Κυρίως πολιτική είναι η απόφαση για την Ιερά Μονή Αγίας Αικατερίνης του Σινά. Αυτή τη στιγμή χρειάζεται μια πανστρατιά και μια τεράστια εκστρατεία ώστε το ιστορικό μοναστήρι, το μεγαλύτερο Ορθόδοξο στο εξωτερικό και το ιδιαίτερα φημισμένο, να σωθεί. Ο κίνδυνος είναι τεράστιος και για το ίδιο και για τους μοναχούς, που ίσως απωλέσουν τον χώρο και για τους πολύτιμους θησαυρούς. Οι στιγμές είναι τραγικές και όσα πρέπει να γίνουν πολλά.
Σύμφωνα με όσα λέει στο Thepresident.gr ο Νομικός Σύμβουλος της Μονής κ. Χρήστος Κομπιλίρης, όλο αυτό τον καιρό είχαν γίνει συζητήσεις και είχε επέλθει συμφωνία ανάμεσα στους εκπροσώπους της ελληνικής και της αιγυπτιακής κυβέρνησης. Ηταν όλα έτοιμα για την υπογραφή, και το κείμενο αναγνώριζε πλήρη δικαιώματα ιδιοκτησίας στην Μονή. Αυτό σημαίνει ταυτοχρόνως πως η Μονή θα προστατευόταν απολύτως.
Όμως, όπως αναφέρει ο κ. Κομπιλίρης, η αιγυπτιακή πλευρά δεν υπέγραψε ποτέ τη συμφωνία που ήταν παντελώς έτοιμη. Η δικαστική απόφαση που εκδόθηκε είναι σε δεύτερο βαθμό και δεν είναι ακόμα στη διάθεση των εκπροσώπων του μοναστηριού και του ιδίου. Οι πρώτες πληροφορίες τους, θέλουν την αναγνώριση δικαιώματος μόνο κατοχής (και όχι ιδιοκτησίας) σε μέρος των εκτάσεων. Δεν είναι ακόμα γνωστό αν θα λειτουργεί εφεξής η Μονή και με ποιο τρόπο, ενώ υπάρχει πλήρες σκότος και για τους πολύτιμους θησαυρούς (εικόνες, σκεύη, χειρόγραφα, βιβλία κ.α.) που φυλάσσονται εκεί.
Προσφυγή στο ανώτατο δικαστήριο της Αιγύπτου δεν είναι σίγουρο ότι μπορεί να υπάρξει, επομένως η συγκεκριμένη απόφαση μπορεί να είναι και τελική. Και ο ασκός του Αιόλου θα ανοίξει…
Το πρώτο βήμα έγινε ήδη από την κυβέρνηση με την προσφυγή στην αιγυπτιακή κυβέρνηση, όμως φαίνεται πως δεν αρκεί. Σε κάθε περίπτωση, η προσφυγή στην UNESCO είναι απαραίτητη και επείγουσα, καθώς το κοσμαγάπητο μνημείο ανήκει στον κατάλογο παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς της UNESCO. Και ό,τι άλλο θα αποφασίσει η διπλωματία. Αρκεί να γίνει το συντομότερο δυνατόν.
Το ελληνορθόδοξο μοναστήρι του θεοπατημένου Όρους Σινά, φυλάσσει μερικούς από τους σημαντικότερους και σπάνιους θησαυρούς της Ορθοδοξίας εδώ και αιώνες. O μουσουλμανικός φανατισμός έσπρωξε στην προσπάθεια υφαρπαγής του, που κινδυνεύουμε να στεφθεί από επιτυχία. Ετσι, και ενώ ο διοικητής της περιοχής Σινά διέψευδε εδώ και μήνες σε όλους τους τόνους τα περί κατάσχεσης, αυτό, δυστυχώς, επιβεβαιώθηκε με την ανακοίνωση της δικαστικής απόφασης.
