28.9 C
Athens

ΕΕ: Ένας βαθιά προβληματικός και επικίνδυνος προϋπολογισμός – Γράφει ο Δημήτρης Απόκης

Η πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για το Πολυετές Δημοσιονομικό Πλαίσιο (MFF) 2028-2034, περιγράφει έναν προϋπολογισμό 2 τρισεκατομμυρίων ευρώ (1,26% του ακαθάριστου εθνικού εισοδήματος της ΕΕ) που υπόσχεται να εισαγάγει μια «νέα εποχή» ανταγωνιστικότητας, άμυνας και ανθεκτικότητας. Κεντρικό στοιχείο είναι το μοντέλο «εθνικών φακέλων», που ενοποιεί πάνω από 500 υφιστάμενα ταμεία σε απλοποιημένα εθνικά ή περιφερειακά σχέδια εταιρικής σχέσης για συνοχή, γεωργία και κοινωνικά προγράμματα. Νέα στοιχεία περιλαμβάνουν το Ευρωπαϊκό Ταμείο Ανταγωνιστικότητας ύψους 410 δισεκατομμυρίων ευρώ, πενταπλάσια αύξηση των δαπανών για την άμυνα σε 131 δισεκατομμύρια ευρώ και 100 δισεκατομμύρια ευρώ για την ανοικοδόμηση της Ουκρανίας -διπλασιάζοντας το τρέχον Ταμείο Ουκρανίας. Η Ούρσουλα Φον ντερ Λάιεν,  τον χαρακτηρίζει ως προϋπολογισμό που ταιριάζει με τις φιλοδοξίες της Ευρώπης, κάτι το οποίο απέχει πολύ από την πραγματικότητα.

Του Δημήτρη Γ. Απόκη*

Στην πραγματικότητα πρόκειται για ένα σχέδιο, το οποίο εάν εφαρμοστεί, θα εδραιώσει ένα περιβάλλον διαφθοράς, θα οδηγήσει σε μια στρατιωτικοποίηση της Ευρώπης που δεν συμβαδίζει με μια βιώσιμη ανάπτυξη, θα επιβάλλει μη βιώσιμα δημοσιονομικά βάρη, αγνοώντας της αποκλίσεις μεταξύ των κρατών-μελών, στοιχεία τα οποία το καθιστούν βαθιά προβληματικό και καταδικασμένο να αποτύχει.

Στον πυρήνα του, το μοντέλο των εθνικών φακέλων, εντείνει τις ευπάθειες διαφθοράς, ιδιαίτερα σε κράτη με προκλήσεις διακυβέρνησης. Με την αποκέντρωση μεγαλύτερου ελέγχου στις εθνικές κυβερνήσεις μέσω ενοποιημένων σχεδίων, μειώνει την άμεση εποπτεία της ΕΕ, βασιζόμενο σε ιστορικό κατάχρησης στα ταμεία συνοχής και γεωργίας. Μελέτες δείχνουν ότι έργα χρηματοδοτούμενα από την ΕΕ σε κάποιες χώρες, αντιμετωπίζουν 20-30% υψηλότερους κινδύνους διαφθοράς, συμπεριλαμβανομένου του νεποτισμού και φωτογραφικών διαγωνισμών, σε σύγκριση με εθνικά.

Οι δικλίδες ασφαλείας της πρότασης, προϋποθέσεις κράτους δικαίου και βάση δεδομένων δικαιούχων, είναι στην ουσία συμβολικές, ιδιαίτερα με τις καθυστερήσεις στις μεταρρυθμίσεις κατά της απάτης μέχρι το 2026 και τις μέχρι σήμερα πρακτικές.

Το σχέδιο έχει ήδη προκαλέσει έντονη κριτική  εντός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, διότι στην ουσία υπονομεύεται η δημοκρατική εποπτεία και αφήνει ανοικτό το δρόμο για διαφθορά και πολιτική εκμετάλλευση με στόχο το πολιτικό όφελος.

Ειδικά αυτή την εποχή με τα γεγονότα που διαδραματίζονται στη χώρα μας, είναι σαφές ότι χωρίς ισχυρούς ελέγχους σε επίπεδο ΕΕ, τα κονδύλια θα εμπλουτίσουν ελίτ και ημετέρους, κοστίζοντας δισεκατομμύρια ετησίως σε απάτες και υπονομεύοντας την εμπιστοσύνη των ευρωπαίων πολιτών.

Εξίσου ανησυχητική είναι η απαραίτητη, αλλά στρεβλή με τον τρόπο που προωθείται, στροφή του προϋπολογισμού προς τη στρατιωτικοποίηση και τη γεωπολιτική. Η ενίσχυση και η αυτονομία της ευρωπαϊκής άμυνας είναι παραπάνω από απαραίτητη, αλλά πρέπει να γίνει με σοβαρότητα και κυρίως αποφεύγοντας τη διαρροή κεφαλαίων και είσοδο από την πίσω πόρτα, χωρών που επιβουλεύονται και απειλούν την ευρωπαϊκή ασφάλεια, όπως η Τουρκία.

