27.5 C
Athens

Η κυβέρνηση Τραμπ και η πυριτιδαποθήκη της Συρίας – Γράφει ο Δημήτρης Απόκης

Επτά μήνες μετά την πτώση του καθεστώτος του Μπασάρ αλ-Άσαντ, η Συρία παραμένει, εν μέσω θρησκευτικών Διενέξεων και γεωπολιτικών μετατοπίσεων, βυθισμένη σε χάος. Η νέα κυβέρνηση, υπό την ηγεσία της Hay’at Tahrir al-Sham (HTS) με Πρόεδρο τον τζιχαντιστή, Αμπού Μοχάμαντ αλ-Τζολάνι, υποσχέθηκε ένα πλουραλιστικό μέλλον, αλλά οι πολιτικές της αποκαλύπτουν μια επικίνδυνη ανικανότητα ή και συνενοχή σε φρικαλεότητες. Το πρόβλημα εξελίσσεται σε εκρηκτικό, λόγω του  αποσταθεροποιητικού ρόλου της Τουρκίας, της δικαιολογημένης αντίδρασης του Ισραήλ, αλλά κυρίως λόγω της ασάφειας της πολιτικής – στρατηγικής της κυβέρνησης Τραμπ στη μετά Άσαντ εποχή στη Συρία.

Του Δημήτρη Γ. Απόκη*

Αντί να προωθεί ενότητα και να εφαρμόζει μέτρα προστασίας για όλους τους πολίτες, η κυβέρνηση αλ-Σάραα έχει αποτύχει να ελέγξει εξτρεμιστικά στοιχεία εντός των τάξεων της, επιτρέποντας θρησκευτική βία να ξεσπάσει με πρωτοφανή ένταση στη νότια Συρία, ιδιαίτερα στην επαρχία Ας-Σουέιντα.

Εκεί, συγκρούσεις μεταξύ δρουζικών πολιτοφυλακών και φυλών Βεδουίνων έχουν στοιχίσει εκατοντάδες ζωές, με αναφορές για εκατοντάδες νεκρούς και χιλιάδες εκτοπισμένους. Μια διαμεσολάβηση των ΗΠΑ για εκεχειρία στις 18 Ιουλίου σταμάτησε προσωρινά τις μάχες, ανοίγοντας ανθρωπιστικούς διαδρόμους προς τα σύνορα και τη Δαμασκό, αλλά η αδυναμία της Δαμασκού να επιβάλει τάξη και να τιμωρήσει τους υπεύθυνους υπογραμμίζει την αποτυχία της να προστατεύσει μειονότητες, τροφοδοτώντας κατηγορίες για εσκεμμένη αδιαφορία ή ακόμα και υποστήριξη σε ισλαμιστικές ομάδες που εκμεταλλεύονται το κενό εξουσίας.

Η βία στην Ας-Σουέιντα, που ξεκίνησε από μια φαινομενικά ασήμαντη ληστεία και κλιμακώθηκε σε εθνοτικές συγκρούσεις, αποκαλύπτει τις βαθιές ρωγμές στις πολιτικές της νέας κυβέρνησης. Αναφορές από διεθνείς οργανισμούς δείχνουν πάνω από 169 θανάτους αρχικά, συμπεριλαμβανομένου ενός Αμερικανού πολίτη μεταξύ οκτώ εκτελεσθέντων μελών δρουζικής οικογένειας, ενώ οι συγκρούσεις συνεχίζονται με σποραδικές παραβιάσεις της εκεχειρίας.

Το Human Rights Watch κατέγραψε εξωδικαστικές εκτελέσεις, θρησκευτική υποκίνηση και συστηματικές παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων, με την κυβέρνηση να κατηγορείται ότι αγνοεί αυτές τις κακοποιήσεις για να διατηρήσει συμμαχίες με ισλαμιστικές φατρίες που ελέγχουν τμήματα του στρατού.

Τα Ηνωμένα Έθνη έχουν τονίσει μαζικές εκτοπίσεις – πάνω από 5.000 άτομα έχουν φύγει από την περιοχή – και υπερφορτωμένα νοσοκομεία χωρίς επαρκή ιατρική βοήθεια, ενώ η Δαμασκός έχει αποτύχει να παρέχει ουσιαστική υποστήριξη, προκαλώντας φόβους ότι οι πολιτικές της ενθαρρύνουν περαιτέρω διαίρεση και ενδεχομένως εθνοκάθαρση.