Η μονή βρίσκεται ακριβώς στο σημείο όπου ο Θεός εμφανίστηκε στον Μωυσή στη Φλεγόμενη Βάτο, κάτω από το Όρος του Δεκαλόγου. Πρόκειται για το παλαιότερο συνεχώς κατοικούμενο χριστιανικό μοναστήρι, με ιστορία που μπορεί να εντοπιστεί σε διάστημα δεκαεπτά αιώνων. Το μοναστήρι προηγείται των διαιρέσεων του χριστιανικού κόσμου, με τις απαρχές του να εκτείνονται μέχρι την ύστερη αρχαιότητα (3ος αιώνας μ.Χ.). Δεν έχει καταστραφεί ποτέ σε όλη την ιστορία του και, ως εκ τούτου, μπορεί να ειπωθεί ότι έχει διατηρήσει άθικτα τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της ελληνικής και ρωμαϊκής κληρονομιάς του.
Από όλες τις βυζαντινές εικόνες που σώζονται στον κόσμο, πάνω από τις μισές βρίσκονται στη Μονή της Αγίας Αικατερίνης, όπως μάς πληροφορεί η ιστοσελίδα του Μοναστηριού. Αυτό οφείλεται στο ξηρό και σταθερό κλίμα, στην αδιάλειπτη ιστορία της μονής κατά τη διάρκεια δεκαεπτά αιώνων, και στην άγρυπνη φροντίδα και αφοσίωση των μοναχών του Σινά. Οι πιο αξιοσημείωτες είναι οι εικόνες σε πάνελ του 6ου και 7ου αιώνα, κατασκευασμένες με την τεχνική της εγκαυστικής, όπου το κερί χρησιμοποιείται ως μέσο για τις χρωστικές ουσίες. Η πιο φημισμένη εικόνα είναι ο Χριστός του Σινά, ευρύτατα διαδεδομένη ανά τον κόσμο.
Οι προεικονομαχικές εικόνες διασώθηκαν επειδή το Σινά ήταν ήδη εκείνη την εποχή υπό την κυριαρχία των Μουσουλμάνων και επομένως μακριά από την εμβέλεια των Εικονομάχων Αυτοκρατόρων. Μερικοί μελετητές έχουν υποθέσει ότι εικόνες στάλθηκαν στο Σινά για την ασφάλειά τους κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου. Όπως και να έχει, η σωτηρία τους αποτελεί ευτύχημα για τον χριστιανικό κόσμο. Ένα θαύμα, θα μπορούσαμε να πούμε.
Υπάρχουν πολυάριθμες εικόνες από τη δυναστεία των Κομνηνών αλλά και από την Παλαιολόγεια εποχή. Διαθέτει και σημαντικά παραδείγματα ρωσικών εικόνων από νεότερους αιώνες.
Τα χειρόγραφα αποτελούν την παλαιότερη και σημαντικότερη συλλογή χριστιανικής μοναστικής βιβλιοθήκης. Από τα 3.300 χειρόγραφά της, τα δύο τρίτα είναι στα ελληνικά. Τα υπόλοιπα είναι κυρίως στα αραβικά, συριακά, γεωργιανά και σλαβονικά, ενώ υπάρχουν και άλλα χειρόγραφα στα πολωνικά, εβραϊκά, αιθιοπικά, αρμενικά, λατινικά και περσικά. Η βιβλιοθήκη περιέχει επίσης ένα σημαντικό αρχείο, με επιστολές, λογιστικά βιβλία, καταστατικά και άλλα έγγραφα.
Τα περισσότερα χειρόγραφα είναι χριστιανικά κείμενα για χρήση στις λειτουργίες ή για να εμπνεύσουν και να καθοδηγήσουν τους μοναχούς στην αφοσίωσή τους. Άλλα όμως είναι εκπαιδευτικού χαρακτήρα, όπως κλασικά ελληνικά κείμενα, λεξικά, ιατρικά κείμενα και ταξιδιωτικές αναφορές.
Σύμφωνα με την παράδοση που διασώζεται, ο Μωάμεθ γνώριζε και επισκεπτόταν το μοναστήρι και τους πατέρες του Σινά. Το Κοράνι αναφέρει τους ιερούς τόπους του Σινά. Κατά το δεύτερο έτος της Εγίρας, που αντιστοιχεί στο 623 μ.Χ., μια αντιπροσωπεία από το Σινά ζήτησε μια επιστολή προστασίας από τον Μωάμεθ. Αυτή εγκρίθηκε και πιστοποιήθηκε από αυτόν όταν έβαλε το χέρι του πάνω στο έγγραφο. Η Επιστολή Προστασίας είναι γνωστή ως Ahtiname, από τις αραβικές λέξεις ahd, που σημαίνει «υποχρέωση» και name, που σημαίνει «έγγραφο, διαθήκη».
