Ηταν μια ευγενική μορφή που κόσμησε τα ελληνικά Γράμματα με την ποιότητα, το ήθος και τη γνήσια ποιητική του φλέβα. Ενας από τους σπουδαιότερους ποιητές της Κρήτης και τους σημαντικότερους της Ελλάδας. Ο Χριστόφορος Λιοντάκης δεν είναι ανάμεσά μας τα τελευταία χρόνια, ωστόσο δεν έχει ξεχαστεί.
Στο έργο του είναι αφιερωμένο το βιβλίο «Για τον Χριστόφορο Λιοντακη» που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις «Αιγαίον» και περιλαμβάνει κριτικές αναφορές στην ποίηση και τις συλλογές του. Είναι μια έκδοση που δεν θα μπορούσε να γίνει χωρίς την κοπιώδη έρευνα και δουλειά του Αντώνη Καρτσάκη, χάρη στον οποίο έχουμε ένα εξαιρετικό αποτέλεσμα.
Λιτοδίαιτος, ασκητής σχεδόν όσον αφορά τα υλικά, γεμάτος πλούτο και λυρισμό στο πνεύμα και τη γραφή, ο Χριστόφορος Λιοντάκης έγραφε: «Η ποίηση αποκαλύπτει τις αθέατες όψεις και τις άδηλες αναλογίες του κόσμου. Σπάζοντας την κρούστα της σύμβασης που έχει οδηγήσει την ψυχή στο λήθαργο, ενεργοποιώντας τον αδρανή πλούτο των εικόνων βοηθά τον άνθρωπο να δραπετεύσει».
«Λυρικός ποιητής του ερωτικού λόγου» όπως εύστοχα χαρακτηρίστηκε, με τη ματιά του πάντοτε «πυρπολημένη», συνελάμβανε κάθε «μαγικό ελάχιστο» χωρίς να παύει να είναι δραματικός ποιητής. Θα αφήσουμε όμως τον Γιώργο Μαρκόπουλο να «μιλήσει» για εκείνον, μέσα από τη μαγική του γραφίδα. Ο Μαρκόπουλος, πολυαγαπημένος φίλος του Χ. Λ. πάντοτε παρακολουθούσε αθέατος την ποίησή του- όπως κάνει και για πολλούς ακόμα. Σε ειδική εκδήλωση που έγινε στην Αθήνα, παρουσίασε, ανάμεσα σε άλλους ομιλητές, το βαθύ απόσταγμα των δικών του μελετών, μαζί με το πενταπόσταγμα της ποίησης του τόσο πρόωρα χαμένου και πάντοτε τόσο αγαπημένου Χριστόφορου. Με τη γενναιοδωρία όπως και την ακρίβεια, που τον διακρίνουν.
Μέσα από τη γλώσσα που μόνο εκείνος ξέρει να μιλάει και να γράφει, ο Γιώργος Μαρκόπουλος σημείωσε πως ολόκληρο το ποιητικό έργο του μνημονευόμενου είναι αξιοθαύμαστα «συμπαγές» και της ίδιας άριστης ποιότητας, από την πρώτη μέχρι και την τελευταία συλλογή του, καθώς εκείνος διέθετε από το ξεκίνημά του ήδη τα μέσα της μοναδικής τεχνικής του αλλά και το χάρισμα της ευθυβολίας και της ακρίβειας ενός λόγου που τον στηρίζει και τον υπερασπίζεται η έμφυτη οικονομία, αλλά και μια σπάνια, των λέξεων και των στίχων, παρατακτικότητα».
Ο Χριστόφορος Λιοντάκης εμφανίστηκε στην ποίηση με την συλλογή «Το τέλος του τοπίου» (1973) και συνέχισε με τις συλλογές «Μετάθεση» (1976) «Υπόγειο γκαράζ (1978), «Ο Μινώταυρος μετακομίζει» (1982) «Ο ροδώνας με τους χωροφύλακες» (1988), «Με το φως» (1999) «Στο τέρμα της πλάνης» (2010) ενώ έκλεισε την πορεία του με τη συλλογή «Ενεκεν της ανωνυμίας σου» (2019).
