Η ακρόαση της Κίμπερλι Γκίλφοϊλ, ενώπιον της Επιτροπής Εξωτερικών Σχέσεων της Γερουσίας, ως υποψηφίας του Προέδρου Τραμπ για Πρέσβειρα των ΗΠΑ στην Ελλάδα, υπογράμμισε ένα όραμα εξωτερικής πολιτικής ριζωμένο στη δόγμα «America First». Βασιζόμενη στο υπόβαθρό της ως εισαγγελέας, προσωπικότητα των μέσων ενημέρωσης και στη μεγάλη εμπειρία της στον πολιτικό στίβο, η Γκίλφοϊλ παρουσιάστηκε ως σθεναρή υπερασπίστρια των αμερικανικών συμφερόντων, ενώ περιέγραψε μια στρατηγική σύνθετων συμμαχιών, στην Ανατολική Μεσόγειο. Οι απαντήσεις της στις ερωτήσεις των γερουσιαστών αποκάλυψαν μια πραγματιστική προσέγγιση που δίνει προτεραιότητα στην αμερικανική ασφάλεια, τα οικονομικά οφέλη και τις στρατηγικές συνεργασίες, συχνά τοποθετώντας τις εθνικές προτεραιότητες πάνω από πολυμερείς περιορισμούς.
Του Δημήτρη Γ. Απόκη*
Η ακρόαση της κ. Γκίλφοϊλ ανέδειξε έναν πυρήνα της εξωτερικής πολιτικής της κυβέρνησης Τραμπ: την υπεροχή των αμερικανικών συμφερόντων έναντι της άκαμπτης τήρησης του διεθνούς δικαίου όταν προκύπτουν συγκρούσεις. Όταν πιέστηκε για το πώς θα αντιμετωπίσει την τουρκική επιθετικότητα προς την Ελλάδα, υποστήριξε ένα “μείγμα διεθνούς δικαίου, πολιτικών του Στέιτ Ντιπάρτμεντ και απόψεων του Προέδρου Ντόναλντ Τραμπ.
Αυτή η προσέγγιση αντανακλά το ήθος του America First, το οποίο βλέπει τους διεθνείς κανόνες ως εργαλεία και όχι ως θέσφατα, ιδιαίτερα στην υπεράσπιση συμμάχων όπως η Ελλάδα ενώ αποθαρρύνει αντιπάλους. Η κ. Γκίλφοϊλ τόνισε ότι οι ενέργειες των ΗΠΑ πρέπει πάντα να εξυπηρετούν την αμερικανική ασφάλεια και τα οικονομικά οφέλη, όπως η ενίσχυση των εξαγωγών άμυνας και των πωλήσεων ενέργειας.
Αυτό κινδυνεύει να υπονομεύσει παγκόσμιους θεσμούς όπως η Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για το Δίκαιο της Θάλασσας (UNCLOS), την οποία οι ΗΠΑ δεν έχουν επικυρώσει αλλά συχνά επικαλούνται επιλεκτικά.
Ωστόσο, η κ. Γκίλφοϊλ αντέτεινε ότι τέτοια ευελιξία έχει ιστορικά επιτρέψει αποφασιστική ηγεσία των ΗΠΑ, αναφέροντας τις προηγούμενες διαπραγματεύσεις του Τραμπ ως μοντέλα για την επίλυση περιφερειακών εντάσεων χωρίς παραχωρήσεις. Η στάση της ευθυγραμμίζεται με μια ευρύτερη στροφή της κυβέρνησης προς διμερείς συμφωνίες αντί για πολυμερή πλαίσια, εξασφαλίζοντας ότι η Αμερική διατηρεί μόχλευση σε ασταθείς περιοχές.
Συγκρίνοντας την Ελλάδα και την Τουρκία, η κ. Γκίλφοϊλ παρουσίασε την Ελλάδα ως πρότυπο σύμμαχο του ΝΑΤΟ, περιγράφοντάς την ως “πυλώνα σταθερότητας” σε μια σύνθετη περιοχή. Επαίνεσε τις σταθερές αμυντικές δαπάνες της Ελλάδας, που προβλέπονται στο 3% του ΑΕΠ το 2025 και στοχεύουν στο 5%, υπερβαίνοντας κατά πολύ τον στόχο του 2% του ΝΑΤΟ.
