Ο Αμερικανός Πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ, προωθεί ένα εκτεταμένο σχέδιο 28 σημείων με στόχο τον τερματισμό του πολέμου Ρωσίας-Ουκρανίας, το οποίο είναι εμπνευσμένο από τις πρόσφατες συμφωνίες στη Μέση Ανατολή. Το σχέδιο – που συντάχθηκε διακριτικά με τη συμβολή βασικών συμβούλων όπως ο Αντιπρόεδρος Τζέι Ντι Βανς, ο Υπουργός Εξωτερικών Μάρκο Ρούμπιο και ο Ειδικός Απεσταλμένος Στιβ Γουϊτκοφ – επιδιώκει την άμεση κατάπαυση του πυρός ενώ αντιμετωπίζει εδαφικά, ασφαλείας και οικονομικά ζητήματα.
Του Δημήτρη Γ. Απόκη*

Αυτό το σχέδιο αντικατοπτρίζει το χαρακτηριστικό στυλ διαπραγμάτευσης του Τραμπ: πραγματιστικό, μονομερές και απροκάλυπτα «Πρώτα η Αμερική». Το κρίσιμο ερώτημα είναι το εάν έχει πραγματικές πιθανότητες επιτυχίας ή θα αναβάλει απλώς την αναπόφευκτη κλιμάκωση; Και τι σημαίνει για την Ευρώπη, ιδιαίτερα για χώρες όπως η Ελλάδα που υιοθέτησαν εξαιρετικά εχθρική στάση απέναντι στη Μόσχα, σε αντίθεση με τους ευκαιριακά ουδέτερους όπως η Τουρκία;
Εκτίμηση των Προοπτικών Επιτυχίας του Σχεδίου
Στα χαρτιά, οι προοπτικές του σχεδίου εξαρτώνται από την αποδοχή των κυρίως εμπολέμων. Για τη Ρωσία είναι τεράστιο κέρδος: εδαφικά οφέλη χωρίς περαιτέρω αιματοχυσία, σταδιακή άρση κυρώσεων και επανένταξη στην παγκόσμια οικονομία. Ο Βλαντίμιρ Πούτιν μπορεί να διεκδικήσει νίκη, έχοντας εξασφαλίσει de facto αναγνώριση των προσαρτημένων περιοχών και μια αποστρατικοποιημένη ζώνη-μαξιλάρι, αποφεύγοντας παράλληλα την επέκταση του ΝΑΤΟ – κόκκινη γραμμή για τη Μόσχα. Οι υπό όρους εγγυήσεις ασφαλείας των ΗΠΑ προς την Ουκρανία, που μπορούν να ανακληθούν αν το Κίεβο χτυπήσει τη Ρωσία, γέρνουν ακόμα περισσότερο την πλάστιγγα υπέρ του Πούτιν.
Ωστόσο η επιτυχία φαντάζει απίθανη χωρίς καταναγκασμό. Η ουκρανική ηγεσία, συμπεριλαμβανομένου του Προέδρου Βολοντίμιρ Ζελένσκι, έχει ήδη δείξει αντίσταση, θεωρώντας τις εδαφικές παραχωρήσεις και τους περιορισμούς στρατού υπαρξιακή απειλή. Η αναγκαστική μείωση του στρατού στο μισό και η οριστική εγκατάλειψη του ΝΑΤΟ θυμίζουν το αποτυχημένο Μνημόνιο της Βουδαπέστης του 1994, που αφόπλισε την Ουκρανία με αντάλλαγμα εγγυήσεις ασφαλείας που αποδείχθηκαν άχρηστες. Η λαϊκή αντίδραση στην Ουκρανία μπορεί να αποσταθεροποιήσει την κυβέρνηση και, χωρίς ισχυρούς μηχανισμούς επιβολής – πέρα από ένα αόριστο συμβούλιο υπό τον Τραμπ – η κατάπαυση του πυρός κινδυνεύει να καταρρεύσει όπως οι προηγούμενες συμφωνίες του Μινσκ.
Σε παγκόσμιο επίπεδο, ο μονομερής χαρακτήρας του σχεδίου περιθωριοποιεί συμμάχους. Δίνει προτεραιότητα στον διάλογο ΗΠΑ-Ρωσίας, παραμερίζοντας πολυμερείς οργανισμούς όπως ο ΟΗΕ ή η ΕΕ, και συνδέει την ειρήνη με οικονομικά οφέλη για την Αμερική, όπως κέρδη από κατασχεμένα περιουσιακά στοιχεία.
Αν εφαρμοστεί, μπορεί να σταματήσει προσωρινά τις εχθροπραξίες, αλλά η δυσαρέσκεια για την αντιληπτή παράδοση μπορεί να τροφοδοτήσει υπόγεια αντίσταση ή μελλοντικό ρεβανσισμό στην Ουκρανία. Συνολικά, οι πιθανότητες μακροχρόνιας επιτυχίας είναι χαμηλές – εκτός αν ο Τραμπ χρησιμοποιήσει τη διακοπή βοήθειας για να πιέσει τον Ζελένσκι να συμμορφωθεί.