Ξεκινώντας την κατάθεσή του από την πρώτη ήδη συλλογή, «Το τέλος του τοπίου», ο Γιώργος Μαρκόπουλος επεσήμανε ότι εκείνο «το οποίο πρέπει κάποιος να εντοπίσει, είναι η μόνιμη μέριμνα του Χριστόφορου Λιοντάκη, όσον αφορά την κατάκτηση μιας γλώσσας, της οποίας θέλει να της προσδώσει ευρύτερες διαστάσεις, ούτως ώστε το μήνυμά του να φτάσει πιο άμεσα και πιο αποτελεσματικά στον αποδέκτη».
Ετσι, όπως επεσήμανε ο ομιλητές, στις δύσκολες εποχές της δικτατορίας, ο ποιητής «δεν αφήνεται στην κραυγαλέα καταγραφή των γεγονότων, αλλά προσπαθεί με εντελώς έμμεσο τρόπο να μεταφέρει τη γενικότερη ατμόσφαιρα του καιρού. Επιπλέον δε, κινεί την προσωπική του περιπέτεια από την μυθολογία ως την σύγχρονη ελληνική ιστορία, προσπαθώντας μέσα από μια δική του μνημοτεχνική, να ανασυνθέσει το παρελθόν, πιστεύοντας ότι ίσως κατ’ αυτόν τον τρόπο το επουλώνει καλύτερα».
Ξεκινά με αυτό τον τρόπο, όμως στην επόμενη συλλογή του, με τίτλο «Μετάθεση» προσπαθεί «να προσδώσει στις επιμέρους περιπέτειες καθολικότερες διαστάσεις, αποφεύγοντας (και στην προκειμένη περίπτωση) τη συνθηματολογία και την άμεση καταγγελία, μια και προσπαθεί να “περάσει” το επίκαιρο όσο πιο έμμεσα γίνεται, κατευθύνοντάς το και διαθλώντας το μέσα από στέρεα και διαχρονικά θέματα» σημείωσε ο Γιώργος Μαρκόπουλος.
Στη «Μετάθεση» το φως αχνοφέγγει, σύμφωνα με τον ομιλητή. Η αμέσως επόμενη συλλογή, «φέρει τον τίτλο “Με το φως” και, μάλιστα, ξεκινάει με το χωρίς τίτλο ποίημα, το οποίο λειτουργεί ως πιλότος και οδηγός, ως μότο πιο σωστά και ως “κλειδί”, με το οποίο θα μας επιτραπεί να ανοίξουμε τον θάλαμο εκείνον μέσα στον οποίο κρύβονται όλα τα υλικά του Λιοντάκη, και να δούμε ό,τι εκεί μέσα λάμπει» συνέχισε ο ομιλητής.
Ένα μεγάλο μέρος του ίδιου βιβλίου καλύπτει, όπως παρατηρεί ο Γιώργος Μαρκόπουλος, «η κοινωνική κακότητα, μέσα από έναν λόγο συγκεκαλυμμένα και πολύ προσεκτικά καταγγελτικό». Διεμβολίζεται από «μια ανελέητη και αφόρητη ζέστη καλοκαιριού του άστεως, συνοδευόμενη, μάλιστα, και από μια ακηδία συναισθημάτων». Όλα αυτά δημιουργούν «συνθήκες βασανιστικά αντίξοες, μέσα στις οποίες, παρά ταύτα, ο ποιητής διακατέχεται από την πεποίθηση ότι πάντα στο βάθος έχει τον θρόνο της η ομορφιά. Η ομορφιά εκείνη που είναι κοσμημένη με την γνωστή σεπτή λύπη του Λιοντάκη, και η οποία μάς οδηγεί στην πεποίθηση και στην ευχή να είμαστε πάντα στο φως και πάντα με το φως».
Το «Υπόγειο γκαράζ» αποτελεί «ενδιάμεσο σταθμό και παρένθεση στην πορεία του, όπου […] αυτός, απλώς περιορίζεται στο να μας εκθέτει τον κλοιό που η πρωτεύουσα του επιβάλλει.». Οι κοινωνικές αναφορές είναι αμεσότερες, το λυρικό στοιχείο σχεδόν εξοστρακίζεται. Αναγνωρίσιμο στοιχείο είναι πάντοτε η γλώσσα «και ακόμη, το ότι και πάλι ο περίγυρος χώρος χαρτογραφείται από τις προσωπικές επιλογές του και μόνον από αυτές».