Αυτή η δέσμευση μεταφράζεται σε σημαντικά οφέλη για τις ΗΠΑ, συμπεριλαμβανομένων αγορών αμερικανικού υλικού όπως αεροσκάφη F-35, ελικόπτερα Apache και ναυτικές φρεγάτες, που ενισχύουν την Ανατολική Πτέρυγα του ΝΑΤΟ και υποστηρίζουν αμερικανικές θέσεις εργασίας.
Τα στρατηγικά πλεονεκτήματα της Ελλάδας, όπως η ναυτική βάση της Σούδας, ενισχύουν περαιτέρω την προβολή της στρατιωτικής ισχύος των ΗΠΑ. Η Τουρκία, αντίθετα, απεικονίστηκε ως προβληματικός εταίρος λόγω της απόκλισης από τις προτεραιότητες του ΝΑΤΟ.
Η κ. Γκίλφοϊλ σημείωσε τον αποκλεισμό της Τουρκίας από το πρόγραμμα F-35 μετά την απόκτηση ρωσικών συστημάτων S-400, τα οποία χαρακτήρισε “σοβαρή ανησυχία” για τη διαλειτουργικότητα της συμμαχίας. Ενώ αναγνώρισε την ιστορική σημασία της Τουρκίας, έκανε σαφές, ότι η αξιοπιστία της Ελλάδας την καθιστά πιο σταθερό σύμμαχο για την προώθηση των στόχων America First, όπως η αντιμετώπιση της ρωσικής και κινεζικής επιρροής. Αυτή η σύγκριση υπογραμμίζει μια αλλαγή στην πολιτική των ΗΠΑ, ανταμείβοντας αξιόπιστους εταίρους όπως η Ελλάδα με βαθύτερους δεσμούς ενώ, σε μια πρώτη εκτίμηση, πιέζει την Τουρκία να επαναπροσανατολιστεί.
Η πιθανή επαναφορά της πώλησης των F-35 στην Τουρκία αναδείχθηκε ως σημείο ανάφλεξης, με την κ. Γκίλφοϊλ να εκφράζει συμπάθεια για τις ελληνικές ανησυχίες εν μέσω των απαιτήσεων της Άγκυρας. Επανέλαβε ότι η επιλογή της Τουρκίας να προμηθευτεί τους S-400 οδήγησε στον αποκλεισμό της από το πρόγραμμα σύμφωνα με τον αμερικανικό νόμο, τονίζοντας ότι οι σύμμαχοι πρέπει να ευθυγραμμιστούν με τις ανάγκες του ΝΑΤΟ. Ο γερουσιαστής Τζιμ Ρις ενίσχυσε αυτό, επιβεβαιώνοντας την πρόθεση της Γερουσίας να μπλοκάρει τις πωλήσεις μέχρι να επιλυθεί το ζήτημα των S-400.
Οι απαντήσεις της κ. Γκίλφοϊλ ευθυγραμμίστηκαν με το America First, δίνοντας προτεραιότητα στην τεχνολογική ασφάλεια των ΗΠΑ έναντι βραχυπρόθεσμων συμφωνιών όπλων, υποστηρίζοντας ότι η συμβιβασμός στις εξαγωγές F-35 θα μπορούσε να θέσει σε κίνδυνο αμερικανικές και συμμαχικές δυνάμεις. Αναλυτικά, αυτή η στάση προστατεύει τις πρόσφατες αγορές F-35 της Ελλάδας, εξασφαλίζοντας μια περιφερειακή ισορροπία που ευνοεί τα αμερικανικά συμφέροντα.
Ωστόσο, θα πρέπει να είμαστε επιφυλακτικοί και να αλλάξουμε ρότα στην αντιμετώπιση της Τουρκίας, διότι η κ. Γκίλφοϊλ, σημείωσε ότι η διαπραγματευτική δεινότητα του Προέδρου Τραμπ, θα μπορούσε να διευκολύνει μια λύση.
Η κ. Γκίλφοϊλ αναφέρθηκε στην αυξανόμενη επιρροή της Κίνας στην Ελλάδα, ιδιαίτερα μέσω της πλειοψηφικής ιδιοκτησίας της COSCO στο Λιμάνι του Πειραιά, ένα ζωτικό κέντρο για έργα της Πρωτοβουλίας Ζώνης και Δρόμου. Δεσμεύτηκε να αντιμετωπίσει τον κινεζικό επεκτατισμό, επαινώντας τον νέο μηχανισμό ελέγχου ξένων άμεσων επενδύσεων (FDI) της Ελλάδας—βασισμένο στο μοντέλο της Επιτροπής Ξένων Επενδύσεων των ΗΠΑ (CFIUS)—ως εργαλείο για την προστασία στρατηγικών περιουσιακών στοιχείων.
