Καθώς ο πλανήτης βαδίζει στα όρια της αντοχής του, ανάμεσα σε κλιματικές αναταράξεις, φυσικές καταστροφές και την αίσθηση μιας γενικευμένης υπερκόπωσης, ένα διαφορετικό φαινόμενο αναδύεται αργά, σχεδόν ανεπαίσθητα: η γήρανση του ανθρώπινου πληθυσμού. Ενώ οι αριθμοί της γης μάς υπενθυμίζουν ότι ο άνθρωπος έγινε κυρίαρχος της φύσης, η δημογραφική κάμψη μοιάζει να ψιθυρίζει το αντίθετο· ότι τίποτα δεν μένει ανεξέλεγκτο για πάντα, ότι το ίδιο το ανθρώπινο είδος έχει αρχίσει να επιβραδύνει τον εαυτό του.
Της Αλίκης Τσίκα
Για πρώτη φορά στην ιστορία, οι ηλικιωμένοι υπερτερούν των παιδιών στις περισσότερες ανεπτυγμένες χώρες. Οι γεννήσεις μειώνονται, οι κοινωνίες γερνούν, και ο ρυθμός επέκτασης της ανθρωπότητας επιβραδύνεται. Σε πρώτη ανάγνωση, αυτό μοιάζει απειλητικό: λιγότερα εργατικά χέρια, περισσότερα βάρη στα ασφαλιστικά ταμεία, στασιμότητα στην παραγωγική διαδικασία. Ωστόσο, σε μια δεύτερη, βαθύτερη ανάγνωση, ίσως να πρόκειται για ένα είδος φυσικής αντιστάθμισης — μια σιωπηλή ρύθμιση που επιχειρεί να επαναφέρει ισορροπία εκεί όπου ο άνθρωπος την είχε διαταράξει.
Η περιβαλλοντική κρίση είναι, στην ουσία της, η συνέπεια της πληθυσμιακής έκρηξης. Από τα μέσα του περασμένου αιώνα, ο αριθμός των ανθρώπων τριπλασιάστηκε, όπως και η κατανάλωση ενέργειας, τροφής, υλικών. Ο πλανήτης δεν είχε ποτέ να συντηρήσει τόσα σώματα, τόσες επιθυμίες, τόση κινητικότητα. Η υπερανάπτυξη έγινε συνώνυμο προόδου, ενώ η υπερκατανάλωση βαφτίστηκε «κανονικότητα». Μέχρι που το οικοσύστημα άρχισε να «κλωτσάει».
Μέσα σ’ αυτή τη συνθήκη, η δημογραφική επιβράδυνση δεν μοιάζει τυχαία. Είναι σαν το ίδιο το ανθρώπινο σύστημα να «διορθώνει» τη διαταραχή του. Λιγότεροι άνθρωποι σημαίνουν λιγότερη πίεση στη φύση, μικρότερο ενεργειακό αποτύπωμα, ηπιότερη εκμετάλλευση των πόρων. Αλλά πέρα από τους αριθμούς, σημαίνει και κάτι πιο ουσιαστικό: μια αλλαγή ρυθμού, μια μετατόπιση αξιών. Οι κοινωνίες που γερνούν γίνονται πιο ήπιες, πιο εσωστρεφείς, περισσότερο προσανατολισμένες στη φροντίδα και όχι στην εξάπλωση. Ο ενθουσιασμός της νεότητας υποχωρεί μπροστά στη σοφία της ωριμότητας. Κι ίσως αυτή η στροφή να είναι ακριβώς ό,τι χρειάζεται ο πλανήτης.
Η λέξη «μέτρο» ίσως είναι η πιο επίκαιρη σήμερα. Στον πυρήνα της φιλοσοφίας, από την αρχαία Ελλάδα μέχρι τις σύγχρονες οικολογικές θεωρίες, το μέτρο λειτουργεί ως κανόνας αρμονίας. Ο άνθρωπος, μέσα στην ύβρη της τεχνολογικής παντοδυναμίας του, ξέχασε αυτό το μέτρο. Έδρασε σαν είδος που δεν υπόκειται σε περιορισμούς, σαν να μπορούσε να απορροφήσει ατελείωτους πόρους χωρίς να πληρώσει το τίμημα. Η δημογραφική κόπωση που παρατηρούμε σήμερα ίσως είναι μια ασυνείδητη επιστροφή σε αυτή την ισορροπία. Όχι μέσα από καταστροφή, αλλά μέσα από αυτοσυγκράτηση.
Δεν πρόκειται, φυσικά, για λύση στην κλιματική κρίση — αλλά ίσως για μια ανάσα. Μια καθυστέρηση που δίνει στον πλανήτη τον χρόνο να ανακάμψει. Κι αν η φύση ακολουθεί κύκλους, τότε ίσως και η ανθρωπότητα να εισέρχεται σ’ έναν νέο κύκλο: λιγότερο πληθυσμιακά εκρηκτικό, περισσότερο εσωτερικό και μετρημένο. Έναν κύκλο όπου η επιβίωση δεν θα εξαρτάται από την επέκταση, αλλά από την ισορροπία.
Σε μια εποχή που όλα επιταχύνονται, η γήρανση μοιάζει παράδοξα απελευθερωτική. Είναι το φαινόμενο που επιβραδύνει το ανθρώπινο αποτύπωμα, που μας υποχρεώνει να ξανασκεφτούμε τι σημαίνει «ανάπτυξη». Αντί για περισσότερα, ίσως να σημαίνει απλώς καλύτερα· αντί για επέκταση, σταθερότητα· αντί για κατάκτηση, φροντίδα. Οι κοινωνίες των λιγότερων, αν μάθουν να ζουν με σύνεση, μπορεί να αποδειχθούν τελικά οι πιο βιώσιμες.
Ίσως, τελικά, η φύση να μην εκδικείται τον άνθρωπο, αλλά να τον καθοδηγεί πίσω στα όρια. Η γήρανση να μην είναι η «παρακμή» που φοβόμαστε, αλλά η απαραίτητη ωρίμανση ενός είδους που, αφού έφτασε στα άκρα της δύναμής του, μαθαίνει τώρα —έστω και αργά— πώς να ισορροπεί ξανά με τον κόσμο που τον γέννησε. Ίσως, η γήρανση του πληθυσμού να μην είναι το τέλος μιας εποχής, αλλά η αρχή μιας άλλης: εκείνης όπου ο άνθρωπος, για πρώτη φορά μετά από αιώνες υπερβολής, μαθαίνει να ζει όχι «πάνω» από τον κόσμο, αλλά μαζί του.