Παρακολουθούσα στην τηλεόραση τη λήξη της συναυλίας για τον Στέλιο Καζαντζίδη στο Καλλιμάρμαρο Παναθηναϊκό Στάδιο, με τους τραγουδιστές επί σκηνής να τραγουδούν όλοι μαζί το «Βράχο- βράχο τον καημό μου» του Μίκη Θεοδωράκη. Ιδιαίτερο κομμάτι, γραμμένο σε δύσκολους καιρούς για την πατρίδα μας. Τότε που ακόμα υπήρχαν πολιτικοί κρατούμενοι και… παραθέριζαν σε νησιά και άλλους τόπους εξορίας.
Η Ελλάδα κατάφερε με μεγάλο κόπο και με πολλές θυσίες και υπερβάσεις να ορθοποδήσει. Επειδή τόσο οι Έλληνες όσο και οι πνευματικοί ταγοί της ήταν αφοσιωμένοι σε αξίες και τις ακολουθούσαν. Επειδή δεν κοίταζε ο καθένας τον εαυτό του- ή τον εαυτούλη του αν προτιμάτε- αλλά συνέβαλε στο κοινό καλό.
Θα προσφύγω για μια ακόμα φορά στους ποιητές, καθώς εκείνοι είναι πάντοτε το μέτρο της κάθε εποχής. Ο Γιώργος Σεφέρης κλείνοντας την ομιλία του για το Νόμπελ στη Στοκχόλμη είπε το βαθυστόχαστο:
Όταν στο δρόμο της Θήβας, ο Οιδίπους συνάντησε τη Σφίγγα, κι αυτή του έθεσε το αίνιγμά της, η απόκρισή του ήταν: ο άνθρωπος. Τούτη η απλή λέξη χάλασε το τέρας.
Έχουμε πολλά τέρατα να καταστρέψουμε.»
Είχαν ακόμα πολλά τέρατα να καταστρέψουν σε καιρούς που η πατρίδα ήταν μια ιερή έννοια. Και πάλι Νομπελίστας, ο Οδυσσέας Ελύτης, στους Έλληνες της Σουηδίας μετά την απονομή των βραβείων Νόμπελ:
«Για εμάς η Ελλάδα είναι αυτές οι στεριές οι καμένες στον ήλιο κι αυτά τα γαλάζια πέλαγα με τους αφρούς των κυμάτων. Είναι οι μελαχρινές ή καστανόξανθες κοπέλες, είναι τ’ άσπρα σπιτάκια τ’ ασβεστωμένα και τα ταβερνάκια και τα τραγούδια τις νύχτες με το φεγγάρι πλάι στην ακροθαλασσιά ή κάτω από κάποιο πλατάνι. Είναι οι πατεράδες μας κι οι παππούδες μας με το τουφέκι στο χέρι, αυτοί που λευτερώσανε την πατρίδα μας και πιο πίσω, πιο παλιά, όλοι μας οι πρόγονοι που κι αυτοί ένα μονάχα είχανε στο νου τους -όπως κι εμείς σήμερα: τον αγώνα για τη λευτεριά.»
«Δεν ζω εν αντεπιθέσει, ζω εν θέσει» διατράνωνε ο Γιάννης Ρίτσος, διαχωρίζοντας την έκφραση αντίθεσης για θέματα που δεν το αξίζουν. Σήμερα; Μήπως ζούμε αντεπιτιθέμενοι για κάθε τι που βλέπουμε γύρω μας, χάνοντας την ουσία;
Κι άλλος από τη γενιά του ’30. «Η συνείδηση είναι το βάθος του ανθρώπου. Η αγάπη είναι το πλάτος του» έλεγε ο Νικηφόρος Βρεττάκος.
Ηρθε η χούντα, ήρθαν οι δεκαετίες ’80 και ’90 γεμάτες λαϊκισμό, κακοφωνία, διολίσθηση στα μονοπάτια του τίποτα. Δεν ακούγαμε πια τους ποιητές μας, ακούγαμε λαϊκά άσματα άθλια, αυτά που προσφυώς χαρακτηρίστηκαν σκυλάδικα, βλέπαμε ταινίες που σήμερα αποκαλούμε βιντεοκασέτες λόγω του χαμηλού τους επιπέδου. Αφήναμε τις αξίες και ακολουθούσαμε έναν κενό τρόπο ζωής.
