειδή κάποτε τούς ταπείνωσε καί τούς ἀνάγκασε νά ὑπογράψουν δηλώσεις μετανοίας, ἀλλά καί δέν τούς ἔφυγε ποτέ καί ὁ ἀνομολόγητος θυμός γιά τήν ἴδια τους τήν Ἀριστερά πού τούς ἔμπλεξε τότε, μόλις ξεπετάχθηκε τό ΠΑΣΟΚ, μετακόμισαν σύσσωμοι. Τό ΠΑΣΟΚ ἔγινε τό καταφύγιο κάθε πληγωμένου ἐγωισμοῦ. Ἄσε δέ τόν λαϊκισμό του. Ἦταν τόσο, πού ἐπηρέασε βλαπτικά ὅλο τό πολιτικό σύστημα, ὅλα τά κόμματα σχεδόν. Πολύς φανατισμός».
Και ο Σαββόπουλος υπήρξε φανατικός. Της αλήθειας. Της δικής του έστω. Χάρη στην οποία ομόρφυνε απέραντα η ζωή μας. Ποιος αλήθεια ήταν αυτός και πού πήγαινε με χίλιες δυο εικόνες στο μυαλό;
Ωρα για στοχασμούς.