14.7 C
Athens

Γιατί η Κίνα έχει τα μέσα να αντισταθεί στους δασμολογικούς εκβιασμούς Τραμπ – Γράφει η Πελαγία Καρπαθιωτάκη

Στον Λευκό Οίκο ακόμη περιμένουν το τηλεφώνημα από το Πεκίνο ώστε να ξεκινήσουν τις διαπραγματεύσεις για τους δασμούς, όπως ήδη έκαναν με πολλές άλλες χώρες, κατόπιν μάλιστα παρακλήσεων, σύμφωνα με όσα διατυμπανίζει ο Αμερικανός πρόεδρος. Όμως, παρά τα όσα γράφονται τα τελευταία 24ωρα, το πολυαναμενόμενο τηλεφώνημα από την Κίνα δεν έρχεται, και δεν θα έρθει. Τουλάχιστον όχι άμεσα. Η κυβέρνηση Τραμπ, αφενός είχε υπερεκτιμήσει τον αντίκτυπο των δασμών στην κινεζική οικονομία, κι αφετέρου είχε υποτιμήσει τις κόκκινες γραμμές της κινεζικής ηγεσίας, οι οποίες διατυπώθηκαν πολλές φορές δημοσίως τα τελευταία χρόνια καθιστώντας σαφές ότι η Κίνα, διαπραγματεύεται, αλλά δεν εκβιάζεται. Και είναι βέβαιο ότι δεν θα ενδώσει υπό το καθεστώς πιέσεων.

 Της Δρ. Πελαγίας Καρπαθιωτάκη*

Ο Αμερικανός πρόεδρος από την πρώτη μέρα της νέας θητείας του διευκρίνισε ότι θα εφαρμόσει μια ολοκληρωτική πολιτική για να κάνει τις ΗΠΑ «First Again». Έτσι λοιπόν, για να μειώσει σημαντικά τις δημόσιες δαπάνες, επέβαλε στο εσωτερικό ένα άτυπο «μνημόνιο περικοπών» περιορίζοντας στο ελάχιστο την εξωτερική βοήθεια (USaid), κλείνοντας πρεσβείες και προξενεία (π.χ. στην Αφρική), καταργώντας υπηρεσίες και άλλους κρατικούς φορείς. Σχεδόν ταυτόχρονα, ο Τραμπ αποφάσισε την επιβολή σαρωτικών δασμών σε πάνω από 180 χώρες του πλανήτη επιδιώκοντας να επανασχεδιάσει την παγκόσμια οικονομική-πολιτική τάξη και να περιορίσει τον αυξανόμενο ρόλο της Κίνας. Σε αυτό το πλαίσιο, άλλωστε εντάσσεται και η επαναπροσέγγιση της Ρωσίας.

Προκειμένου ο Τραμπ, να δικαιολογήσει στο διεθνές ακροατήριο τον «εκβιαστικό» τρόπο που χρησιμοποιεί τους δασμούς, παρουσιάζει τις ΗΠΑ ως «θύμα εκμετάλλευσης» από τον υπόλοιπο κόσμο και ιδίως τη Κίνα. Σε κάποιες κρίσεις ειλικρίνειας, ο Αμερικανός πρόεδρος αναφέρεται, μεταξύ άλλων στα λάθη των προκατόχων του, τα οποία όπως λέει επιδιώκει να «διορθώσει», στέλνοντας όμως τον «λογαριασμό» αλλού! Μοιάζει δηλαδή να ξεχνά ότι οι ΗΠΑ, είχαν μεταθέσει για ολόκληρες δεκαετίες το βάρος της παραγωγής σε «εξωτερικούς συνεργάτες» π.χ. Κίνα, Βιετνάμ και απολάμβαναν ένα υψηλότερο βιοτικό επίπεδο από αυτό που τους αντιστοιχούσε.

