Θεσμικά εγκλωβισμένος παραμένει ο κλάδος των ιχθυοκαλλιεργειών με την μεγαλύτερη πρόκληση να αποτελεί η ολοκλήρωση του ειδικού πλαισίου χωροταξικού σχεδιασμού των υδατοκαλλιεργειών (ΕΠΧΣΑΑΥ). Όπως ανέφερε πρόσφατα σε δημοσιογραφική συνάντηση ο πρόεδρος της Ελληνικής Οργάνωσης Παραγωγών Υδατοκαλλιέργειας (ΕΛΟΠΥ), Απόστολος Τουραλιάς, από το 2011 έως σήμερα, δηλαδή σε χρονικό διάστημα 14 ετών από την έγκριση του ΕΠΧΣΑΑΥ, μόλις 7 από τις 23 υποβληθείσες αιτήσεις ίδρυσης ΠΟΑΥ ιχθυοκαλλιέργειας έχουν θεσμοθετηθεί μέσω έκδοσης του αντίστοιχου Προεδρικού Διατάγματος.
Παρά τις διαδοχικές παρατάσεις που έχουν δοθεί, η ολοκλήρωση του χωροταξικού σχεδιασμού των υδατοκαλλιεργειών παρουσιάζει, σύμφωνα με τον κ. Τουραλιά, αδικαιολόγητες καθυστερήσεις λόγω της αδυναμίας της διοίκησης να εφαρμόσει την ισχύουσα νομοθεσία, υπονομεύοντας τους αναπτυξιακούς στόχους που έχουν τεθεί στο Πολυετές Εθνικό Στρατηγικό Σχέδιο για την ανάπτυξη των υδατοκαλλιεργειών (ΠΕΣΣΑΥ), τον εξορθολογισμό της παραγωγικής διαδικασίας αλλά και την εμπιστοσύνη των επενδυτών.
Ενδεικτικά αναφέρεται πως αν και από το 2022 υπάρχουν ώριμες μελέτες χωροθέτησης ιχθυοκαλλιέργειας στην Ελλάδα, δηλαδή έχουν ολοκληρωθεί όλες οι απαιτούμενες εκ του νόμου διαδικασίες (διαβούλευση φορέων, θετικές εισηγήσεις αρμόδιων υπηρεσιών, έγκριση περιβαλλοντικής μελέτης, κλπ) η διαδικασία παραμένει στάσιμη εμποδίζοντας την εύρυθμη λειτουργία των επιχειρήσεων υδατοκαλλιέργειας. Σημειώνεται ότι το 2024 θεσμοθετήθηκε η ΠΟΑΥ της Εύβοιας μετά από 10 χρόνια διαβουλεύσεων με τις αρμόδιες υπηρεσίες και τους επενδυτές.
Όπως ανέφερε ο κ. Τουραλιάς, η καθυστέρηση στην εφαρμογή του χωροταξικού δεν δημιουργεί μόνο θεσμική ασάφεια, αλλά και εμπόδια στη λειτουργία των επιχειρήσεων. Η απουσία οργανωμένων ζωνών – κατά το πρότυπο των βιομηχανικών περιοχών – δυσχεραίνει τον έλεγχο και την εποπτεία των μονάδων, ενώ ταυτόχρονα υπονομεύει την προώθηση νέων επενδύσεων. Και αυτό γιατί όπως επισημαίνεται από τον πρόεδρο της ΕΛΟΠΥ σε όλα τα επιχειρηματικά σχέδια του κλάδου υπάρχει μια πάγια επιφύλαξη σχετικά με την υλοποίηση των επενδύσεων, η οποία συνδέεται με την έγκριση των ΠΟΑΥ.
Υπενθυμίζεται ότι από το βήμα της 89ης ΔΕΘ ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης ανέλαβε τη δέσμευση για προώθηση του χωροταξικού ζητήματος του κλάδου. «Σύντομα -κι εδώ θα πιέσω τους υπουργούς, γιατί έχουμε εξαντλήσει λίγο τα χρονικά μας περιθώρια- θα τελειώσουν τα ειδικά χωροταξικά πλαίσια, τόσο για τη βιομηχανία όσο για τον τουρισμό και για τις ιχθυοκαλλιέργειες, τομέας κρίσιμος για τον πρωτογενή τομέα» δήλωσε ο πρωθυπουργός.
