Ο βρετανός συγγραφέας και περιηγητής, Sir Walter Raleigh, μιλώντας για την παγκόσμια κυριαρχία είχε πει, «όποιος ελέγχει τη θάλασσα, ελέγχει το εμπόριο. Όποιος ελέγχει το εμπόριο του κόσμου, ελέγχει τον πλούτο του κόσμου και, κατά συνέπεια, τον ίδιο τον κόσμο».
Και ο Αθηναίος Στρατηγός, Θεμιστοκλής, των 5ο αιώνα π.χ. είχε πει, «όποιος ελέγχει τη θάλασσα, ελέγχει τα πάντα».
Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι στο άμεσο μέλλον η μάχη για την ηγεσία στο υπό διαμόρφωση διεθνές σύστημα, θα κριθεί στον έλεγχο των θαλασσών, ανάμεσα στην Αμερική και την Κίνα. Και, επίσης, δεν είναι καθόλου τυχαίο, που η Τουρκία, επενδύει με γοργούς ρυθμούς στην ισχυρή ανάπτυξη του Ναυτικού.
Του Δημήτρη Γ. Απόκη*
Πληθώρα αναλύσεων στην Αμερική, καταλήγουν στο συμπέρασμα, ότι από το τέλος της Επιχείρησης Καταιγίδα της Ερήμου και την πτώση της Σοβιετικής Ένωσης, το Πεντάγωνο, απέτυχε να διατηρήσει μία από τις κύριες αρχές του ανταγωνισμού των μεγάλων δυνάμεων, την αναγκαιότητα της ύπαρξης μιας καλά ισορροπημένης στρατιωτικής δύναμης.
Αυτή η αποτυχία, είναι πλέον πιο εμφανής στον θαλάσσιο τομέα. Ενδεικτικά, το μέγεθος του Πολεμικού Ναυτικού της Αμερικής έχει συρρικνωθεί από περίπου 600 πολεμικά πλοία το 1986 σε μόλις πάνω από 290 πλοία σήμερα. Αυτή η μείωση του μεγέθους και των δυνατοτήτων του Πολεμικού Ναυτικού της Αμερικής, συνέβη σε μεγάλο βαθμό επειδή διαδοχικές κυβερνήσεις, με εξαίρεση την πρώτη θητεία Τραμπ, 2026-2020, επιδόθηκαν σε αυτό που έχει επικρατήσει να αποκαλείται, «ατελείωτοι πόλεμοι», που διεξάγονται στις χερσαίες περιοχές της Μέσης Ανατολής, της Νοτιοδυτικής Ασίας και τώρα της Ανατολικής Ευρώπης (Ουκρανία).
Αυτή η μυωπική εστίαση στον χερσαίο πόλεμο συνέβη ακριβώς τη στιγμή που η Κίνα, προχώρησε στη μεγαλύτερη ναυτική συσσώρευση και εκσυγχρονισμό οποιουδήποτε έθνους από το τέλος του Β ‘Παγκοσμίου Πολέμου.
Η πραγματικότητα αυτών των δύο διαμετρικά αντίθετων γραμμών τάσης κορυφώθηκε, από μια σειρά ανακοινώσεων τόσο από την Κίνα όσο και από την Αμερική, οι οποίες σηματοδοτούν αυτό που μπορεί να εξελιχθεί, ως το τέλος των ατελείωτων χερσαίων πολέμων και την επιστροφή σε μια ισορροπημένη εθνική αμυντική στρατηγική – δηλαδή μια στρατηγική που περιλαμβάνει τη θεμελιώδη σημασία της ναυτικής ισχύος.
Η πρώτη ανακοίνωση έγινε από τον υπουργό Εξωτερικών της Κίνας, Wang Yi, ο οποίος έκανε την ασυνήθιστη δήλωση ότι «η Κίνα είναι έτοιμη να συνεργαστεί με άλλες χώρες για να χρησιμοποιήσει τις τρεις παγκόσμιες πρωτοβουλίες ως ευκαιρία για την ανύψωση της παγκόσμιας ναυτιλιακής διακυβέρνησης και τη βελτίωση της ευημερίας όλων των ανθρώπων».