Η αμερικανική στρατηγική που οδηγεί σε αδιέξοδο

Πολλοί επικριτές του Τραμπ, στο εσωτερικό και διεθνώς, υποστηρίζουν ότι δεν έχει σχέδιο. Στην πραγματικότητα, ωστόσο υπάρχει στρατηγική στις αποφάσεις του.  Ο πυρήνας της εφαρμοζόμενης δασμολογικής πολιτικής βρίσκεται στη μελέτη του Stephen Miran (Νοέμβριος 2024), επικεφαλής των «σοφών» της νέας αμερικανικής κυβέρνησης. Σύμφωνα με αυτήν οι ρίζες της οικονομικής δυσπραγίας των ΗΠΑ εντοπίζονται στην επίμονη υπερτίμηση του δολαρίου που καθιστά τις εξαγωγές των ΗΠΑ λιγότερο ανταγωνιστικές, τις εισαγωγές φθηνότερες και προκαλεί διαρθρωτικό μειονέκτημα για την μεταποίηση οδηγώντας σε εμπορικές ανισορροπίες. Με απλά λόγια, από τη μία πλευρά, οι Ηνωμένες Πολιτείες, με το ελλειμματικό ισοζύγιο πληρωμών εξάγουν δολάρια αγοράζοντας ξένα αγαθά και επενδύοντας ταυτόχρονα στην αγορά ομολόγων των ΗΠΑ για να ενισχύσουν την διεθνή κυκλοφορία του δολαρίου(παγκόσμιο αποθεματικό νόμισμα). Από την άλλη πλευρά, η διεθνής ροή δολαρίων προκαλεί κρίση δημοσιονομικού ελλείμματος και αύξηση του εξωτερικού χρέους των ΗΠΑ («Παράδοξο Triffin»). Το 2024, η ομοσπονδιακή κυβέρνηση των ΗΠΑ δαπάνησε 6,75 τρις δολάρια ΗΠΑ, ενώ τα έσοδα περιορίστηκαν στα 4,92 τρις δολάρια. Στο τέλος του 2024, το συνολικό εθνικό χρέος των ΗΠΑ έφτασε τα 36,2 τρις δολάρια ΗΠΑ (124,0 % του ΑΕΠ), εκ των οποίων οι ξένοι επενδυτές κατέχουν περίπου 8,5 τρις δολάρια ΗΠΑ. Εάν το χρέος των ΗΠΑ συνεχίσει να συσσωρεύεται, πολύ σύντομα θα φτάσει σε ένα «κρίσιμο σημείο καμπής» και πλέον το ποσοστό αμερικανικού χρέους που θα κατέχουν διεθνείς επενδυτές θα αποτελεί σοβαρό πιστωτικό κίνδυνο όχι μόνο για το δολάριο, αλλά και για το παγκόσμιο νομισματικό σύστημα. Όσο οι ΗΠΑ διατηρούσαν καθαρό οικονομικό προβάδισμα από τον υπόλοιπο κόσμο, δεν υπήρχαν σημαντικές εξωτερικές επιπτώσεις από το έλλειμμα του ισοζυγίου πληρωμών. Σήμερα όμως λόγω της παγκόσμιας ανάπτυξης και ιδιαίτερα της ανόδου της Κίνας, η ζήτηση για το αποθεματικό νόμισμα οδηγεί σε σημαντική υπερτίμηση του με καταστροφικές οικονομικές συνέπειες για τις ΗΠΑ.

Σε αυτό το πλαίσιο, η πρόταση του Miran προυποθέτει ότι οι ΗΠΑ, ως εκδότης του παγκόσμιου αποθεματικού νομίσματος, θα πιέσουν τις υπόλοιπες οικονομίες ώστε να συρθούν σε εμπορικές συμφωνίες. Το οικονομικό επιτελείο του Τραμπ θεωρεί ότι η αυτή η δασμολογική πολιτική που έχει χαρακτήρα εκβιασμού θα αποβεί ένα αποτελεσματικό μέσο για να περιοριστεί το εμπορικό έλλειμμα και να συνεχιστεί η χρηματοδότηση του δημόσιου χρέους, χωρίς το δολάριο να απωλέσει τη διεθνή νομισματική του ισχύ.

Όμως η απόφαση της Κίνας να σταθεί απέναντι στις ΗΠΑ επί ίσοις όροις και να μη συρθεί σε διαπραγματεύσεις σε ένα εκβιαστικό περιβάλλον μοιάζει να έχει προκαλέσει σοβαρές αμφιβολίες για την επιτυχία του «σχεδίου». Με  τη στάση της η Κίνα, αφενός ενισχύει την παγκόσμια ήπια ισχύ της, μεταδίδει αυτοπεποίθηση στον κινεζικό λαό και ταυτόχρονα καταφέρνει να συσπειρώσει γύρω της κι άλλες χώρες οι οποίες δεν επιθυμούν να ενδώσουν σε εκβιαστικές πρακτικές.