Το 1517 μ.Χ., ο Σουλτάνος Σελίμ Α΄ επιβεβαίωσε τα προνόμια του μοναστηριού, αλλά πήρε την πρωτότυπη επιστολή προστασίας για φύλαξη στο βασιλικό θησαυροφυλάκιο στην Κωνσταντινούπολη. Ταυτόχρονα, έδωσε στο μοναστήρι επικυρωμένα αντίγραφα αυτού του εγγράφου, καθένα από τα οποία απεικόνιζε το αποτύπωμα του χεριού του Μωάμεθ σε ένδειξη ότι είχε αγγίξει το πρωτότυπο.
Τα κριτήρια για την εγγραφή της Μονής στον κατάλογο παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς της UNESCO ήταν τα ακόλουθα:
-Η αρχιτεκτονική της Μονής της Αγίας Αικατερίνης, οι καλλιτεχνικοί θησαυροί που στεγάζει και η οικιστική της ενσωμάτωση σε ένα άγριο τοπίο συνδυάζονται για να την καταστήσουν ένα εξαιρετικό παράδειγμα ανθρώπινης δημιουργικής ιδιοφυΐας.
-Είναι ένα από τα πολύ πρώιμα εξαιρετικά παραδείγματα στην ανατολική παράδοση χριστιανικού μοναστικού οικισμού που βρίσκεται σε μια απομακρυσμένη περιοχή. Καταδεικνύει μια στενή σχέση μεταξύ φυσικού μεγαλείου και πνευματικής αφοσίωσης.
– Ο ασκητικός μοναχισμός σε απομακρυσμένες περιοχές επικράτησε στην πρώιμη χριστιανική εκκλησία και είχε ως αποτέλεσμα την ίδρυση μοναστικών κοινοτήτων σε απομακρυσμένα μέρη. Η Μονή της Αγίας Αικατερίνης είναι μία από τις πρώτες και η παλαιότερη που έχει διασωθεί άθικτη, καθώς χρησιμοποιείται για την αρχική της λειτουργία χωρίς διακοπή από τον 6ο αιώνα .
-Η περιοχή της Αγίας Αικατερίνης, με κέντρο το ιερό όρος Σινά (Τζέμπελ Μούσα, Όρος Χωρήβ), όπως και η Παλιά Πόλη της Ιερουσαλήμ, είναι ιερή για τρεις παγκόσμιες θρησκείες: τον Χριστιανισμό, το Ισλάμ και τον Ιουδαϊσμό.
Η ιστορία του Μοναχισμού του Σινά ξεκινά τον 3ο αιώνα. Με επίκεντρο τον τόπο της Φλεγόμενης Βάτου, οι πρώτοι αναχωρητές εγκαταστάθηκαν σε όλο το νότιο όρος, όπου τα ίχνη των παρεκκλησίων και των κελιών τους είναι ορατά μέχρι σήμερα. Υπέφεραν συνεχείς στερήσεις, και κάποιοι στέφθηκαν επίσης με μαρτύριο. Πολλοί εκείνη την εποχή ζούσαν σε μοναξιά τις ημέρες της εβδομάδας και συγκεντρώνονταν σε ένα κεντρικό παρεκκλήσι την Κυριακή ημέρα για κοινή προσευχή και την τέλεση της Θείας Λειτουργίας. Υπολογίζεται ότι μέχρι τον έβδομο αιώνα υπήρχαν περίπου εξακόσιοι μοναχοί που ζούσαν στην περιοχή του Σινά.
Η Αυγούστα Ελένη, μητέρα του Αγίου Κωνσταντίνου, πήγε στην Ιερουσαλήμ το έτος 327 μ.Χ. και οι μοναχοί του Σινά της ζήτησαν την κατασκευή μιας εκκλησίας στη θέση της Φλεγόμενης Βάτου. Αυτό το παρεκκλήσι αναφέρεται μερικές φορές ως το Παρεκκλήσι της Αγίας Ελένης και χρονολογείται στο έτος 330 μ.Χ.
Ένας πύργος που κατασκευάστηκε την ίδια εποχή σώζεται μέσα στο συγκρότημα του μοναστηριού και αποτελεί τη θέση του παρεκκλησίου της Ζωοδόχου Πηγής.