Από τότε που ήρθε στην εξουσία στα τέλη του 2012, ο Xi Jinping έχει εφαρμόσει τρεις πρωτοβουλίες παγκόσμιας διακυβέρνησης. Την Πρωτοβουλία Παγκόσμιας Ανάπτυξης τον Σεπτέμβριο του 2021, την Πρωτοβουλία Παγκόσμιας Ασφάλειας τον Απρίλιο του 2022 και την Πρωτοβουλία Παγκόσμιου Πολιτισμού τον Μάρτιο του 2023.
Ο κινέζος υπουργός Εξωτερικών, δικαιολόγησε την ανακοινωθείσα παγκόσμια ναυτιλιακή πρωτοβουλία, αποκαλύπτοντας απροκάλυπτα ότι η προώθηση της «παγκόσμιας ναυτιλιακής διακυβέρνησης και η οικοδόμηση μιας ναυτιλιακής κοινότητας» ως «αναπόσπαστο» μέρος του στόχου του Πεκίνου, για τη δημιουργία μιας νέας παγκόσμιας τάξης, ισχυριζόμενος, ότι είναι για όλη την ανθρωπότητα.
Αυτή η ανακοίνωση είναι μια σαφής και αδιαμφισβήτητη περαιτέρω πρόκληση για την Αμερική, και την υπάρχουσα μεταπολεμική τάξη που βασίζεται στα θεμέλια της «ελευθερίας της ναυσιπλοΐας» για όλα τα έθνη. Μια τάξη που έχει ωφελήσει την Αμερική και την ανθρωπότητα, περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη στην ιστορία. Η παγκόσμια ναυτιλιακή πρωτοβουλία της Κίνας, θα αποδυναμώσει περαιτέρω τη ναυτική ισχύ της Αμερικής, σε σχέση με τα υπάρχοντα πρωτόκολλα όπως η Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για το Δίκαιο της Θάλασσας (UNCLOS), η οποία επεκτείνει την έννοια της ελευθερίας των θαλασσών προς όφελος της Αμερικής, καθώς και όλου του υπόλοιπου κόσμου.
Αυτό σημαίνει πρακτικά ότι το Πεκίνο θα συνεχίσει την ατζέντα του, ξαναγράφοντας την UNCLOS ή δημιουργώντας ένα νέο φόρουμ υπό την αιγίδα της Παγκόσμιας Ναυτιλιακής Πρωτοβουλίας της Κίνας, υποστηριζόμενο από τη δύναμη του Ναυτικού της, του μεγαλύτερου και όλο και πιο ισχυρού ναυτικού στον κόσμο στην ανοικτή θάλασσα.
Στον αντίποδα των κινήσεων της Κίνας, στις 9 Απριλίου, ο Αμερικανός Πρόεδρος, Ντόναλντ Τράμπ, υπέγραψε εκτελεστικό διάταγμα για την αναζωογόνηση της ναυτικής δύναμης της Αμερικής. Το Διάταγμα, επικεντρώνεται στην αναζωογόνηση της ναυπηγικής ικανότητας της Αμερικής, ενός από τους ζωτικούς αλλά ξεχασμένους βιομηχανικούς τομείς της. Κατευθύνει τη διαμόρφωση ενός ναυτιλιακού σχεδίου δράσης για την ανοικοδόμηση της ναυπηγικής, της επισκευής πλοίων και των λιμενικών βιομηχανιών. Δημιουργεί νέες ζώνες θαλάσσιας ευημερίας, εστιάζει την εθνική προσοχή στην εκπαίδευση των ναυτικών και αντιμετωπίζει άμεσα την πρακτική της Κίνας να απορρίπτει εμπορικά πλοία στην παγκόσμια ναυτιλιακή αγορά.