Συνέβη αυτό που περιγράφει ο Πάβλο Νερούδα, ο Χιλιανός Νομπελίστας:
«Αρχίζεις να πεθαίνεις αργά. Αν δεν ταξιδεύεις. Αν δεν διαβάζεις. Αν δεν ακούς τους ήχους της ζωής. Αν δεν εκτιμάς τον εαυτό σου. Αρχίζεις να πεθαίνεις αργά. Όταν σκοτώνεις την αυτοεκτίμησή σου; Όταν δεν αφήνεις άλλους να σε βοηθήσουν. Αρχίζεις να πεθαίνεις αργά. Αν γίνεις σκλάβος των συνηθειών σου. Περπατώντας κάθε μέρα στα ίδια μονοπάτια. Αν δεν αλλάξεις τη ρουτίνα σου. Εάν δεν φοράτε διαφορετικά χρώματα. Ή δεν μιλάς σε αυτούς που δεν ξέρεις. Αρχίζεις να πεθαίνεις αργά. Αν αποφεύγεις να νιώσεις πάθος. Και τα πολυτάραχα συναισθήματά τους. Αυτά που κάνουν τα μάτια σου να λάμψουν. Και η καρδιά σου χτυπάει γρήγορα. Αρχίζεις να πεθαίνεις αργά. Αν δεν αλλάξεις τη ζωή σου όταν δεν είσαι ικανοποιημένος με τη δουλειά σου, ή με την αγάπη σου. Εάν δεν ρισκάρετε αυτό που είναι ασφαλές για το αβέβαιο. Αν δεν κυνηγάς ένα όνειρο. Εάν δεν επιτρέπεις στον εαυτό σου. Τουλάχιστον μία φορά στη ζωή σου. Να τρέχεις μακριά από λογικές συμβουλές…»
Δεν κυνηγούσαμε το όνειρο. Τα αφήσαμε όλα για χάρη της καλοπέρασης, της τρυφηλότητας. Ηρθαν τα μνημόνια. Ξαναήρθαν τα μνημόνια. Για να ξαναγυρίσω στην αρχή του κειμένου, πλέον, ούτε οι καλλιτέχνες ούτε και το κοινό/ λαός υπηρετούσαν στην πλειονότητά τους το Ωραίο, το Μεγάλο και το Αληθινό. Κατρακυλάμε. Θέλουμε να ανακάμψουμε; Αν θέλουμε ακολουθούμε τον κακό δρόμο, της ήσσονος προσπάθειας, της αδιαφορίας, του μη πολιτικού.
Για να δούμε πού φτάσαμε, απλώς παρατηρήστε τις ερωτήσεις στα τηλεπαιχνίδια γνώσεων και τα « ντιριντάχτα» στις ενημερωτικές εκπομπές- και όχι στα πρωινάδικα. Ποιος τραγουδάει τον ένα στίχο και ποια ήταν παντρεμένη με τον τάδε. Λάιφστάιλ και μουσικές δημιουργίες κατωτάτης υποστάθμης. Φυσικά, οι παίκτες δεν ξέρουν τις απαντήσεις. Επειδή δεν είναι αγράμματοι- θα τολμήσω να πω σαν αυτούς που βάζουν τις ερωτήσεις ή τους παρουσιαστές εκπομπών. Εχουν γνώσεις, που τις κατέκτησαν με κόπο, διατηρώντας, έτσι, την ποιότητα. Αλλά πού να το πάρουν χαμπάρι οι ανεθυνο-υπεύθυνοι…
Καλά θα περάσουμε και φέτος.
Αντί για μαργαριτάρια της βδομάδας ένα διασκεδαστικό ποστ του ηθοποιού και φίλου Γιάννη Καλατζόπουλου στο Facebook
“ Είχα κάμποσα ακόμα “παρακούσματα” ν’ ανεβάσω αλλά ο Σεπτέμβρης μπήκε ορμητικός επαγγελματικά και αναγκάζομαι να διακόψω. Παραθέτω απλώς σήμερα τα ωραιότερα: Πήρα απ’ τη Νιό τη Χωματά κι απ’ την αγάπη μπύρα. Φύσα αεράκι, φύσα με, μη χαμηλώνεις Κίσσαμε. Παλιό μου συμπολεμιστή, με το κεφάλι του στ’ αυτί! Με τα μαστίγια αριστερά το περιβόλι κι η χαρά. Αγωνιιιία νηστικός να σε μοιράζομαι. Σαρώνει γιε μου τα κυματάκια σου. Καμαρούλα μια σταλιά, δίχως και φιλιά. Στα ώπα-ώπα σύκα. Και στη γειτονοπούλα μου γλυκό φιλί-σταφύλι. Το κρίμα μας βαρύ, μας γέμισες φτωχούς. Περασμένες μου αγάπες, πονηρά που σβήσατε. Θα σου φύγω στο ΚΑΠΗ. Κι ένα που δεν το είχα εντοπίσει και μου το επισήμανε ο φίλος μου Φίλιππος Περιστέρης: Κοιμάστε ακόμα ζωντανοί σαν ροκ συγκρότημα!
Άντε γειά, πάω για δουλειά, τα λέμε…”
Εγιναν τρεις μεγάλοι σεισμοί στο Αφγανιστάν, χιλιάδες νεκροί, τραυματίες, ισοπεδωμένα χωριά και σπίτια. Η Δύση ούτε που ενδιαφέρθηκε να βοηθήσει. Συνηθισμένο αυτό, αν δεν μπορείς να το εκμεταλλευθείς πολιτικά, τι να το κάνεις;
Επειδή όμως υποτίθεται πως υπάρχουν και ευαίσθητοι σε αυτόν τον κόσμο, δεν θα πρέπει να τους ξεφύγει πως οι Ταλιμπάν άφησαν τις γυναίκες κάτω από τα χαλάσματα στη μακρινή αυτή και τόσο ταλαιπωρημένη χώρα. Διότι, λέει, οι Ταλιμπάν (που κακό χρόνο να ‘χουνε) δεν επιτρέπουν στους άνδρες των σωστικών συνεργείων να τις αγγίζουν. Καταδικασμένες σε θάνατο έτσι κι αλλιώς.
Για εμάς υπάρχει μόνο η Γάζα;
*Ο τίτλος είναι στίχος του Νίκου Καρούζου


