Ένα από τα πλέον χαρμόσυνα αγγέλματα παγκοσμίως είναι το άγγελμα της Αναστάσεως του Κυρίου που μεταφέρθηκε στις Μυροφόρες. Σύμφωνα με όσα γράφουν οι Ευαγγελιστές, οι γυναίκες από τα βαθιά χαράματα του Σαββάτου πήγαν στο μνήμα φέρνοντας τα αρώματα που είχαν ετοιμάσει για να αλείψουν το σώμα του Χριστού. Βρήκαν την πέτρα που έφραζε το μνήμα κυλισμένη μακριά από αυτό. Βρήκαν τον τάφο άδειο και τότε δύο άγγελοι παρουσιάστηκαν μπροστά τους ως άνδρες, με στολές που άστραφταν από λαμπρότητα και τους είπαν: «Τί ζητεῖτε τὸν ζῶντα μετὰ τῶν νεκρῶν; οὐκ ἔστιν ὧδε, ἀλλʼ ἠγέρθη» (Λουκ. κδ΄ 5-6). (Γιατί αναζητάτε τον ζώντα ανάμεσα στους νεκρούς; Δεν είναι εδώ, αλλά αναστήθηκε).
«Οἱ μυροφόρες γυναῖκες ἦταν πρόσωπα πολὺ σεβαστά» σύμφωνα με την Ιερά Μητρόπολη Κηφισίας. «Ἀνῆκαν στὸν ἰδιαίτερο κύκλο τῶν γυναικῶν ποὺ ὑπηρετοῦσαν τὸν Χριστὸ καὶ τοὺς μαθητές Του ἀπὸ τὰ ὑπάρχοντά τους. Δὲν ἐγκατέλειψαν τὸν Κύριο οὔτε στὸ Σταυρό. Μόνο «τὸ σάββατον ἡσύχασαν» (Λουκ. κγ΄ 56), σύμφωνα μὲ τὴν ἐντολὴ τοῦ Μωσαϊκοῦ νόμου γιὰ τὴν ἀργία τῆς ἡμέρας αὐτῆς. Ἀλλὰ τὸ πρωὶ τῆς ἑπόμενης μέρας τοῦ Σαββάτου, πρώτης τῆς ἑβδομάδας, τῆς «μιᾶς τῶν σαββάτων», πρὶν καλά-καλὰ ξημερώσει, βρίσκονταν στὸ δρόμο κρατώντας τὰ πολύτιμα μύρα τους, γιὰ νὰ ἀλείψουν τὸ σῶμα τοῦ Ἰησοῦ.»
Ο δρ Παναγιώτης Καμπάνης γράφει για το Λευκό Αγγελο από το Μοναστήρι της Μιλέσεβα, στη Σερβία: «Οι τοιχογραφίες που σώζονται στο καθολικό του μοναστηριού θεωρούνται ως τα καλύτερα ευρωπαϊκά έργα τέχνης του 13ου αι., και εντάχτηκαν στον Κατάλογο των Μνημείων της Παγκόσμιας Κληρονομιάς της UNESCO. Μορφές μνημειώδεις και συνθέσεις πλασμένες με την ορμή και την αξιοπρέπεια της επίσημης τέχνης, προβάλουν μέσα σε χρυσό φόντο. Οι προσωπικότητες απεικονίζονται με ζωηρό χαρακτήρα, χυμώδες ανάγλυφο και πλούσια ψυχικότητα. Οι ιδέες του εικονογραφικού προγράμματος εναρμονίζουν τις θεολογικές απόψεις του αρχιεπισκόπου Σάββα με τις προθέσεις του δυναστικού οίκου των Νεμανιδών.
Από όλες τις τοιχογραφίες εκείνη που ξεχωρίζει είναι αυτή του Λευκού Αγγέλου. Σύμφωνα με την αφήγηση του Ματθαίου (28:1-8), ο άγγελος εικονίζεται αριστερά καθισμένος στο λίθο, δείχνοντας με ήρεμη αντικίνηση τον τάφο του Χριστού άδειο στη Θεοτόκο και στην Μαρία την Μαγδαληνή, οι οποίες στη θέα του υποχωρούν φοβισμένες και τις ορίζει να κοινοποιήσουν στους μαθητές ότι ο Κύριος «ἠγέρθη ἐκ νεκρῶν». Ο υπέροχος άγγελος καταυγάζει την εκκλησία με την ουράνια θωριά και το ηρωικό μέγεθος, την ομορφιά και τη γαλήνια χάρη της ασπροντυμένης και με χρυσαφιές ανταύγειες πλασμένης μορφής του, κατάντικρυ στο χρυσό βάθος, που πληρούν με θρίαμβο ζωής στην ηγεμονική κίνηση οι απλωμένες φτερούγες του.