Κάνοντας αυτή την ενέργεια, ο Αμερικανός Πρόεδρος, βαδίζει στα χνάρια, προέδρων με ισχυρή ναυτική παράδοση, όπως ο Ουίλιαμ Μακίνλει και ο Τέντι Ρούσβελτ, οι οποίοι κατανοούσαν, ότι η αμερικανική ισχύς προέρχεται από τον πλούτο που παράγεται από το εμπόριο, κυρίως θαλάσσιο, με τη μορφή τόσο των τελών που καταβάλλονται σε πλοία με αμερικανική σημαία όσο και των δασμών που εισπράττονται από ξένες ναυτιλιακές γραμμές στα λιμάνια εισόδου.
Αυτή είναι μια στρατηγική, που απουσιάζει από τον Λευκό Οίκο για πάρα πολύ καιρό. Οι περισσότερες από τις πρόσφατες εθνικές συζητήσεις στην Αμερική, σχετικά με τη ναυπηγική βιομηχανία έχουν επικεντρωθεί στο Πολεμικό Ναυτικό.
Κατά τη διάρκεια της πρώτης θητείας Τραμπ, έγινε προσπάθεια να σχεδιαστεί, ένα εφαρμόσιμο σχέδιο για την ταχεία ανάπτυξη του ναυτικού. Η ανάλυσή είχε δείξει, ότι ανεξάρτητα από το πόσα χρήματα δαπανήθηκαν, στα «prime» ναυπηγεία, δεν θα μπορούσαν να φτάσουν ούτε τη χωρητικότητα ούτε το ποσοστό που απαιτείται για την εξασφάλιση των θαλάσσιων συμφερόντων της Αμερικής.
Αυτό αποτελεί, έναν σαφή και παρόντα κίνδυνο για την Αμερική, καθώς ο κύριος αντίπαλός, η Κίνα, ναυπηγεί πολεμικά πλοία με ρυθμό που είναι δύο έως τρεις φορές μεγαλύτερος από αυτόν της Αμερικής.
Σήμερα, στην Αμερική, τα πολεμικά πλοία κοστίζουν δύο φορές περισσότερο για να κατασκευαστούν, ακόμη και προσαρμόζοντας τον πληθωρισμό, όπως έγινε στο τέλος του Ψυχρού Πολέμου. Η εντολή του Προέδρου Τραμπ, προς τον Σύμβουλο Εθνικής Ασφάλειας, Μάικλ Γουόλτζ, να δημιουργήσει ένα ναυπηγικό γραφείο επικεντρωμένο κυρίως στην εμπορική ναυπηγική βιομηχανία είναι έξυπνη, τόσο οικονομικά όσο και στρατιωτικά.
Ο Αμερικανός Πρόεδρος κατανοεί ότι ο ναυτιλιακός τομέας παράγει πλούτο σε κάθε στάδιο του κύκλου ζωής του. Στο στάδιο της κατασκευής, κάθε θέση εργασίας σε ένα ναυπηγείο δημιουργεί πέντε θέσεις εργασίας σε άλλους τομείς της οικονομίας, από τα ορυχεία όπου το μέταλλο εξορύσσεται από τη γη, στα χαλυβουργεία, στα εργοστάσια χύτευσης και σφυρηλάτησης, στις προηγμένες ηλεκτρονικές εταιρείες που κατασκευάζουν τα ραντάρ, την πλοήγηση σε οθόνες και τους υπολογιστές που τις καθοδηγούν. Στη συνέχεια, τα ίδια τα πλοία, υπό αμερικανική σημαία και επανδρωμένα από Αμερικανούς εμπορικούς ναυτικούς, παράγουν πλούτο που προέρχεται από και πηγαίνει σε ξένα λιμάνια σε όλο τον κόσμο. Αυτό το εισόδημα θα αυξηθεί εκθετικά καθώς η στρατηγική “αμοιβαίων” δασμών μειώνει τους εμπορικούς φραγμούς στα αμερικανικά αγαθά σε όλο τον κόσμο, επιτρέποντας στη χώρα να γίνει και πάλι ένα σημαντικό έθνος καθαρών εξαγωγών.