Αυτή η κατάσταση δεν είναι τυχαία, αλλά μέρος ενός ευρύτερου μοτίβου όπου η κυβέρνηση προτιμά να διατηρεί εξουσία μέσω συμμαχιών με εξτρεμιστές, αγνοώντας τις ανθρωπιστικές συνέπειες. Οι επιθέσεις σε μειονότητες έχουν ενταθεί δραματικά μετά την πτώση του Άσαντ, αποκαλύπτοντας την υποκρισία της κυβέρνησης αλ-Σάραα και την ανικανότητά της να εφαρμόσει πραγματικές μεταρρυθμίσεις.

Σφαγές Αλαουιτών σε παράκτιες περιοχές όπως η Λατάκια έχουν στοιχίσει τη ζωή πάνω από 1.500 άτομων, με την HTS να κατηγορείται για άμεση συνενοχή σε αντίποινα που θυμίζουν εθνοκάθαρση.

Οι Χριστιανοί υφίστανται εμπρησμούς εκκλησιών και εκτελέσεις, όπως η βομβιστική επίθεση αυτοκτονίας τον Ιούνιο στη Δαμασκό που σκότωσε 25 πιστούς, ενώ αναφορές μιλούν για συστηματική δίωξη σε χριστιανικούς θύλακες. Οι Κούρδοι στη βορειοανατολική Συρία αντιμετωπίζουν επιθέσεις από τουρκικά υποστηριζόμενες ομάδες, και οι Δρούζοι στη Σουέιντα βιώνουν καθημερινές απειλές, με μαχητές να εκτελούν μη Μουσουλμάνους σε επιδρομές που θυμίζουν τρομοκρατικές τακτικές.

Η κυβέρνηση των «πρώην» τζιχαντιστών, αποτυγχάνει να καταδικάσει ή να σταματήσει αυτές τις φρικαλεότητες, προκαλώντας κατηγορίες ότι οι τζιχαντιστικές ρίζες της HTS υπερισχύουν των υποσχέσεων για πλουραλισμό και ειρήνη.

Η στάση της κυβέρνησης Τραμπ εγείρει σοβαρά ερωτήματα για την αποτελεσματικότητα και τη σοφία της στρατηγικής της στη Συρία. Τον Ιούνιο του 2025, ο Πρόεδρος Τραμπ ακύρωσε τον χαρακτηρισμό της HTS ως τρομοκρατικής οργάνωσης και ήρε τις περισσότερες κυρώσεις μέσω εκτελεστικής εντολής, ισχυριζόμενος ότι δίνει “ευκαιρία” για σταθερότητα και επιστροφή προσφύγων.

Αυτή η προσέγγιση, που περιλάμβανε και συνάντηση με τον αλ-Σάραα στο Ριάντ, φαίνεται να αγνοεί τις τζιχαντιστικές ρίζες της HTS και τα ιστορικά προηγούμενα αποτυχημένων συμμαχιών με ισλαμιστές, κινδυνεύοντας να νομιμοποιήσει εξτρεμιστές και να ενθαρρύνει περαιτέρω βία αντί να την περιορίσει.

Η πρόσφατη διαμεσολάβηση για εκεχειρία είναι ένα θετικό βήμα, αλλά η κριτική σε ισραηλινές επιδρομές και η δυσαρέσκεια του Τραμπ προς τον Νετανιάχου υποδηλώνουν ασυνέπεια και έλλειψη σαφούς σχεδίου.

Διακομματικές πρωτοβουλίες όπως ο Νόμος Λογοδοσίας Κυρώσεων Συρίας (H.R. 4427) επιδιώκουν να συνδέσουν την ανακούφιση με τον τερματισμό κρατήσεων μειονοτήτων και διακίνησης ναρκωτικών όπως το Captagon, αλλά η στρατηγική Τραμπ φαίνεται αφελής και βραχυπρόθεσμη, δυνητικά ενισχύοντας το Ιράν και τη Ρωσία αντί να τα περιορίζει, αγνοώντας μακροπρόθεσμα ρίσκα όπως η εξάπλωση του εξτρεμισμού στην περιοχή.

Το Ισραήλ, βλέποντας τη νέα συριακή κυβέρνηση με βαθύ σκεπτικισμό, εστιάζει στην αυτοάμυνα και την προστασία των συνόρων του. Από την πτώση του Άσαντ, έχει καταλάβει νοτιοδυτικές περιοχές, συμπεριλαμβανομένου του Όρους Χερμόν, για να αποτρέψει ισλαμιστικές εισβολές. Οι πρόσφατες επιδρομές σε συριακούς στόχους στη Δαμασκό και τη Νταράα υπερασπίζονται τους Δρούζους – οι οποίοι ζήτησαν βοήθεια – ενάντια σε προελάσεις Βεδουίνων, αλλά έχουν προκαλέσει διεθνή κριτική για παραβίαση κυριαρχίας. Ο Νετανιάχου, σωστά, επιμένει σε αποστρατιωτικοποιημένη ζώνη, αντανακλώντας ιστορικούς δεσμούς με τους Δρούζους εν μέσω φόβων γενοκτονίας.