Η αναφορά σε αυτό το θέμα, αντανακλά τις ανησυχίες του America First για οικονομικές εξαρτήσεις που θα μπορούσαν να υπονομεύσουν την αμερικανική ασφάλεια, όπως πιθανή κατασκοπεία ή ευπάθειες στην αλυσίδα εφοδιασμού.
Η κ. Γκίλφοϊλ ανέδειξε ευκαιρίες για ενίσχυση των εξαγωγών ενέργειας των ΗΠΑ μέσω ελληνικών τερματικών σταθμών LNG, μειώνοντας την εξάρτηση της Ευρώπης από τη Ρωσία και τις κινεζικές υποδομές. Η ανάλυσή της υπονοεί μια στρατηγική κινήτρων για την Ελλάδα έτσι ώστε να διαφοροποιηθεί από το Πεκίνο, ευθυγραμμιζόμενη με ευρύτερες προσπάθειες των ΗΠΑ για αποσύνδεση κρίσιμων τομέων. Ενώ αναγνώρισε τα οικονομικά οφέλη του Πειραιά για την Ελλάδα, τόνισε την ανάγκη επαγρύπνησης, τοποθετώντας τις ΗΠΑ ως προτιμότερο εταίρο για υποδομές και εμπόριο.
Η κ. Γκίλφοϊλ εξέφρασε ισχυρή υποστήριξη για την πρωτοβουλία 3+1—ένα πολυμερές πλαίσιο που εμπλέκει την Ελλάδα, την Κύπρο, το Ισραήλ και τις Ηνωμένες Πολιτείες—με στόχο την ενίσχυση της περιφερειακής σταθερότητας, ασφάλειας και οικονομικών δεσμών στην Ανατολική Μεσόγειο. Όταν ερωτήθηκε για αυτή τη συνεργασία, δεσμεύτηκε να την προωθήσει, υπογραμμίζοντας τη στρατηγική θέση της Ελλάδας στη νοτιοανατολική Ευρώπη και αναφέροντας παραδείγματα όπως τις κοινές προσπάθειες για την εκκένωση Αμερικανών πολιτών από το Ισραήλ με βοήθεια από Ελλάδα και Κύπρο.
Αυτό ευθυγραμμίζεται με το America First, αξιοποιώντας συμμαχίες για να αντιμετωπίσει εχθρικές επιρροές, όπως η Ρωσία και το Ιράν, ενώ προωθεί αμερικανικά εμπορικά συμφέροντα σε ενέργεια και άμυνα. Η έμφαση της Γκίλφοϊλ στην προστασία Ελλάδας, Κύπρου και Ισραήλ αντανακλά εστίαση στην ενίσχυση φιλοαμερικανικών συνασπισμών για εξασφάλιση αμερικανικής πρόσβασης σε ζωτικές θαλάσσιες οδούς και πόρους.
Τα ενεργειακά ζητήματα βρέθηκαν στην κορυφή των τοποθετήσεων της, με την κ. Γκίλφοϊλ να αναδεικνύει το δυναμικό της Ελλάδας ως ενεργειακού κόμβου για προώθηση εξαγωγών των ΗΠΑ. Επαίνεσε τον τερματικό σταθμό LNG Ρεβυθούσας και τη μονάδα πλωτής αποθήκευσης και επαναεριοποίησης στην Αλεξανδρούπολη για την ενεργοποίηση αυξημένων αποστολών φυσικού αερίου των ΗΠΑ στην Ευρώπη, σημειώνοντας ότι το αμερικανικό LNG αποτελεί πλέον το 20% της προμήθειας αερίου της Ελλάδας, σε σχέση με 2% πέντε χρόνια πριν. Δεσμεύτηκε να ενθαρρύνει την κατασκευή ηλεκτρικών διασυνδέσεων της Ελλάδας με γείτονες όπως Κύπρος, Ισραήλ και Αίγυπτος, που θα ενισχύσουν την περιφερειακή ενεργειακή διαφοροποίηση και θα μειώσουν την εξάρτηση από μη αμερικανικές πηγές.