«Η εξαγγελία του πρωθυπουργού για την ολοκλήρωση του ειδικού χωροταξικού σχεδίου για τις ιχθυοκαλλιέργειες (ΠΟΑΥ), αποτελεί μια ιδιαίτερα θετική εξέλιξη για την ΕΛΟΠΥ και τα μέλη της – για τους 12.000 εργαζόμενους, τις τοπικές κοινωνίες και τη συνεισφορά στις εξαγωγές της χώρας. Πρόκειται για μια διαχρονική εκκρεμότητα, που συνδέεται άμεσα με τη βιώσιμη ανάπτυξη, τη διαφάνεια στις διαδικασίες αδειοδότησης και τη δημιουργία σαφούς πλαισίου για επενδύσεις. Το μήνυμα του πρωθυπουργού αποτελεί οδηγό για το αρμόδιο υπουργείο, προκειμένου να δρομολογηθούν οι απαραίτητες ενέργειες και να προχωρήσει ουσιαστικά η υλοποίηση της εξαγγελίας αυτής», ανέφερε σε δήλωσή του λίγες ώρες μετά τις εξαγγελίες του κ. Μητσοτάκη, ο πρόεδρος της ΕΛΟΠΥ, Απόστολος Τουραλιάς.
Ανθεκτικές οι ελληνικές επιχειρήσεις ιχθυοκαλλιέργειας
Παρά τις προκλήσεις με τις οποίες βρίσκεται αντιμέτωπος ο κλάδος, οι ελληνικές επιχειρήσεις ιχθυοκαλλιέργειας και το 2024 απέδειξαν για ακόμη μία φορά την ανθεκτικότητα, τη στρατηγική τους ωριμότητα και την ικανότητα να παραμένουν ανταγωνιστικές στις διεθνείς αγορές. Όπως προκύπτει από την 11η ετήσια έκθεση για την ελληνική υδατοκαλλιέργεια που δημοσιοποίησε η Ελληνική Οργάνωση Παραγωγών Υδατοκαλλιέργειας (ΕΛΟΠΥ), το 2024 ο κλάδος διατήρησε την ηγετική του θέση στην Ευρωπαϊκή Ένωση και συνέχισε να ενισχύει την εξωστρέφειά του, παρά τις διαχρονικές θεσμικές εκκρεμότητες που υπονομεύουν την ανταγωνιστικότητα και την βιώσιμη ανάπτυξη του στην Ελλάδα. Οι συνεχείς προσπάθειες των Ελλήνων παραγωγών μέσα στις δύσκολες συνθήκες που επικρατούσαν το 2024, όπως η οικονομική αστάθεια σε ισχυρές οικονομίες της ΕΕ, η αβεβαιότητα για την δασμολογική πολιτική των ΗΠΑ, οι επιβαρύνσεις στο κόστος παραγωγής, οι επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής και οι γεωπολιτικές εξελίξεις, οδήγησαν σε ένα τελικά ισορροπημένο αποτέλεσμα που ανοίγει τον δρόμο για μια πιο ανθεκτική και βιώσιμη ανάπτυξη.
Η παραγωγή τσιπούρας και λαβρακιού το 2024 μειώθηκε κατά 5,5% στους 114.500 τόνους ακολουθώντας την πτωτική τάση που είχε η παράγωγη τους στην ΕΕ. Η αξία των πωλήσεων ωστόσο αυξήθηκε κατά 3,5% στα 721,5 εκατομμύρια ευρώ βελτιώνοντας τα οικονομικά αποτελέσματα των επιχειρήσεων του κλάδου. Η μείωση της παραγωγής προέκυψε λόγω της εν εξελίξει διαδικασίας αναδιάρθρωσης των μεγαλύτερων επιχειρήσεων του κλάδου. Ανάλογη πορεία ακολούθησαν και οι εξαγωγές νωπών ψαριών ιχθυοκαλλιέργειας. Αν και η ζήτηση στις κύριες αγορές στην ΕΕ και στις ΗΠΑ δεν παρουσίασε σημαντικές μεταβολές, οι εξαγωγές νωπών ψαριών ιχθυοκαλλιέργειας κατέγραψαν πτώση κυρίως λόγω της μειωμένης διαθεσιμότητας τσιπούρας.
