Οι ειρηνευτικές διαδικασίες στη Μέση Ανατολή και την Ουκρανία, κεντρικές στην εξωτερική πολιτική του Προέδρου Ντόναλντ Τραμπ, αντιμετωπίζουν βαθιά δομικά και γεωπολιτικά εμπόδια, τα οποία εντείνονται από πρόσφατες εξελίξεις. Οι πρωτοβουλίες του Αμερικανού Προέδρου, αρκετά φιλόδοξες, έχουν αρχίσει να αντιμετωπίζουν σοβαρά εμπόδια και επιπλοκές, αναδεικνύοντας τα όρια της μονομερούς διπλωματίας σε βαθιά εδραιωμένες συγκρούσεις. Ταυτόχρονα, η έντονη ανάμειξη της Τουρκίας και του Ερντογάν σε συνδυασμό με την συμπάθεια που επιδεικνύει ο Αμερικανός Πρόεδρος στο πρόσωπό του και το ρόλο της Τουρκίας, ενέχουν σοβαρούς κινδύνους για τα εθνικά συμφέροντα της Ελλάδας.
Του Δημήτρη Γ. Απόκη*
Στη Γάζα, η εκεχειρία που υπεγράφη στο Σαρμ ελ-Σέιχ της Αιγύπτου, στο πλαίσιο του σχεδίου 20 σημείων του Τραμπ, παραμένει εύθραυστη, με αμοιβαίες κατηγορίες παραβιάσεων. Παρά τις απελευθερώσεις ομήρων, η βία αναζωπυρώνεται, υπονομεύοντας την εκεχειρία. Στην Ουκρανία, μετά τη συνάντηση Τραμπ-Πούτιν στην Αλάσκα, που δεν απέφερε παραχωρήσεις, ο πάγος επανήλθε. Η προσπάθεια μια συνάντησης των δυο ηγετών στη Βουδαπέστη, με τον Τραμπ να επιβάλλει νέες «μαζικές» κυρώσεις σε ρωσικές πετρελαϊκές εταιρείες όπως η Rosneft και η Lukoil, χαρακτηρίζοντας τον Πούτιν «άκαμπτο» και δηλώνοντας ότι «δεν έχει χρόνο για χάσιμο».
Και στα δύο μέτωπα, αυτές οι προκλήσεις πηγάζουν από βαθιά ριζωμένες αντιθέσεις, ασύμβατα κίνητρα των εμπλεκομένων και εξωτερικούς παράγοντες όπως η Τουρκία, που όχι μόνο περιπλέκει τις διαπραγματεύσεις αλλά και αποκομίζει σημαντικά οφέλη, ενισχύοντας την περιφερειακή της επιρροή.
Στη Μέση Ανατολή, η συμφωνία ειρήνης στη Γάζα, που υπεγράφη στο Σαρμ ελ-Σέιχ, αποτέλεσε κορυφαία στιγμή και μια αξιοσημείωτη επιτυχία για την προσέγγιση του Προέδρου Τραμπ, δίνοντας έμφαση στον περιορισμό του Ιράν και τα οικονομικά κίνητρα αντί για πολιτικές λύσεις.
Ωστόσο, είναι πλέον εμφανές ότι η προσέγγιση του Αμερικανού Προέδρου παρακάμπτει βασικά ζητήματα όπως η παλαιστινιακή κρατική υπόσταση, δημιουργώντας τριγμούς. Η εκεχειρία κατέρρευσε προσωρινά στις 19 Οκτωβρίου, όταν η Χαμάς πυροβόλησε κατά ισραηλινών δυνάμεων, αναδεικνύοντας τις δυσκολίες στην επιβολή της. Οι ευρύτερες περιφερειακές δυναμικές επιδεινώνουν την κατάσταση. Οι αποτυχίες των πληρεξουσίων του Ιράν σε Συρία και Λίβανο δεν έχουν οδηγήσει σε διαρκή ειρήνη, καθώς η εσωτερική διαφωνία και οι κυρώσεις δεν αποτρέπουν την επιθετικότητα.
Η δήλωση του Τραμπ για μια «Νέα Μέση Ανατολή» αντηχεί την αισιοδοξία του παρελθόντος, όπως οι ελπίδες του Τζίμι Κάρτερ μετά το Κάμπ Ντέιβιντ, αλλά συναντά παρόμοιες καθυστερήσεις από την κατακερματισμένη αραβική ενότητα και τις δικαιολογημένες ανησυχίες του Ισραήλ για την ασφάλεια.