Πρόκειται ίσως για την πιο γοητευτική εικόνα του συνόλου της βυζαντινής τέχνης. Ο Άγγελος με το ωραίο φωτεινό πρόσωπο, εράσμιος, με ευγενικά χαρακτηριστικά και καστανά φωτεινά μάτια, κατευθύνει το βλέμμα του ορμητικό και αόριστο πέρα, προς τα έσω στραμμένο, σε κατοπτρισμό αγνής και γαλήνιας αφιερωμένης στην πίστη ψυχής. Το κεφάλι του στεφανώνεται με βοστρυχωτή καστανή κόμη, ενώ ο πλατύς λαιμός του αποπνέει ευρωστία και υγεία. Η γεροδεμένη κορμοστασιά του, πλήρης αποκαλυπτικού και ανέσπερου κάλλους, διαπνέεται από μια δύναμη εσωτερικής έκφρασης και πνευματικής ευωδίας.
Και ο Ανδρέας Αναγνωστόπουλος σημειώνει: Στον «πολιτιστικό κήπο» του κόσμου η Σερβία κατέχει τη δική της ξεχωριστή θέση με τα ιδιαίτερου κάλλους ορθόδοξα χριστιανικά μοναστήρια της και τις τοιχογραφίες τους, που ανάγονται στα μεσαιωνικά χρόνια. Αν και οι τοιχογραφίες αυτές έγιναν με βάση τη βυζαντινή τεχνοτροπία, στην οποία δεν επιτρέπονταν νεωτερισμοί, οι καλλιτέχνες που τις δημιούργησαν κατάφεραν να προσφέρουν στην ανθρωπότητα αριστουργήματα, όπως τον περίφημο Λευκό Άγγελο που κοσμεί την ιστορική μονή της Μιλέσεβα και είναι η πρώτη εικόνα που μεταδόθηκε μέσω δορυφόρου από την Ευρώπη στην Αμερική!
Κατά τη διάρκεια του 20ού αιώνα, οι Ευρωπαίοι έμειναν έκπληκτοι στη θέα του Λευκού Αγγέλου, της τοιχογραφίας που απεικονίζει τον Αρχάγγελο Γαβριήλ, ντυμένο με λευκό χιτώνα και με απλωμένα τα φτερά του, να κάθεται σε μια πέτρα. Ο Αρχάγγελος δείχνει στις Μυροφόρες -τις γυναίκες που θα άλειφαν με μύρο το σώμα του Ιησού- τον κενό τάφο του Χριστού, δηλώνοντας με αυτόν τον τρόπο την Ανάσταση του Κυρίου.
Το 1963 η Ευρώπη έστειλε στην Αμερική την εικόνα του Λευκού Αγγέλου, κατά την έναρξη δορυφορικής σύνδεσης μεταξύ των δύο ηπείρων, συμβολίζοντας έτσι την ειρήνη που ο Αρχάγγελος φέρνει σε ολόκληρο τον κόσμο. Ήταν ένα άκρως συμβολικό και ουσιαστικό μήνυμα, μόλις δύο χρόνια μετά από την κρίση των πυραύλων στην Κούβα, μεταξύ ΗΠΑ και Σοβιετικής Ένωσης, που έφερε τον πλανήτη στα πρόθυρα πυρηνικού ολοκαυτώματος. Η εικόνα του Λευκού Αγγέλου μεταδόθηκε μάλιστα και στο διάστημα, μερικά χρόνια αργότερα.
Η ανείπωτης ομορφιάς τοιχογραφία αποτελεί μέρος της συνθέσεως «Οι Μυροφόρες στον τάφο του Χριστού», η οποία θεωρείται ένα από τα πιο γνωστά ζωγραφικά έργα στη βυζαντινή και δυτικοευρωπαϊκή τέχνη του Μεσαίωνα. Πιστεύεται ότι ο Λευκός Άγγελος αγιογραφήθηκε από αγνώστους Έλληνες καλλιτέχνες, μεταξύ των ετών 1222-1228, στον νότιο τοίχο του παρεκκλησίου της Αναλήψεως του Χριστού, στη σερβική μονή της Μιλέσεβα.
Το μέγεθος και ο λευκός χιτώνας που φορά ο Άγγελος της Μιλέσεβα, με τη χαρμόσυνη όψη του, προκαλεί ιδιαίτερη εντύπωση και σε κάνει να αναρωτιέσαι γιατί οι Ευρωπαίοι ανακάλυψαν αυτό το αριστούργημα επτά αιώνες μετά τη δημιουργία του. Κι όμως αυτό το γεγονός έχει την εξήγησή του: Κατά την κατάκτηση της μεσαιωνικής Σερβίας και των μοναστηριών της από τους Οθωμανούς Τούρκους, οι τοιχογραφίες της μονής Μιλέσεβα υπέστησαν σημαντικές ζημιές και γι’ αυτό αποκαταστάθηκαν τον 16ο αιώνα. Κατά τις εργασίες αποκατάστασης, μία άλλη τοιχογραφία δημιουργήθηκε πάνω από την φημισμένη ζωγραφική αναπαράσταση «Οι Μυροφόρες στον τάφο του Χριστού». Έτσι, ο Λευκός Άγγελος καλύφθηκε και έμεινε κρυμμένος για το κοινό, από εκείνη την εποχή μέχρι τον 20ό αιώνα, οπότε όλος ο ναός της Αναλήψεως του Χριστού στη Μιλέσεβα αναπαλαιώθηκε.