Η Κίνα, στην προσπάθειά της να εδραιώσει την ηγεμονία της στην παγκόσμια ναυτιλία, το καταλαβαίνει σαφώς τώρα. Το Πεκίνο επιδοτεί μαζικά τη ναυπηγική του βιομηχανία. Έχει κατασκευάσει τους μεγαλύτερους εμπορικούς και ναυτικούς στόλους στον κόσμο και αυξάνονται καθημερινά. Με το εκτελεστικό του διάταγμα για την αναζωογόνηση της ναυτικής δύναμης της Αμερικής, ο Πρόεδρος Τραμπ, όχι μόνο επαναφέρει μια ζωτική αμερικανική βιομηχανική ικανότητα, αλλά αγγίζει επίσης ένα ζωτικό μέρος της εθνικής στρατηγικής.
Μια εξωτερική πολιτική «Πρώτα η Αμερική» πρέπει αναγκαστικά να αντλεί την ενέργειά της από τον ρόλο της Αμερικής, ως παγκόσμιας εμπορικής δύναμης. Η θέση της Αμερικής, ως συνδέσμου μεταξύ ανατολικών και δυτικών αγορών την καθιστά τον κρίσιμο κόμβο στο υπερωκεάνιο εμπόριο. Αυτό θέλει να εκμεταλλευτεί ο Αμερικανός Πρόεδρος.
Οι δύο ανακοινώσεις μας υπενθυμίζουν τη σημασία της ναυτικής ισχύος για την εθνική ασφάλεια και ευημερία της Αμερικής και ευρύτερα της Δύσης. Με άλλα λόγια, το «Πρώτα η Αμερική» απαιτεί το μεγαλύτερο και καλύτερο Ναυτικό στον πλανήτη. Υπάρχει μια επιτακτική ανάγκη να αποκατασταθεί η αμερικανική ναυτική δύναμη για να προωθηθούν τα συμφέροντα της Αμερικής και της Δύσης.
Σε αυτό το πλαίσιο δεν είναι καθόλου τυχαία, η έμφαση που δίνει η κυβέρνηση Τραμπ, σε θέματα όπως το Κανάλι του Παναμά, η Γροιλανδία, η επιχείρηση εξόντωσης των Χούθι και η προσπάθεια αποφυγής στρατιωτικής εμπλοκής με το Ιράν.
Ύψιστης σημασίας, στα πλαίσια του ελέγχου τω θαλασσών είναι και η στρατηγική προσέγγιση με την Ινδία. Η υψηλού συμβολισμού επίσκεψη του Ινδού Πρωθυπουργού Μόντι, στην Ουάσιγκτον, της οποίας συνέχεια αποτέλεσε, λίγες ημέρες μετά, τετραήμερη επίσκεψη του Αμερικανού Αντιπροέδρου, Τζέι Ντι Βανς, στην Ινδία, σε συνδυασμό με την έμπρακτη υποστήριξη στην κρίση με το Πακιστάν, αποτελεί ξεκάθαρη απόδειξη.
Εδώ, αξίζει να επισημανθεί, ότι δεν είναι καθόλου τυχαία, η έμφαση που δίνει η Τουρκία στην δημιουργία, Blue Water Πολεμικού Ναυτικού, και γενικά στην ενίσχυση του Ναυτικού της. Κάτι το οποίο δεν συμβαίνει στην Ελλάδα και το πρόβλημα δεν λύνεται με τέσσερεις φρεγάτες Belharra.
Το μέλλον είναι στη θάλασσα και ο έλεγχος των θαλασσών θα κρίνει την παγκόσμια ηγεσία.
*Ο Δημήτρης Γ. Απόκης, είναι Διεθνολόγος, με ειδίκευση στην Αμερικανική Εξωτερική Πολιτική, Γεωπολιτική και Διεθνή Οικονομία. Απόφοιτος των πανεπιστημίων The American University, School of International Service, και The Johns Hopkins University, The Paul H. Nitze, School of Advanced International Studies της Ουάσιγκτον. Είναι μέλος του The International Institute for Strategic Studies, του Λονδίνου. Ως Δημοσιογράφος, υπήρξε επί σειρά ετών διαπιστευμένος ανταποκριτής στο Λευκό Οίκο, στο Στέητ Ντιπάρτμεντ και στο Αμερικανικό Πεντάγωνο.