Η αντίθεση του Νετανιάχου στη συμμετοχή της Τουρκίας στην ειρηνευτική δύναμη και την ανοικοδόμηση της Γάζας προσθέτει τριβές, θεωρώντας –σωστά– τις σχέσεις της Άγκυρας με τη Χαμάς ως απειλή. Ο Νετανιάχου δήλωσε κατηγορηματικά ότι «δεν θα υπάρξουν τουρκικές δυνάμεις στη Γάζα», απορρίπτοντας πλήρως οποιαδήποτε τουρκική συμμετοχή σε δύναμη ειρήνης ή αποστολή.
Η Τουρκία, έχοντας πείσει τη Χαμάς να αποδεχθεί τη συμφωνία, επιδιώκει κεντρικό ρόλο, και οι «ισχυρές απόψεις» του Νετανιάχου σηματοδοτούν βέτο που πιθανώς θα εκτροχιάσει την ήδη εύθραυστη ισορροπία.
Ωστόσο, αυτή η δυναμική, είναι πιθανόν, αποφέρει τεράστια οφέλη στην Τουρκία και τον Ερντογάν. Η Άγκυρα έχει ήδη ενισχύσει την επιρροή της ως μεσολαβητής, φιλοξενώντας διαπραγματεύσεις και παρέχοντας αδιάλειπτη ανθρωπιστική βοήθεια, ενώ διαπραγματεύεται συμμετοχή σε «task force» για την ανοικοδόμηση –συμπεριλαμβανομένων υποδομών, στέγασης και ιατρικής βοήθειας– σε συνεργασία με χώρες του Κόλπου, ως αντίβαρο στην Αίγυπτο και το Κατάρ. Αυτή η θέση όχι μόνο ενισχύει την περιφερειακή ηγεμονία της Τουρκίας, αλλά και της επιτρέπει να εκμαιεύσει στρατηγικές παραχωρήσεις, όπως η αύξηση της επιρροής της στη Συρία μετά την πτώση του Άσαντ.
Η προσπάθεια για ειρήνευση στην Ουκρανία αποκαλύπτει ακόμη πιο έντονες δυσκολίες για τη στρατηγική του Προέδρου Τραμπ. Παρά τη σύνοδο κορυφής υψηλού προφίλ στην Αλάσκα, δεν προέκυψε συμφωνία, και η σύνοδος στη Βουδαπέστη αναβλήθηκε επ’ αόριστον εν μέσω διαφωνιών, με τον Τραμπ να ακυρώνει την προσωπικά στις 22 Οκτωβρίου λόγω «στασιμότητας».
Η απόρριψη των προτάσεων του Αμερικανού Προέδρου από τον Πούτιν, σε συνδυασμό με τις εντατικοποιημένες ρωσικές επιθέσεις σε ουκρανικές υποδομές, υπογραμμίζει την επιρροή της Μόσχας. Ο αποκλεισμός της Ουκρανίας από βασικές συνομιλίες τροφοδοτεί ενδείξεις για παραχωρήσεις στην εδαφική ακεραιότητα και τις φιλοδοξίες για το ΝΑΤΟ. Το κοινό αίσθημα στην Ουκρανία στρέφεται προς τη διαπραγμάτευση –το 69% υποστηρίζει συνομιλίες, σύμφωνα με έρευνα του Gallup τον Αύγουστο του 2025–, αλλά η μαξιμαλιστική στάση του Ζελένσκι συγκρούεται με το χρονοδιάγραμμα του Τραμπ, ενώ η εμπιστοσύνη στον Ουκρανό Πρόεδρο έχει πέσει στο 60% τον Οκτώβριο.
Τα ευρύτερα ζητήματα περιλαμβάνουν τις νέες κυρώσεις των ΗΠΑ που πιέζουν τη Ρωσία χωρίς αποφασιστικά αποτελέσματα και την απροθυμία των ευρωπαϊκών συμμάχων να αναπτύξουν στρατεύματα. Αυτές οι δυναμικές υπογραμμίζουν τη μακροχρόνια φύση του πολέμου, που διαρκεί πάνω από τρία χρόνια, αψηφώντας τις γρήγορες λύσεις.
Την ίδια στιγμή, ο Ερντογάν και η Τουρκία, εκμεταλλευόμενοι τον ρόλο του επιδέξιου ουδέτερου, αναδεικνύονται σε κρίσιμο, ευκαιριακό παράγοντα και στις δύο αρένες, αποκομίζοντας ουσιαστικά οφέλη που ενισχύουν την οικονομική και στρατιωτική τους θέση.