Αντίδραση της Ευρώπης και ο Περιορισμένος της Ρόλος
Οι Ευρωπαίοι ηγέτες αντέδρασαν με συνδυασμό ανησυχίας και παραίτησης, βλέποντας το σχέδιο ως αμερικανικό επιβεβλημένο τελεσίγραφο που υπονομεύει τις συλλογικές τους προσπάθειες ασφαλείας. Γερμανοί σχολιαστές το παρομοίασαν με το «Μόναχο 1938», προειδοποιώντας ότι ανταμείβει την επιθετικότητα και προσκαλεί περαιτέρω αστάθεια.
Η ΕΕ, που έχει, χωρίς σοβαρή στρατηγική, διοχετεύσει δισεκατομμύρια στην άμυνα και ανοικοδόμηση της Ουκρανίας, υποβιβάζεται σε ρόλο χρηματοδότη – δεσμευόμενη για άλλα 100 δισ. δολάρια – χωρίς ουσιαστική συμμετοχή στους όρους. Αυτή η ασήμαντη θέση προκύπτει από τη φιλοσοφία «Πρώτα η Αμερική» του Τραμπ, που βλέπει την Ευρώπη ως τζαμπατζή στην αμερικανική ομπρέλα ασφαλείας.
Οι δεσμεύσεις του ΝΑΤΟ μειώνονται: καθόλου στρατεύματα στην Ουκρανία, μόνο μαχητικά αεροσκάφη στην Πολωνία ως συμβολική αποτροπή. Για μια ήπειρο που ακόμα συνέρχεται από ενεργειακά σοκ και προσφυγικές ροές, η ταχεία άρση κυρώσεων στη Ρωσία μπορεί να σταθεροποιήσει τις αγορές αλλά με κόστος την ηθική αξιοπιστία. Ο ρόλος της Ευρώπης εδώ περιορίζεται στην πληρωμή επιταγών και τον καθαρισμό, αναδεικνύοντας την εξάρτησή της από την αμερικανική ηγεσία – και τους κινδύνους αυτής της δυναμικής σε έναν πολυπολικό κόσμο.
Διπλωματική και Οικονομική Ζημιά για Εχθρικές προς τη Ρωσία Ευρωπαϊκές Χώρες όπως η Ελλάδα
Χώρες όπως η Ελλάδα, που υπήρξαν φωναχτά αντιρωσικές – απελαύνοντας διπλωμάτες, κατασχέοντας περιουσιακά στοιχεία και προμηθεύοντας όπλα στην Ουκρανία – κινδυνεύουν να υποστούν τις μεγαλύτερες επιπτώσεις από τις παράπλευρες συνέπειες του σχεδίου. Διπλωματικά, η σκληρή στάση της Αθήνας έχει ήδη δημιουργήσει σοβαρή ένταση στις σχέσεις με τη Μόσχα, συμπεριλαμβανομένων αντιποίνων όπως η απαγόρευση Ελληνορθόδοξου κλήρου σε ρωσόκτιστα μοναστήρια. Αν το σχέδιο πετύχει, μια ενισχυμένη Ρωσία μπορεί να εμβαθύνει την απομόνωση μέσω στοχευμένων κυρώσεων ή κυβερνοπαρενοχλήσεων, εκμεταλλευόμενη τα ευάλωτα σημεία της Ελλάδας στην Ανατολική Μεσόγειο. Με την ουδετερότητα της Ουκρανίας κατοχυρωμένη, οι ίδιες οι ανησυχίες ασφαλείας της Ελλάδας – έναντι της Τουρκίας ή της περιφερειακής αστάθειας – μπορεί να λάβουν λιγότερη συμμαχική στήριξη, καθώς η διατλαντική ενότητα διαβρώνεται.
Οικονομικά, η ζημιά μπορεί να είναι οξεία. Η Ελλάδα διαφοροποίησε τις πηγές της από το ρωσικό φυσικό αέριο μετά το 2022, βασιζόμενη σε ακριβότερα εισαγόμενα LNG, που φούσκωσαν το κόστος ενέργειας και συνέβαλαν στον πληθωρισμό. Παρόλο που η άρση κυρώσεων μπορεί τελικά να μειώσει τις παγκόσμιες τιμές ενέργειας, η εστίαση του σχεδίου στη συνεργασία ΗΠΑ-Ρωσίας μπορεί να παρακάμψει την Ευρώπη, αφήνοντας την Ελλάδα κλειδωμένη σε ακριβές εναλλακτικές. Τουρισμός και ναυτιλία – βασικοί τομείς – κινδυνεύουν αν οι ρωσικές αγορές ανοίξουν άνισα, ευνοώντας ουδέτερους παίκτες. Συνολικά, χώρες όπως η Ελλάδα μπορεί να δουν μείωση ΑΕΠ 1-2% από παρατεταμένα υψηλά κόστη και χαμένες εμπορικές ευκαιρίες, επιδεινωμένα από διπλωματικό ψύχος που περιορίζει τη διαπραγματευτική ισχύ σε επίπεδο ΕΕ.