Η άνθηση του μοναχισμού βοηθήθηκε σε μεγάλο βαθμό από την εντολή του αυτοκράτορα Ιουστινιανού (ο οποίος βασίλευσε από το 527 έως το 565 μ.Χ.) να κατασκευάσει μια μεγάλη βασιλική στη θέση της Φλεγόμενης Βάτου και ψηλά περιμετρικά τείχη. Μέχρι σήμερα, οι πατέρες του Σινά τιμούν τους ηγεμόνες Ιουστινιανό και Θεοδώρα σε κάθε Λειτουργία ως ιδρυτές της ιεράς μονής.
Η αραβική κατάκτηση της Αιγύπτου χρονολογείται στο 641 μ.Χ. Η Ιερά Μονή Σινά επέζησε αυτής της αλλαγής διακυβέρνησης, η οποία αποδίδεται στην Επιστολή Προστασίας. Οι υπόλοιποι χριστιανοί κάτοικοι του Σινά είτε ασπάστηκαν το Ισλάμ είτε εγκατέλειψαν τη χερσόνησο. Στη μεταγενέστερη ιστορία, ο αριθμός των μοναχών στο Σινά μειώθηκε, έτσι ώστε τον ένατο αιώνα η αδελφότητα να μην ξεπερνά τους τριάντα. Ωστόσο, σε αυτή την εποχή απομόνωσης και δυσκολιών, οι μοναχοί παρηγορήθηκαν από την ανάκτηση των λειψάνων της Αγίας Αικατερίνης και τη μεταφορά τους στο μοναστήρι. Την ίδια εποχή, μοναχοί από τη Συρία και τη Γεωργία ήρθαν στο Σινά, αναζητώντας καταφύγιο και φέρνοντας μαζί τους πολύτιμα χειρόγραφα.
Κατά τον ενδέκατο αιώνα, επί Χαλίφη Αλ-Χακίμ, οι Σιναϊτικοί πατέρες υπέμειναν πολλές κακουχίες. Η κατασκευή του τζαμιού και του μιναρέ εντός των τειχών της μονής χρονολογείται από αυτή την εποχή και βοήθησε τη μονή να ξεπεράσει τις δυσκολίες εκείνης της εποχής και να επιβεβαιώσει τις ειρηνικές σχέσεις που υπήρχαν μεταξύ της μονής και των τοπικών Βεδουίνων.
Οι Σταυροφορίες και η ίδρυση του Λατινικού Βασιλείου της Ιερουσαλήμ (1099-1270 μ.Χ.) προώθησαν το μοναστήρι σε τόπο προσκυνήματος, τερματίζοντας έτσι την προηγούμενη απομόνωση που διήρκεσε περίπου 350 χρόνια. Το μοναστήρι έλαβε ιδιαίτερη φροντίδα από τον Πάπα της Ρώμης και ιδρύθηκε το Τάγμα της Αγίας Αικατερίνης για την προστασία του. Ταυτόχρονα, κατάφερε να αποφύγει την εμπλοκή στις πολιτικές αναταραχές της εποχής και δεν παρέκκλινε στην ομολογία της Ορθόδοξης Πίστης. Μέχρι σήμερα, μπορεί κανείς να δει επιγραφές και αναθήματα που άφησαν οι προσκυνητές κατά την εποχή των Σταυροφοριών.
Η οθωμανική κατάκτηση της Αιγύπτου το 1517 έθεσε την Ιερά Μονή Σινά υπό την προστασία του Σουλτάνου Σελίμ Α΄ και επανένωσε το μοναστήρι με τα ορθόδοξα πατριαρχεία, όπως ήταν και την εποχή της πρώιμης χριστιανικής αυτοκρατορίας. Οι Οθωμανοί ηγεμόνες επιβεβαίωσαν τα προνόμια της μονής και του Αρχιεπισκόπου Σινά.
Κατά τον δέκατο έβδομο αιώνα, τα μετόχια της Ιεράς Μονής Σινά επεκτάθηκαν, ιδιαίτερα στην Ελλάδα, και αυτά έπαιξαν σημαντικό ρόλο στις πολιτιστικές και εκπαιδευτικές δραστηριότητες.