Στη Γάζα, η μεσολάβηση του Ερντογάν με τη Χαμάς ενίσχυσε την περιφερειακή επιρροή της Τουρκίας, παρά την αντίσταση του Νετανιάχου σε τουρκικά στρατεύματα –η οποία, ωστόσο, δεν εμποδίζει την Άγκυρα να διεκδικεί ρόλο σε ειρηνευτική αποστολή και ανοικοδόμηση, με τον Υπουργό Άμυνας να δηλώνει στις 23 Οκτωβρίου ετοιμότητα για οποιαδήποτε αποστολή.
Στην Ουκρανία, ο Ερντογάν συζήτησε βήματα επίλυσης με τον Πούτιν τον Σεπτέμβριο, κερδίζοντας επαίνους για τις συνομιλίες που φιλοξενήθηκαν στην Κωνσταντινούπολη τον Μάιο-Ιούνιο, και πρότεινε ξανά την Τουρκία ως τόπο φιλοξενίας για Trump-Putin συνομιλίες στις 24 Οκτωβρίου.
Ο Τραμπ, πεισμένος για τις δυνατότητες μεσολάβησης του Ερντογάν –τον οποίο χαρακτήρισε «σεβαστό από τον Πούτιν», επικαλείται αυτή την προσωπική συμπάθεια. Η επίσκεψη του Ερντογάν στον Λευκό Οίκο, επικεντρώθηκε σε συναλλακτικές απαιτήσεις: επανένταξη στο πρόγραμμα F-35, άρση κυρώσεων, συμφωνίες με την Boeing, προμήθειες LNG και μαχητικά αεροσκάφη, με τον Ερντογάν να δηλώνει «σημαντική πρόοδο».
Σε αντάλλαγμα για την πρόκληση στον Νετανιάχου στη Γάζα –όπου η αντίθεση της Τουρκίας βοήθησε στον παραγκωνισμό του Ισραηλινού ηγέτη στην τελετή υπογραφής στην Αίγυπτο– και τη διευκόλυνση των συνομιλιών για την Ουκρανία, ο Ερντογάν μπορεί να αποσπάσει την καλή θέληση των ΗΠΑ για ενεργειακή ανεξαρτησία από τη Ρωσία, αναβαθμίσεις στην άμυνα και ακόμη και πιέσεις προς την Ελλάδα για παραχωρήσεις σε θέματα εθνικής κυριαρχίας στο Αιγαίο.
Αυτή η «φιλία» με τον Τραμπ, βασισμένη σε προσωπική συμπάθεια, κινδυνεύει να δώσει προτεραιότητα σε βραχυπρόθεσμες συμφωνίες έναντι της βιώσιμης ειρήνης, ενώ ενισχύει δραστικά την Τουρκία ως περιφερειακή υπερδύναμη, εκμεταλλευόμενη τις συγκρούσεις για οικονομικά και στρατηγικά κέρδη –από LNG συμφωνίες μέχρι στρατιωτικές αναβαθμίσεις– που απειλούν άμεσα τα εθνικά συμφέροντα της Ελλάδας.
Τελικά, μέχρι στιγμής, η στρατηγική του Αμερικανού Προέδρου Τραμπ και τα προβλήματα που αντιμετωπίζει αντικατοπτρίζουν την ανυποχώρητη φύση αυτών των συγκρούσεων: ιδεολογικές διαιρέσεις στη Μέση Ανατολή και ανισορροπίες ισχύος στην Ουκρανία. Ο βασικός κίνδυνος, που αφορά άμεσα και τα εθνικά συμφέροντα της χώρας μας, είναι τα τυχόν ανταλλάγματα που θα αποκομίσει ο Ερντογάν από τον ύπουλο και επιδέξιο ρόλο που διαδραματίζει και στις δύο συγκρούσεις – «Presidential Reprieve» για άρση κυρώσεων, επανένταξη στο πρόγραμμα των F-35 και πιέσεις προς την Ελλάδα, που θα ενισχύσουν περαιτέρω την τουρκική επιθετικότητα στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο.
*Ο Δημήτρης Γ. Απόκης, είναι Διεθνολόγος, με ειδίκευση στην Αμερικανική Εξωτερική Πολιτική, Γεωπολιτική και Διεθνή Οικονομία. Απόφοιτος των πανεπιστημίων The American University, School of International Service, και The Johns Hopkins University, The Paul H. Nitze, School of Advanced International Studies της Ουάσιγκτον. Είναι μέλος του The International Institute for Strategic Studies, του Λονδίνου. Ως Δημοσιογράφος, υπήρξε επί σειρά ετών διαπιστευμένος ανταποκριτής στο Λευκό Οίκο, στο Στέητ Ντιπάρτμεντ και στο Αμερικανικό Πεντάγωνο.
** Η ανάλυση και τα σχόλια εκφράζουν αποκλειστικά τις απόψεις του συγγραφέα