Η αντίδραση της Κίνας

Γρήγορα φάνηκε ότι το Πεκίνο είχε συγκεκριμένο σχέδιο αντίδρασης. Έτσι εξηγείται η άμεση απάντηση με την επιβολή δασμών της ίδιας κλίμακας στα αμερικανικά προϊόντα και η ενεργοποίηση ενός ευρύτατου πλέγματος αντιποίνων στρατηγικής σημασίας για τις αμερικανικές βιομηχανίες. Ο βασικός στόχος είναι να περιοριστούν οι απώλειες στην κινεζική οικονομία, οι οποίες είναι αναπόφευκτες, και ταυτόχρονα να προστατευτούν τα κινεζικά συμφέροντα διεθνώς. Από την πρώτη στιγμή, η Κίνα έκανε σαφές ότι δεν θέλει έναν εμπορικό πόλεμο αλλά δεν θα μείνει αδρανής.

Μόλις 7 μέρες μετά την αρχική ανακοίνωση των δασμών από τον Τραμπ, η Κίνα δημοσίευσε τη Λευκή Βίβλο, ένα κείμενο 28,000 λέξεων, όπου αναλύονται όλες οι θέσεις της για τις οικονομικές και εμπορικές σχέσεις με τις ΗΠΑ, ενώ ταυτόχρονα δίνονται απαντήσεις στις αμερικανικές κατηγορίες. Η κινεζική πλευρά διευκρινίζει ότι έχει εκπληρώσει σχολαστικά τις υποχρεώσεις της που απορρέουν από την Οικονομική και Εμπορική Συμφωνία Πρώτης Φάσης (Deal One) προστατεύοντας την πνευματική ιδιοκτησία, αυξάνοντας τις εισαγωγές και παρέχοντας μεγαλύτερη πρόσβαση στην αγορά, αλλά κατηγορεί τις ΗΠΑ ότι δεν εκπλήρωσαν τη συμφωνία καθώς, με μία σειρά περιοριστικών μέτρων, κλιμάκωναν συστηματικά την οικονομική και άλλες μορφές πίεσης εις βάρος της Κίνας.

Όσον αφορά το εμπορικό έλλειμμα, το οποίο επικαλείται ο Αμερικανός πρόεδρος, η κινεζική πλευρά τονίζει ότι τα όποια ελλείμματα δημιουργούνται λόγω των συγκριτικών πλεονεκτημάτων της Κίνας, ενώ στην ανάλυση θα πρέπει να ληφθούν υπόψη συνολικά οι εμπορικές συναλλαγές μεταξύ των δύο πλευρών, δηλαδή τα προιόντα, οι υπηρεσίες, αλλά και τα αγαθά που παράγονται στην άλλη χώρα και καταναλώνονται εντός της πρώτης χώρας. Εκτός από τα αγαθά όπου πράγματι καταγράφεται εμπορικό έλλειμμα για τις ΗΠΑ, στις υπηρεσίες εμφανίζουν σημαντικό πλεόνασμα, όπως σημαντικό πλεόνασμα υπάρχει επίσης και στα εμπορεύματα που παράγονται στην Κίνα από αμερικανικές εταιρείες π.χ. apple κ.α. και καταναλώνονται εντός της κινεζικής αγοράς.

Στρατηγικό χτύπημα στην αμερικανική αμυντική βιομηχανία

Παράλληλα με τα δασμολογικά αντίποινα, η Κίνα ενεργοποίησε άμεσα ένα πλέγμα πολιτικών για την αντιμετώπιση των συνεπειών της επιβολής των αμερικανικών δασμών και την σταθεροποίηση της κινεζικής οικονομίας με τρεις βασικούς πυλώνες: την απασχόληση, το εξωτερικό εμπόριο και τις χρηματιστηριακές αγορές. Όμως ίσως ένα από τα πιο ισχυρά όπλα της Κίνας σε αυτόν τον εμπορικό πόλεμο είναι ο έλεγχος των εξαγωγών σπάνιων γαιών προς τις ΗΠΑ, στο οποίο οι ΗΠΑ λόγω της υψηλής εξάρτησης της από την Κίνα δεν μπορούν να απαντήσουν. Αυτό αποτελεί ισχυρό πλήγμα για την αμερικανική βιομηχανία.