Και σίγουρα δεν πρέπει να γίνει σε βάρος, άλλων κρίσιμων πολιτικών και προγραμμάτων που είναι εξίσου κρίσιμα με την άμυνα. Για παράδειγμα, η γεωργία αντιμετωπίζει πραγματική μείωση 20-30%, με την Κοινή Αγροτική Πολιτική (ΚΑΠ) να πέφτει από 387 σε 300 δισεκατομμύρια ευρώ, και οι πυλώνες αγροτικής ανάπτυξης τείνουν να εξαλειφθούν, προκαλώντας, δικαιολογημένα, οργή στους αγρότες που βλέπουν την αύξηση των εισαγωγών από την Ουκρανία.

Η κατανομή σχεδόν 5% του προϋπολογισμού στην Ουκρανία, χαρακτηριζόμενη ως αλληλεγγύη—προτεραιοποιεί έμμεσα συγκρούσεις έναντι της εσωτερικής συνοχής.

Οι δημοσιονομικές πιέσεις ενισχύουν περαιτέρω την αμφισβήτηση της βιωσιμότητας της πρότασης. Η αύξηση 700 δισεκατομμυρίων σε ονομαστικούς όρους σε σχέση με το 2021-2027 είναι παράλογη εν μέσω πληθωρισμού και λιτότητας, με νέους ίδιους πόρους, φόρους σε πολυεθνικές, καπνό και ηλεκτρονικά απόβλητα, προβλεπόμενους να αποφέρουν 58,2 δισεκατομμύρια ετησίως. Αυτοί είναι κρυφοί φόροι της ΕΕ που υπονομεύουν την εθνική κυριαρχία, επεκτείνοντας τις δανειακές εξουσίες και προάγοντας ένα υπερ-κράτος.

Οι καθαροί συνεισφέροντες, σωστά το καταγγέλλουν ως αρπαγή εξουσίας, με εξάρτηση από αποπληρωμή χρέους για το Next Generation EU να προσθέτει πίεση.

Η Γερμανία απέρριψε γρήγορα το σχέδιο, με τον Καγκελάριο Φρίντριχ Μέρτς, να το χαρακτηρίζει βαρύ εν μέσω εγχώριων περικοπών. Παρόμοια αντίθεση από Ολλανδία, Σουηδία, Ιταλία, Τσεχία, Ελλάδα, Ρουμανία και Βουλγαρία, εστίασε σε νέους φόρους που μειώνουν τον έλεγχο φορολογίας.

Ο Βίκτορ Ορμπάν της Ουγγαρίας, κατήγγειλε την εύνοια προς την Ουκρανία εις βάρος των αγροτών, ενώ η Γαλλία προσέφερε υποτονική κριτική εν μέσω εσωτερικής δημοσιονομικής κρίσης.

Οι αντιδράσεις των κρατών-μελών, υπογραμμίζουν τη διχαστική φύση της πρότασης, απειλώντας τις διαπραγματεύσεις που απαιτούν ομοφωνία. Η Πολωνία, έτοιμη ως μεγαλύτερος δικαιούχος για σύγκλιση, το υποδέχθηκε ενθουσιωδώς, αναμένοντας συνεχιζόμενα κονδύλια. Ωστόσο, αυτή η ρήξη δικαιούχων-συνεισφερόντων – διαιρέσεις βορρά-νότου – κινδυνεύει με αδιέξοδο, όπως σε προηγούμενες διαπραγματεύσεις MFF.

Οι Βρυξέλλες αντιμετωπίζουν ισχυρή αντίθεση, με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο δυσαρεστημένο για παραγκωνισμένο ρόλο και περιφέρειες που φοβούνται έλλειψη συνοχής.

Πέρα από αυτά, η πρόταση παραμελεί αναδυόμενες προκλήσεις όπως μετανάστευση και ψηφιακές μεταβάσεις, ενσωματώνοντάς τις σε φακέλους χωρίς ειδικές διασφαλίσεις.

Πολιτικά, η στόχευση της Φον ντερ Λάιεν, μυρίζει καιροσκοπισμό, προτεραιοποιώντας την ατζέντα της έναντι συναίνεσης.

Η πρόταση MFF είναι ένα ελαττωματικό σχέδιο, που ενισχύει τη διαφθορά, δεν ισορροπεί την απαραίτητη ενίσχυση – αυτονομία της ευρωπαϊκής άμυνας με τη βιωσιμότητα, επιβαρύνει οικονομικά και αποξενώνει συμμετόχους. Η πρόταση, σηματοδοτεί παρατεταμένες μάχες, που βαθαίνουν τον κατακερματισμό της ΕΕ. Χωρίς ριζικές αναθεωρήσεις που να προτεραιοποιούν τη λογοδοσία και την ισότητα, το σχέδιο προϋπολογισμού της κ. Φον ντερ Λάιεν, απειλεί την ενότητα και βιωσιμότητα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

*Ο Δημήτρης Γ. Απόκης, είναι Διεθνολόγος, με ειδίκευση στην Αμερικανική Εξωτερική Πολιτική, Γεωπολιτική και Διεθνή Οικονομία. Απόφοιτος των πανεπιστημίων The American University, School of International Service, και The Johns Hopkins University, The Paul H. Nitze, School of Advanced International Studies της Ουάσιγκτον. Είναι μέλος του The International Institute for Strategic Studies, του Λονδίνου. Ως Δημοσιογράφος, υπήρξε επί σειρά ετών διαπιστευμένος ανταποκριτής στο Λευκό Οίκο, στο Στέητ Ντιπάρτμεντ και στο Αμερικανικό Πεντάγωνο. 

** Η ανάλυση και τα σχόλια εκφράζουν αποκλειστικά τις απόψεις του συγγραφέα

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