Το 2024 η συνολική ποσότητα παραγωγής ψαριών μεσογειακής ιχθυοκαλλιέργειας ανήλθε σε 123.000 τόνους, αξίας 768,4 εκατ. ευρώ, παρουσιάζοντας πτώση -7% ως προς τον όγκο αλλά αύξηση 1% ως προς την αξία πωλήσεων σε σχέση με το προηγούμενο έτος (132.700 τόνοι αξίας 760,2 εκατ. ευρώ). Η τσιπούρα και το λαβράκι αποτελούν το 93% της παραγωγής και το υπόλοιπο 7% αποτελείται από άλλα μεσογειακά είδη όπως ο κρανιός και το βραχύπτερο φαγκρί. Η παραγωγή τσιπούρας και λαβρακιού ανήλθε σε 114.500 τόνους (58.000 τόνοι τσιπούρας και 56.500 τόνοι λαβρακιού) συνολικής αξίας σχεδόν 721,7 εκατ. ευρώ. Σε σχέση με το 2023 παρατηρείται πτώση -5,5% ως προς τον όγκο παραγωγής αλλά αύξηση 3,5% ως προς την αξία πωλήσεων. Η παραγωγή τσιπούρας σημείωσε πτώση -12% ως προς τον όγκο και αύξηση 3% ως προς την αξία πωλήσεων ενώ το λαβράκι σημείωσε αύξηση 2,2% ως προς τον όγκο και σχεδόν 4% ως προς την αξία πωλήσεων. Το 2025 εκτιμάται ότι η παραγωγή των δύο ειδών θα κυμανθεί στα ίδια επίπεδα με το 2024 (115.000 τόνοι).
Στο επίκεντρο η ενίσχυση της εξωστρέφειας
Οι εξαγωγές το 2024 παρουσίασαν πτώση 6% φτάνοντας σχεδόν τους 94.132 τόνους. Η μέση τιμή εξαγωγής ήταν βελτιωμένη και για τα δύο είδη σε σχέση με την προηγούμενη χρονιά και διαμορφώθηκε στα 6,14 Euro/kg για την τσιπούρα (+17%) και στα 6,47 Euro/kg (+2%) για το λαβράκι. Σημειώνεται ωστόσο πως σε μία χρονιά όπου το ισοζύγιο εξαγωγών-εισαγωγών της χώρας ήταν ελλειμματικό, οι εξαγωγές ψαριών ιχθυοκαλλιέργειας συνέβαλαν θετικά στο εμπορικό ισοζύγιο της χώρας, επιβεβαιώνοντας για άλλη μια φορά τον εξαγωγικό χαρακτήρα του κλάδου.
Σύμφωνα με μέχρι τώρα διαθέσιμα στοιχεία του 2025, η πορεία των εξαγωγών καταγράφει άνοδο, ενώ οι τιμές κινούνται σε επίπεδα ρεκόρ δεκαετίας. Η διεθνής ζήτηση αναμένεται να παραμείνει υγιής και οι εξαγωγές στις ΗΠΑ δεν φαίνεται να κινδυνεύουν από την υιοθέτηση επιθετικών εμπορικών πολιτικών. Επιπλέον, το κόστος παραγωγής έχει βελτιωθεί λόγω των αποπληθωριστικών τάσεων στις πρώτες ύλες των ιχθυοτροφών. Αν διατηρηθεί αυτό το κλίμα, το 2025 φαίνεται ευοίωνο για τον κλάδο γεγονός που θα επιταχύνει την διαδικασία αναδιάρθρωσής του και θα δημιουργήσει συνθήκες μεγαλύτερης σταθερότητας και εμπιστοσύνης στους επενδυτές.
Σε επιχειρηματικό επίπεδο, το 2024 επιβεβαιώθηκε για άλλη μια φορά το ισχυρό επενδυτικό ενδιαφέρον για τον κλάδο αποδεικνύοντας πως η ελληνική ιχθυοκαλλιέργεια, παρά τις προκλήσεις και τον ισχυρό ανταγωνισμό είναι μια ιδιαίτερα ελκυστική παραγωγική δραστηριότητα που προσελκύει σημαντικούς διεθνείς επενδυτές. Η υδατοκαλλιέργεια, παραμένει ένας από τους δυναμικότερους παραγωγικούς τομείς της ελληνικής οικονομίας, με σημαντική εξαγωγική δραστηριότητα προσφέροντας ένα προϊόν υψηλής ποιότητας και διατροφικής αξίας. Ως εκ τούτου, δημιουργεί εύλογα προσδοκίες ότι μπορεί να προσφέρει ελκυστικές αποδόσεις και υπεραξίες σε μακροπρόθεσμο ορίζοντα.