Η Κίνα σήμερα ελέγχει περίπου το 98% από τις «βαριές» σπάνιες γαίες, οι οποίες είναι λιγότερο κοινές και πιο δύσκολες στην επεξεργασία τους, αλλά είναι και οι πιο πολύτιμες. Σύμφωνα με στοιχεία του Διεθνούς Οργανισμού Ενέργειας, η Κίνα διατηρούσε μερίδιο μεγαλύτερο από το 60% της παγκόσμιας παραγωγής ορυκτών σπάνιων γαιών το 2023, αλλά ο έλεγχός της στο στάδιο επεξεργασίας αντιπροσώπευε το 92% της παγκόσμιας παραγωγής, δίνοντάς της σχεδόν μονοπωλιακό έλεγχο στον παγκόσμιο τομέα επεξεργασίας σπάνιων γαιών. Το Αμερικανικό Γεωλογικό Ινστιτούτο αναφέρει ότι περίπου το 70% των εισαγωγών σπάνιων γαιών για τις ΗΠΑ προερχόταν από την Κίνα.

Η παραγωγή όπλων του αμερικανικού στρατού εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από βασικά ορυκτά με κινεζική προέλευση. Σε έκθεση της η Govini, μια αμερικανική εταιρεία αμυντικών πληροφοριών, αναφέρει ότι η απαγόρευση εξαγωγών της Κίνας θα επηρεάσει την παραγωγή όπλων όλων των κλάδων του αμερικανικού στρατού, που περιλαμβάνει περισσότερα από 1.000 οπλικά συστήματα και περισσότερα από 20.000 εξαρτήματα. Η έκθεση αναφέρει επίσης ότι υπάρχουν 12.486 αλυσίδες εφοδιασμού για περισσότερα από 1.000 οπλικά συστήματα των ΗΠΑ που χρησιμοποιούν γάλλιο, γερμάνιο και αντιμόνιο, εκ των οποίων το 87%  τροφοδοτείται σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό από Κινέζους προμηθευτές.

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο έλεγχος της Κίνας στον τομέα των σπάνιων γαιών έχει παγιωθεί κυρίως λόγω της προθυμίας της να επενδύσει σε αυτήν την βιομηχανία έντασης κεφαλαίου όλα αυτά τα χρόνια. Αντίθετα, οι Ηνωμένες Πολιτείες έχασαν την τεχνολογική τεχνογνωσία και έχουν χάσει αποθέματα ανθρώπινου δυναμικού, καθιστώντας δύσκολο τον ανταγωνισμό με την Κίνα. Αυτός είναι και ο λόγος που για τον Τραμπ είναι εξαιρετικά σημαντική η συμφωνία για τις σπάνιες γαίες με την Ουκρανία, παρότι ακόμα κι αυτή η συμφωνία δεν λύνει το πρόβλημα των ΗΠΑ στο συγκεκριμένο τομέα.

Συμπέρασμα

Ο Τραμπ και το πολιτικό σύστημα που τον υποστηρίζει, επιδιώκει να επανασχεδιάσει την παγκόσμια τάξη για τον 21ο αιώνα και χρησιμοποιεί τον εμπορικό πόλεμο τόσο ως το μέσο για την ανασυγκρότηση της αμερικανικής οικονομίας όσο και ως μέσο ανάσχεσης της Κίνας. Ο εκβιαστικός τρόπος που επιχειρείται η υλοποίηση του «σχεδίου» Τραμπ αποτελεί παραδοχή ότι δεν υπάρχουν χρόνος και εναλλακτικά μέσα για τις ΗΠΑ. Αυτό όμως που θα καθορίσει σε μεγάλο βαθμό το αποτέλεσμα δεν είναι μόνο ποια από τις δύο χώρες θα επιδείξει μεγαλύτερες αντοχές αλλά και ποια θα εμπνεύσει τον υπόλοιπο κόσμο για να ακολουθήσει το αφήγημα της. Το σίγουρο είναι ότι βρισκόμαστε μόνο στην αρχή αυτής της ιδιότυπης «τιτανομαχίας».

*Η Δρ. Πελαγία Καρπαθιωτάκη είναι καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο Διεθνούς Επιχειρηματικότητας και Οικονομίας του Πεκίνου(UIBE), επικεφαλής ερευνητικών προγραμμάτων και υπεύθυνη διεθνών σχέσεων του ερευνητικού κέντρου Academy of China Open Economy Studies. Επίσης ως επισκέπτρια καθηγήτρια διδάσκει στο Πανεπιστήμιο Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης με έδρα την Hangzhou και είναι σύμβουλος σε κινεζικές κρατικές εταιρείες για θέματα που αφορούν την Ευρώπη.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