Ο ρόλος της Τουρκίας είναι ιδιαίτερα προβληματικός και αποσταθεροποιητικός, με πολιτικές που φαίνονται επεκτατικές και εγωκεντρικές. Ο Υπουργός Εξωτερικών, Χακάν Φιντάν, προειδοποίησε χθες, ότι οποιαδήποτε «διάσπαση ή αποσταθεροποίηση» στη Συρία απειλεί την εθνική ασφάλεια της Τουρκίας, απειλώντας με παρέμβαση, αλλά αυτή η δήλωση κρύβει φιλοδοξίες ελέγχου και καταστολής μειονοτήτων.

Η Τουρκία, υποστηρίζοντας ισλαμιστικές ομάδες, έχει διεξαγάγει επιχειρήσεις όπως η «Αυγή της Ελευθερίας» τον Νοέμβριο 2024, επεκτείνοντας την επιρροή της στη βορειοανατολική Συρία, καταπιέζοντας Κούρδους, ενώ δικαιολογημένα κατηγορείται για παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων και εκτοπίσεις πληθυσμών. Η αμυντική συμφωνία Φεβρουαρίου 2025 με τη Συρία ενισχύει τουρκικές αεροπορικές βάσεις, αλλά κινδυνεύει να προκαλέσει ευρύτερη σύγκρουση, με την Άγκυρα να εκμεταλλεύεται το χάος για γεωπολιτικά οφέλη, αγνοώντας τις ανθρωπιστικές συνέπειες και συμβάλλοντας στην περαιτέρω αποσταθεροποίηση.

Η κρίση της Συρίας απειλεί με διαίρεση κατά εθνοτικές και θρησκευτικές γραμμές – Δρούζοι στο νότο, Κούρδοι στα βορειοανατολικά, Αλαουίτες στις ακτές – τροφοδοτώντας ατελείωτες συγκρούσεις και ενδεχομένως νέα κύματα προσφύγων.

Οι πολιτικές της συριακής κυβέρνησης, βασισμένες σε ισλαμιστικές συμμαχίες, ενθαρρύνουν εξτρεμισμό αντί να τον περιορίζουν, ενώ η Τουρκία, με τις απειλές παρέμβασης, φαίνεται να επιδιώκει ηγεμονία και καταστολή μειονοτήτων, ενισχύοντας το χάος.

Η στρατηγική της κυβέρνησης Τραμπ, αγνοώντας προειδοποιήσεις από και ιστορικά μαθήματα, κινδυνεύει να ενισχύσει ασταθείς δυνάμεις και να αποδυναμώσει συμμάχους όπως το Ισραήλ, ενώ δίνει χώρο σε Ρωσία και Ιράν να επανέλθουν.

Χωρίς ριζικές αλλαγές στην στρατηγική – πολιτική της κυβέρνησης Τραμπ, – άμεση λογοδοσία από τη Δαμασκό και περιορισμό των φιλοδοξιών – αποσταθεροποιητικού ρόλου της Τουρκίας, η «νέα Συρία» μπορεί να γίνει πεδίο αιματηρών συγκρούσεων, ανθρωπιστικής καταστροφής, εξελισσόμενη σε σοβαρότατη απειλή για την περιφερειακή σταθερότητα.

*Ο Δημήτρης Γ. Απόκης, είναι Διεθνολόγος, με ειδίκευση στην Αμερικανική Εξωτερική Πολιτική, Γεωπολιτική και Διεθνή Οικονομία. Απόφοιτος των πανεπιστημίων The American University, School of International Service, και The Johns Hopkins University, The Paul H. Nitze, School of Advanced International Studies της Ουάσιγκτον. Είναι μέλος του The International Institute for Strategic Studies, του Λονδίνου. Ως Δημοσιογράφος, υπήρξε επί σειρά ετών διαπιστευμένος ανταποκριτής στο Λευκό Οίκο, στο Στέητ Ντιπάρτμεντ και στο Αμερικανικό Πεντάγωνο.

** Η ανάλυση και τα σχόλια εκφράζουν αποκλειστικά τις απόψεις του συγγραφέα

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