Σε ό,τι αφορά τον ανταγωνισμό, η παραγωγή τσιπούρας και λαβρακιού στην ΕΕ δεν επηρέασε σημαντικά τις ελληνικές πωλήσεις. Ο ανταγωνισμός προήλθε κυρίως από την αύξηση της παραγωγής τρίτων χωρών, ιδίως της Τουρκίας. Η παραγωγή τσιπούρας και λαβρακιού της Τουρκίας υπερβαίνει πλέον την παραγωγή ολόκληρης της ΕΕ και συνεχώς αυξάνει τη διείσδυσή της σε αγορές όπου δραστηριοποιούνται παραδοσιακά ελληνικές εταιρείες. Χαρακτηριστική είναι και η δραστηριοποίηση τουρκικών εταιρειών στην Ελλάδα, με στόχο την ευκολότερη πρόσβαση σε εμπορικά δίκτυα στην Ελλάδα και την υπόλοιπη Ευρώπη.
Όσον αφορά τις παραγωγικές επενδύσεις του κλάδου, το 2024 ολοκληρώθηκε και η αποπληρωμή των επενδυτικών σχεδίων στους δικαιούχους του Επιχειρησιακού Προγράμματος Αλιείας 2014-2020 (ΕΠΑΛΘ). Συνολικά οι επιχειρήσεις του κλάδου την περίοδο 2014-2020 υλοποίησαν σχέδια παραγωγικών επενδύσεων συνολικής Δημόσιας Δαπάνης 85,4 εκατ. ευρώ. Οι επενδύσεις αυτές έχουν ως στόχο τον εκσυγχρονισμό των μονάδων με έμφαση την αειφορία και την προώθηση βιώσιμων πρακτικών υδατοκαλλιέργειας αλλά και την αύξηση της παραγωγής. Το ΕΠΑΛΘ 2014-2020 έκλεισε με απορροφητικότητα 105,3% αφοί οι πληρωμές ύψους 536,3 εκατ. ευρώ υπερκάλυψαν τους διαθέσιμους πόρους (Δημόσια Δαπάνη 509,1 εκατ. ευρώ). Ταυτόχρονα, το 2024 συνεχίστηκε και η ενεργοποίηση ορισμένων μέτρων του νέου Προγράμματος της περιόδου 2021- 2027 (ΠΑΛΥΘ) συνολικής Δημόσιας Δαπάνης 519,64 εκατ. ευρώ εκ των οποίων τα 92,4 εκατ. μπορούν να διατεθούν σε μέτρα υδατοκαλλιέργειας. Έως τις 31.12.2024 η απορροφητικότατα του ΠΑΛΥΘ ήταν σχεδόν 3%
Το 2024 δραστηριοποιήθηκαν 73 εταιρείες και όμιλοι με 285 μονάδες εκτροφής (πλωτές εγκαταστάσεις) θαλάσσιων μεσογειακών ιχθύων εκ των οποίων σχεδόν το 60% των εταιρειών είναι μικρομεσαίες και οικογενειακές εταιρείες με παράγωγη έως 500 τόνους ετησίως. Το 78% των μονάδων είναι χωροθετημένες σε τρείς αποκεντρωμένες διοικήσεις. Αυτές είναι οι Αποκεντρωμένες διοικήσεις της Πελοποννήσου – Δυτ. Ελλάδας & Ιονίου, της Θεσσαλίας – Στερεάς Ελλάδας και του Αιγαίου. Σε αυτές τις τρείς αντιστοιχεί σχεδόν το 81% των μισθωμένων εκτάσεων και εκτρέφεται σχεδόν το 82% της ελληνικής παραγωγής. Οι εταιρείες του κλάδου δραστηριοποιούνται σε 11 από τις 13 περιφερειακές ενότητες της χώρας και δημιουργούν χιλιάδες θέσεις εργασίας. Αυτές είναι οι Περιφερειακές Ενότητες Εύβοιας, Δωδεκανήσου, Αιτωλοακαρνανίας, Κεφαλονιάς, Φθιώτιδας, Θεσπρωτίας, Αττικής, Αργολίδας, Κορίνθου, Χίου και Πρέβεζας, καθώς λειτουργούν τοπικά πάνω από 10 μονάδες. Στις υπόλοιπες περιφερειακές ενότητες είναι αδειοδοτημένες λιγότερες από 10 μονάδες. Ωστόσο υπάρχουν περιφερειακές ενότητες όπου αν και οι αδειοδοτημένες μονάδες είναι λιγότερες από 10, ο όγκος παραγωγής είναι μεγάλος (π.χ. Φωκίδα, Μυτιλήνη, κλπ).