Για τη συλλογή «Ο Μινώταυρος μετακομίζει» ο ομιλητής είπε ανάμεσα σε άλλα: «Το σύμβολο του μινώταυρου, ένα σύμβολο καταστροφής και σωτηρίας ταυτοχρόνως (γι’ αυτό δεν τον σκοτώνει αλλά απλώς επιχειρεί μια μετακόμιση στο άστυ μαζί του), αντιμετωπίζεται σε ολόκληρο το βιβλίο πολυφωνικά και διόλου στατικά, ενώ η διαπραγμάτευση του μύθου αφήνει στον αναγνώστη μεγάλα περιθώρια (ρωγμές και διαφυγές), για να βγάζει τα δικά του συμπεράσματα και να επενδύει τη δική του ιστορία».
Με τη συλλογή «Ο ροδώνας με τους χωροφύλακες» μεταφερόμενος αμετάκλητα πλέον στη μεγαλούπολη (Αθήνα), «υποστηριζόμενος από μια θαυμαστή δεινότητα ως προς την εικονοποΐα, φέρνει και πάλι με συγκινητική επιμονή τα παιδιά του χρόνια στην επιφάνεια». Εκδηλώνει συγκαλυμμένο θυμό απέναντι στους θεματοφύλακες της τάξης και της εξουσίας. «Προσοχή όμως! Ως θεματοφύλακες δεν θεωρεί μόνον τα επιστρατευμένα για το έργο τούτο όργανα, αλλά στο πρόσωπό τους εξυπονοεί όλους τους συμπλεγματικά εφησυχασμένους, όλα τα στίφη και πλήθη ανά τους αιώνες, δηλαδή, στυγερών ανθρωπο-ψυχοφυλάκων, ενώ ο ροδώνας περικλείει μέσα του το όνειρο μιας άπιαστης ευτυχίας που ποτέ στη ζωή μας δεν ήλθε».
Ενδεκα χρόνια μεσολαβούν μέχρι την έκδοση της επόμενης συλλογής, με τίτλο «Στο τέρμα της πλάνης». Είναι υπεραρκετά «για να συνειδητοποιήσει ο ποιητής μέσα του, την κατάρρευση όλων των μύθων της ζωής και της ζωής του» υπογράμμισε ο Γ. Μαρκόπουλος. Ετσι, δηλώνει «το τέλος όλων όσων η μέχρι τώρα αγνεία και άγνοιά του τον έκαναν να πιστεύει ως αλήθειες». Ταυτοχρόνως, «ο θάνατος κάνει αμέσως φανερή την αποκρουστική μορφή του». Η απόγνωση, «του στερεί κάθε ίχνος από την τρυφερότητα που θα του προσέφερε – και μας προσέφερε- παλαιότερα,» ενδεδυμένη μάλιστα με σκληρότητα για όσα διακρίνει στο συγκεκριμένο παρόν.
Τέλος, στη συλλογή «Ενεκεν της ανωνυμίας σου», την τελευταία συλλογή που ο Χριστόφορος Λιοντάκης μάς χάρισε, «το κύκνειο άσμα του», κάνει ταξίδι προς τα μακροσκελή ποιήματα, το οποίο είχε ξεκινήσει ήδη από το προηγούμενο έργο. «Η συλλογή λοιπόν αυτή, στηριγμένη σε μια γλώσσα που τη διακρίνει μια άφατη κατανυκτικότητα, ξεκινάει με πρώτο της μέλημα να μας ομολογήσει τη βαθύτατη προς τον Χριστό αγάπη του Λιοντάκη» ενώ στη συνέχεια «βλέπει στο πρόσωπό του όλης της γης και όλων των αιώνων τους πονεμένους, τους κατατρεγμένους, τους “σημαδεμένους”, τους “εφ’ όλης της ύλης” λεηλατημένους, τους κάθε μορφής πρόσφυγες και τους αυτοκτόνους.»