Επιπλέον, δεσμεύτηκε να εμπορευματοποιήσει επενδύσεις σε βασικούς αγωγούς φυσικού αερίου, συμπεριλαμβανομένου του Κάθετου Διαδρόμου που συνδέει την Ελλάδα με Βουλγαρία, Ρουμανία, Μολδαβία, Ουκρανία και Κεντρική Ευρώπη, τοποθετώντας την Ελλάδα ως κόμβο διανομής για αμερικανικό LNG. Αυτή η πρωτοβουλία υποστηρίζει το America First επεκτείνοντας αγορές για Αμερικανούς παραγωγούς ενέργειας, ενισχύοντας την ενεργειακή ασφάλεια για συμμάχους εν μέσω διαταραχών όπως η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία και αντιμετωπίζοντας την επιρροή της Μόσχας.
Η κ. Γκίλφοϊλ χαρακτήρισε τις ελληνοτουρκικές διαφορές ως «σημαντικές», καλύπτοντας διαφορές θαλάσσιων συνόρων, δικαιώματα εξερεύνησης ενέργειας στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο, και υπερπτήσεις που αυξάνουν τις εντάσεις. Υποστήριξε ειρηνικές λύσεις, χαρακτηρίζοντας τον Πρόεδρο Τραμπ, ως τον «καλύτερο διαπραγματευτή» για μεσολάβηση.
Από την οπτική του America First, αυτές οι διαφορές αντιπροσωπεύουν κινδύνους για τη συνοχή του ΝΑΤΟ αλλά και ευκαιρίες για αμερικανική διπλωματία να επιβάλει επιρροή. Σίγουρα κρύβουν πολλές κακοτοπιές, με δεδομένη την ανυπαρξία διαμορφωμένης εθνικής στρατηγικής από την πλευρά της Ελλάδας και την πολιτική κατευνασμού έναντι της Τουρκίας.
Οι απαντήσεις της κ. Γκίλφοϊλ και αξίζει ιδιαίτερης προσοχής και ανησυχίας, απέφυγαν την υιοθέτηση συγκεκριμένων ελληνικών θέσεων βάσει διεθνούς δικαίου, εστιάζοντας αντ’ αυτού στη σταθερότητα για προστασία αμερικανικών επενδύσεων σε περιφερειακή ενέργεια και άμυνα.
Τέλος, η κ. Γκίλφοϊλ, δεσμεύτηκε για απρόσκοπτη συνεργασία με τον Τομ Μπάρακ, Πρέσβη των ΗΠΑ στην Τουρκία, σημειώνοντας τη μακροχρόνια σχέση τους ως βάση για αποτελεσματική διπλωματία. Δεσμεύτηκε για στενή συντονισμό για αντιμετώπιση κοινών προκλήσεων, όπως οι ελληνοτουρκικές εντάσεις και η αντιμετώπιση εξωτερικών επιρροών όπως Ρωσία και Κίνα. Αν και αυτή η διαπρεσβευτική συνέργεια ευθυγραμμίζεται με το America First εξασφαλίζοντας ενοποιημένα μηνύματα των ΗΠΑ, το γεγονός ότι δυνητικά προκρίνει παρασκηνιακές διαπραγματεύσεις πίσω, αποτελεί σημαντικό παράγοντα ανησυχίας για την Ελλάδα.
Η ακρόαση της κ. Γκίλφοϊλ παρουσίασε μια πρεσβευτική προσέγγιση που υπερασπίζεται το America First ενώ αξιοποιεί τα πλεονεκτήματα της Ελλάδας για προώθηση των αμερικανικών συμφερόντων. Παρόλα αυτά η προσέγγιση αυτή καταδεικνύει με σαφήνεια πρόθεση για ένα σκληρό διπλωματικό πόκερ που ενέχει σοβαρές παγίδες για την Ελλάδα.
*Ο Δημήτρης Γ. Απόκης, είναι Διεθνολόγος, με ειδίκευση στην Αμερικανική Εξωτερική Πολιτική, Γεωπολιτική και Διεθνή Οικονομία. Απόφοιτος των πανεπιστημίων The American University, School of International Service, και The Johns Hopkins University, The Paul H. Nitze, School of Advanced International Studies της Ουάσιγκτον. Είναι μέλος του The International Institute for Strategic Studies, του Λονδίνου. Ως Δημοσιογράφος, υπήρξε επί σειρά ετών διαπιστευμένος ανταποκριτής στο Λευκό Οίκο, στο Στέητ Ντιπάρτμεντ και στο Αμερικανικό Πεντάγωνο.
** Η ανάλυση και τα σχόλια εκφράζουν αποκλειστικά τις απόψεις του συγγραφέα