Τα τελευταία χρόνια, τα υπερσυντηρητικά και ακροδεξιά κόμματα στην Ευρώπη βρήκαν πρόσφορο έδαφος για να αυξήσουν την επιρροή τους στις τοπικές κοινωνίες και να πετύχουν σημαντικές εκλογικές επιτυχίες. Τα παραδείγματα που σχηματοποιούν μια νέα πολιτική πραγματικότητα είναι πολλά και προκαλούν ανησυχία για το σήμερα, αλλά πολύ περισσότερο για το τι επιφυλάσσει η επόμενη μέρα.
Του Σπύρου Καπράλου*
Οι εκπρόσωποι των άκρων έχουν προάγει μια διαφορετική ατζέντα, ελκυστική για ένα σημαντικό κομμάτι του ευρωπαϊκού ακροατηρίου, το οποίο «ζαλισμένο» από τις συνεχείς κρίσεις και την αβεβαιότητα παραμένει ευάλωτο σε κάθε storytelling των λαϊκιστών, οι οποίοι κατά βάση επενδύουν στο φόβο και το μίσος. Σε περίοπτη θέση βρίσκεται το μεταναστευτικό, τη στιγμή δε που η Ε.Ε έχει αποτύχει να απαντήσει με ένα ολιστικό σχέδιο, ενώ το πολυδιαφημισμένο Σύμφωνο Μετανάστευσης και Ασύλου το έχουν ξεπεράσει οι ίδιες οι εξελίξεις. Τα κόμματα αυτά, που κατά κύριο λόγο ανήκουν στις πολιτικές ομάδες ECR (Συντηρητικοί και Μεταρρυθμιστές) και Patriots for Europe (Πατριώτες) του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, έχουν εν μέρει επιβάλλει τους δικούς τους όρους στο πολιτικό ντιμπέιτ, συμπαρασύροντας άλλες πολιτικές δυνάμεις από την κεντροδεξιά αλλά και την κεντροαριστερά σε ένα άτυπο ανταγωνισμό για το ποιος θα εκφράσει τις πιο σκληρές θέσεις, κάποιες εκ των οποίων είναι εκτός ευρωπαϊκού κεκτημένου. Τα πολιτικά αυτά σχήματα επένδυσαν και σε μια ρητορική που συνδεόταν με τις συνεχείς κρίσεις και τα αποτελέσματα που εκείνες παρήγαγαν. Για παράδειγμα, η εμβολιαστική πολιτική της Ε.Ε στη διάρκεια της πανδημίας, η ρωσική κατοχή στην Ουκρανία και οι επιπτώσεις στην ενέργεια, στον πληθωρισμό, στην εφοδιαστική αλυσίδα κλπ. έγιναν αντικείμενο εκμετάλλευσης. Ταυτόχρονα, δεν δίστασαν να ανοίξουν διαύλους επικοινωνίας με τρίτες χώρες, όπως η Ρωσία και σχετικά πρόσφατα με το στρατόπεδο του Ντόναλντ Τραμπ στις Ηνωμένες Πολιτείες.
Ποια είναι όμως η δυναμική που καταγράφουν σήμερα οι πολιτικές δυνάμεις των άκρων; Μία ενδελεχής ματιά τόσο στα πρόσφατα εκλογικά αποτελέσματα (ευρωεκλογές 2024 και εθνικές εκλογές), όσο και στις τελευταίες μετρήσεις αρκεί για να αντιληφθεί κανείς την αδιαμφισβήτητη δυναμική τους, με προοπτική για ακόμη καλύτερες επιδόσεις στο άμεσο μέλλον. Στη Γερμανία, το κόμμα AfD “Εναλλακτική για τη Γερμανία” βρίσκεται στη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης με ποσοστά σταθερά άνω του 20%, προκαλώντας έντονη πίεση στην Κυβέρνηση Μερτς, η οποία έχει ήδη βηματοποιήσει μια νέα πορεία για τη χώρα.
Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της δημοσκόπησης του Ινστιτούτου Forsa, που δημοσιοποιήθηκε την περασμένη Τετάρτη 22 Ιουλίου, το AfD λαμβάνει το 25%, όσο και η Union, δηλαδή η κεντροδεξιά συμμαχία των Χριστιανοδημοκρατών (CDU) και των Χριστιανοκοινωνιστών της Βαυαρίας (CSU). Στην Αυστρία, η δημοσκοπική εικόνα είναι πιο ξεκάθαρη. Το Κόμμα της Ελευθερίας (FPÖ), που ανήκει στην ευρωπαϊκή πολιτική οικογένεια των «Πατριωτών για την Ευρώπη», παραμένει στην πρώτη θέση με διψήφια διαφορά από το δεύτερο ÖVP, δηλαδή το κυβερνών Λαϊκό Κόμμα, όπως καταγράφεται και στην τελευταία μέτρηση της εταιρείας Market για την Der Standard (34% έναντι 21%, Πηγή Statista). Ο αποκλεισμός του FPÖ από το κυβερνητικό σχήμα, παρά το γεγονός ότι το κόμμα πέτυχε «καθαρή» νίκη στις εθνικές εκλογές της 29ης Σεπτεμβρίου του 2024, προκάλεσε αντιδράσεις σε ένα μέρος της κοινής γνώμης, το οποίο στηρίζει πλέον το Κόμμα της Ελευθερίας. Εξάλλου, η ψήφος στο FPÖ έχει ουσιαστικά απενοχοποιηθεί, από τη στιγμή δε που στην πλειοψηφία των εννέα τοπικών Κυβερνήσεων της Αυστρίας το Λαϊκό Κόμμα (κεντροδεξιά) συνεργάζεται με το Κόμμα της Ελευθερίας (FPÖ). Στη Γαλλία το RN με επικεφαλής τον Ζορντάν Μπαρντελά προελαύνει στις μετρήσεις, αφού έχει ήδη καταφέρει να διεισδύσει σε κρίσιμες κοινωνικές ομάδες και επαγγελματικές τάξεις, με ποσοστό 36% (Πηγή Poll of the Polls, Politico). Στην Ιταλία το κόμμα της κας. Μελόνι (FdI) συνεχίζει να προηγείται με 30%, σύμφωνα με το Poll of the Polls του έγκυρου Politico της 17ης Ιουλίου, ενώ στην Ολλανδία ο ακροδεξιός Βίλντερς έδωσε τον περασμένο μήνα τη χαριστική βολή στον αδύναμο κυβερνητικό συνασπισμό, αποσύροντας την εμπιστοσύνη του. Η χώρα οδεύει προς νέες εθνικές εκλογές που θα διεξαχθούν στις 29 Οκτωβρίου, με το ακροδεξιό κόμμα της Ελευθερίας (Partij voor de Vrijheid) να προηγείται στις μετρήσεις με 20% (Poll of the Polls).
Σε μία περίοδο έντονων γεωπολιτικών αναταράξεων και μεγάλων προκλήσεων, η άνοδος των λαϊκίστικων και των ακραίων κόμματων τρομάζει πολλούς πολιτικούς αναλυτές, την ώρα δε που η Ε.Ε έχει ανάγκη για τη διαμόρφωση ενός κοινού ανθεκτικού μετώπου που θα αναχαιτίσει τις επιθέσεις εντός και εκτός συνόρων και θα δημιουργήσει προϋποθέσεις για ένα καλύτερο και ανθεκτικότερο μέλλον. Το σενάριο για μία Ευρώπη που το 2030 θα κυβερνάται από ακροδεξιούς και αντιευρωπαϊστές είναι υπαρκτό.
Ιστορική ευθύνη της Κυβέρνησης Μερτς
Αν αποδεχθεί κανείς πως η Γερμανία και η Γαλλία συνιστούν πραγματικά χώρες-βαρόμετρο για την ευρωπαϊκή πολιτική, τότε γίνεται αντιληπτό πως η Κυβέρνηση Μερτς «σηκώνει στις πλάτες της» μια ιστορική ευθύνη απέναντι στο λαό της και σε ολόκληρη την Ευρώπη. Τρόπω τινά έχει χρέος να πετύχει και να αποτελέσει ένα ανθεκτικό ανάχωμα για τους ακραίους κύκλους του AfD και τους ομοτράπεζους του, που με τους εναγκαλισμούς με τη Μόσχα και την αντιευρωπαϊκή ρητορική τους ενδέχεται, εφόσον πάρουν εξουσία στα χέρια τους, να γκρεμίσουν ότι ονειρεύτηκε ο Σπινέλι, ο Σουμάν και άλλοι κορυφαίοι εμπνευστές της Ενωμένης Ευρώπης τον περασμένο αιώνα. «Χρειάζεται εδώ και τώρα τόλμη και δράση», επισημαίνουν πολιτικοί κύκλοι με φιλοευρωπαϊκό προσανατολισμό (μέλη του ΕΚ, πολιτικά ιδρύματα, φεντεραλιστικό κίνημα, κοινωνία των πολιτών και άλλοι). Όπως τονίζουν, η Ε.Ε οφείλει να διδαχθεί από τα λάθη που έχει κάνει, να βελτιώσει την επικοινωνία της με τους πολίτες, να μιλήσει περισσότερο πολιτικά και λιγότερο τεχνοκρατικά, να αφήσει στην άκρη τον ελιτισμό και να δώσει έμφαση στην ενσυναίσθηση, να εμπνεύσει και να δώσει όραμα στους πολλούς.
Φαίνεται τελικά πως η φράση της αείμνηστης Μάργκαρετ Θάτσερ «there is no alternative» (δεν υπάρχει εναλλακτική) ταιριάζει απόλυτα στην περίσταση και είναι τόσο επίκαιρη, όσο ποτέ άλλοτε.
* Ο Σπύρος Καπράλος είναι δημοσιογράφος-πολιτικός αναλυτής, υποψήφιος διδάκτορας Πολιτικής Επικοινωνίας (Netzwerk für politische Kommunikation), Andrássy Universität Budapest, Universität für Weiterbildung Krems