Πιθανά Κέρδη για την Τουρκία τον επιτήδειο ουδέτερο
Αντίθετα, η υπολογισμένη ουδετερότητα της Τουρκίας – ισορροπώντας πωλήσεις drones στην Ουκρανία με ενεργειακές συμφωνίες και μεσολάβηση προς τη Ρωσία – την τοποθετεί ως κύριο ωφελημένο. Η Άγκυρα έπαιξε αριστοτεχνικά και με τις δύο πλευρές, φιλοξενώντας συνομιλίες για τη συμφωνία σιτηρών και εμποδίζοντας ρωσικά πολεμικά πλοία από τα Στενά, ενώ απέφευγε την πλήρη ευθυγράμμιση με τις κυρώσεις. Αν το σχέδιο Τραμπ υλοποιηθεί, η Τουρκία μπορεί να αναδειχθεί σε κεντρικό διαιτητή στη Μαύρη Θάλασσα, διευκολύνοντας ενεργειακές ροές όπως η κοινή χρήση παραγωγής της Ζαπορίζια ή η αποκατάσταση αγωγών φυσικού αερίου.
Διπλωματικά, ο Ερντογάν, δυστυχώς, ενισχύεται: ως μέλος του ΝΑΤΟ χωρίς το βάρος της αντιρωσικής εχθρότητας, η Τουρκία μπορεί να μεσολαβήσει σε επόμενες συμφωνίες, ενισχύοντας την περιφερειακή της ισχύ και αντισταθμίζοντας τις διεκδικήσεις με την Ελλάδα για το Αιγαίο. Οικονομικά, οι αδιάκοπες σχέσεις με τη Ρωσία σημαίνουν συνέχιση φθηνού φυσικού αερίου, τουριστικά έσοδα και κατασκευαστικά συμβόλαια στην μεταπολεμική Ουκρανία. Με άρση κυρώσεων, οι τουρκικές εταιρείες μπορούν να εκμεταλλευτούν ελεύθερα τις ρωσικές αγορές, ενισχύοντας τις εξαγωγές κατά 20-30% στους τομείς ενέργειας και άμυνας. Η ουδετερότητα αποδίδει μερίσματα εδώ, μετατρέποντας την Τουρκία σε γέφυρα Ανατολής-Δύσης – και σε πρότυπο πραγματιστικής διπλωματίας σε μια διαιρεμένη Ευρώπη.
Το 28σήμων σχέδιο του Τραμπ είναι ένα στοίχημα υψηλού ρίσκου που δίνει προτεραιότητα στην ταχύτητα έναντι της βιωσιμότητας. Μπορεί να σιγήσουν προσωρινά τα όπλα, αλλά ανταμείβοντας την επιθετικότητα και παραμερίζοντας την Ευρώπη, κινδυνεύει να σπείρει σπόρους μελλοντικών συγκρούσεων. Δυστυχώς για χώρες, χωρίς ουσιαστική στρατηγική τα τελευταία χρόνια, όπως η Ελλάδα τα κόστη είναι δυνητικά σημαντικά. Δυστυχώς, για επιτήδειους ουδέτερους όπως η Τουρκία, τα κέρδη μπορεί να αποδειχθούν σημαντικά. Καθώς ξεκινούν οι διαπραγματεύσεις, ένα είναι βέβαιο, από την υιοθέτηση, την απόρριψη και την επιτυχία υλοποίησης του σχεδίου, θα κριθεί η διαμόρφωση του νέου γεωπολιτικού χάρτη και του μέλλοντος της Ευρώπης, με καθοριστικές επιπτώσεις για την Ελλάδα.
* Ο Δημήτρης Γ. Απόκης, είναι Διεθνολόγος, με ειδίκευση στην Αμερικανική Εξωτερική Πολιτική, Γεωπολιτική και Διεθνή Οικονομία. Απόφοιτος των πανεπιστημίων The American University, School of International Service, και The Johns Hopkins University, The Paul H. Nitze, School of Advanced International Studies της Ουάσιγκτον. Είναι μέλος του The International Institute for Strategic Studies, του Λονδίνου. Ως Δημοσιογράφος, υπήρξε επί σειρά ετών διαπιστευμένος ανταποκριτής στο Λευκό Οίκο, στο Στέητ Ντιπάρτμεντ και στο Αμερικανικό Πεντάγωνο.
** Η ανάλυση και τα σχόλια εκφράζουν αποκλειστικά τις απόψεις του συγγραφέα