Τότε αφαιρέθηκε η τοιχογραφία που κάλυπτε τον Λευκό Άγγελο και ο κρυμμένος επί αιώνες από το φως Αρχάγγελος Γαβριήλ με τον λευκό χιτώνα, φώτισε τον κόσμο με τη μοναδική καλλιτεχνική και εσωτερική του ομορφιά. Ο Λευκός Άγγελος παραμένει έκτοτε σύμβολο νεότητας, πολιτιστικής – θρησκευτικής παράδοσης και παγκόσμιας ειρήνης.
Ο δρ Καμπάνης, Αρχαιολόγος-Ιστορικός, αναφέρει πως το μοναστήρι της Μιλέσεβα βρίσκεται στην Κεντρική Σερβία, κοντά στην όχθη του ποταμού Μιλεσέβιτσα. Χτίστηκε το έτος 1219 και αποτελεί δωρεά του Σέρβου βασιλιά Στέφανου Βλάντισλαβ. Κατά τη διάρκεια των οκτακοσίων χρόνων της ιστορίας του έπαθε πολλές καταστροφές, με αποτέλεσμα να εγκαταλειφθεί στον πανδαμάτωρα χρόνο. Το έτος 1863 χάρη στις προσπάθειες του Σέρβου βασιλιά Μιχαήλ Ομπρένοβιτς, το μοναστήρι αποκαταστάθηκε στο μεγαλύτερο μέρος του και ξεκίνησε μια νέα ζωή.
Πολλά κοινά σημεία με τις σύγχρονες τοιχογραφίες της Αχειροποιήτου ευνοούν την άποψη για την έλευση καλλιτεχνών από τη Θεσσαλονίκη. Είναι μονόκλιτη εκκλησία με τρούλο, ενώ ο εξωνάρθηκας, που χτίστηκε το έτος 1236, έχει πλάγια παρεκκλήσια αφιερωμένα στους αγίους Γεώργιο και Δημήτριο, τοιχογραφημένα από τους καλύτερους μάστορες της Ηπείρου. Το 16ο αι. γνωρίζουμε ότι στο ναό της Μιλέσεβα εργάστηκε και ο γνωστός ζωγράφος Λογγίνος από την πόλη Πέτς, όπου βρισκόταν το Πατριαρχείο της Σερβίας μέχρι τις αρχές του 20ου αι. Το καθολικό της Μονής είναι αφιερωμένο στην Ανάληψη του Κυρίου και από αρχιτεκτονικής απόψεως συγκαταλέγεται ανάμεσα στα έργα της περίφημης Σχολής της Ράσκας, δηλαδή του σερβοβυζαντινού εκκλησιαστικού ρυθμού, ο οποίος άνθισε το 13ο αι. στη Σερβία, κατά τη διάρκεια της περιόδου βασιλείας της Δυναστείας των Νεμανιδών. Μία τυπική εκκλησία ήταν ορθογωνίου σχήματος, με έναν μεγάλο τρούλο στο κέντρο της και μικρότερους γύρω από τον κεντρικό.
Το έτος 1237 ο βασιλιάς Στέφανος Βλάντισλαβ μετέφερε στο μοναστήρι της Μιλέσεβα από τη βουλγαρική πόλη Τρνοβο τα ιερά λείψανα του αγίου Σάββα, που ενταφιάστηκαν εκεί. Το 1594 ο Τούρκος Σινάν πασάς έδωσε διαταγή στους Τούρκους στρατιώτες να πάρουν τα ιερά λείψανα, να τα φέρουν στο Βελιγράδι και να τα κάψουν. Οι μοναχοί κατάφεραν να σώσουν το ένα χέρι του αγίου, το οποίο φιλοξενείται εναλλάξ, στο μοναστήρι Μιλέσεβα και στο μοναστήρι της Αγίας Τριάδας στην πόλη Πλιέβλια του Μαυροβούνιου.
Παρά τις πολλές ληστρικές επιθέσεις των Τούρκων, το μοναστήρι διαθέτει ένα πλούσιο θησαυροφυλάκιο, στο οποίο φυλάσσεται η Οκτώηχος από την Κατίγνη, που χρονολογείται στο έτος 1494, η Τρίωδος από το 1563 και το Τετραευαγγέλιο του Βελιγραδίου, από το 1552. Επίσης, στο θησαυροφυλάκιο βρίσκονται τρεις εξαιρετικά πολύτιμες εικόνες∙ δύο απ’ αυτές είναι έργα της ιταλο-κρητικής τέχνης του 16ου αιώνα και μία έργο του γνωστού Σέρβου αγιογράφου του 1837, Αλεξίου Λάζοβιτς. Τον 16ο αιώνα στο μοναστήρι λειτούργησε σχολείο αντιγραφής εκκλησιαστικών βιβλίων, καθώς και τυπογραφείο. Στις αρχές του 16ου αιώνα στο σχολείο του μοναστηριού φοίτησαν ο Μπάιτσα Σοκόλοβιτς, ο μετέπειτα Μεχμέντ πασάς Σοκόλοβιτς και ο αδελφός του Μακάριος, ο μετέπειτα Σέρβος πατριάρχης.