20.1 C
Athens

Σώζεται ένα στολίδι της Θεσσαλονίκης, η αποθήκη 10 στο λιμάνι

Αξιόλογο δείγμα βιομηχανικής αρχιτεκτονικής αποτελεί η αποθήκη 10 του Λιμένος Θεσσαλονίκης, φερόμενης ιδιοκτησίας ΟΛΘ ΑΕ, εντός του ιστορικού τόπου του Δήμου Θεσσαλονίκης, και έναντι του χαρακτηρισμένου, από το ΥΠ.ΠΟ., ως «οίκημα χρήζον ειδικής κρατικής προστασίας» κτηρίου του παλιού Τελωνείου (νυν επιβατικός σταθμός) και θα κηρυχθεί ως μνημείο. Το θέμα κατατέθηκε στο Κεντρικό Συμβούλιο Νεωτέρων Μνημείων καθώς η Υπηρεσία Νεωτέρων Μνημείων και Τεχνικών Έργων Κεντρικής Μακεδονίας κατέθεσε αιτήσεις για αλλαγή χρήσης και αναδιαμορφώσεις των όψεων και του εσωτερικού.

Το κτήριο βρίσκεται εντός της οριοθετημένης ζώνης του Λιμένος Θεσσαλονίκης, εντός του ιστορικού κέντρου της Θεσσαλονίκης. Εντάσσεται στο κεντρικό τμήμα του λιμανιού, πίσω από το κτήριο του παλιού Τελωνείου, και νυν επιβατικό σταθμό, το οποίο έχει χαρακτηριστεί από το ΥΠ.ΠΟ. ως «οίκημα χρήζον ειδικής κρατικής προστασίας». Επιπλέον, εντάσσεται στο τμήμα του ιστορικού κέντρου της πόλης της Θεσσαλονίκης, το οποίο έχει χαρακτηριστεί και οριοθετηθεί από το ΥΠ.ΠΟ., ως ιστορικός τόπος.

Στο Λιμένα Θεσσαλονίκης, το Υπουργείο Πολιτισμού και Αθλητισμού έχει επιπλέον χαρακτηρίσει τέσσερα κτήρια από το συγκρότημα των στάβλων, καθώς και τα κελύφη δύο κτηρίων εκ του εν λόγω συγκροτήματος, ως ιστορικά διατηρητέα μνημεία. Τα εν λόγω κτίσματα βρίσκονται δυτικά του κτίσματος του θέματος και χωρίς άμεση οπτική επαφή με αυτό.

Σύμφωνα με την εισήγηση, το λιμάνι Θεσσαλονίκης, ήταν από τους ρωμαϊκούς ακόμα χρόνους, αναπόσπαστο τμήμα της πόλης. Άκμασε στους βυζαντινούς χρόνους, ωστόσο με την οθωμανική κατάκτηση της πόλης (1430) και ειδικά στο πρώτο μέρος της οθωμανικής περιόδου, παρήκμασε καθώς ο πληθυσμός της πόλης μειώθηκε δραστικά.

Με τον σταδιακό εποικισμό της από χριστιανούς και μουσουλμάνους της Μικράς Ασίας και την έλευση των εβραίων προσφύγων, κυρίως Σεφαραδίτες, από την Ισπανία, μετά το 1492, ο πληθυσμός της πόλης αυξήθηκε και η λειτουργία του λιμανιού ανέκαμψε.

Το 1869 η οθωμανική κυβέρνηση κατεδάφισε το παραλιακό τείχος της πόλης προκειμένου να επεκτείνει το λιμάνι και  να κατασκευάσει την προκυμαία του (1876), για τη διευκόλυνση του ελλιμενισμού των ατμόπλοιων. Το τότε λιμάνι της Θεσσαλονίκης, που εκτεινόταν από το Λευκό Πύργο μέχρι τη σημερινή Προβλήτα Α’, που τότε δεν υπήρχε στη σημερινή μορφή της, δεν κάλυπτε τις ανάγκες της πόλης.

Η κατασκευή του τεχνητού λιμανιού της Θεσσαλονίκης, απασχόλησε τις οθωμανικές αρχές από το 1872, με μία σειρά από σχέδια Γάλλων μηχανικών. Ωστόσο, μόλις το 1896 ανατέθηκε στην εταιρεία του Edmond Bartissol, η κατασκευή του λιμανιού, και μόλις το 1904, υπογράφηκε σχετική σύμβαση μεταξύ της οθωμανικής κυβέρνησης και της εν λόγω εταιρείας με την επωνυμία «Ανώνυμη Οθωμανική Εταιρεία Κατασκευής του Λιμένος Θεσσαλονίκης», για 40ετη εκμετάλλευση και ιδιοκτησία έκτασης 150.000 τ.μ.

Το 1902, είχαν ήδη ολοκληρωθεί οι εργασίες κατασκευής των σημερινών προβλητών Α’ και Β’ και της σχετικής προκυμαίας, σε μελέτη του μηχανικού Jules Robert, η μορφή της οποίας διατηρείται έως σήμερα.

Στο πλαίσιο κατασκευής του Λιμανιού Θεσσαλονίκης, από γαλλικές εταιρείες, επιχείρηση που διήρκησε από το 1896 έως το 1930, όταν και το ελληνικό κράτος εξαγόρασε το δικαίωμα λειτουργίας του, κατασκευάστηκε ένα μεγάλο μέρος των υποδομών του, συμπεριλαμβανομένου και του κτηρίου του θέματος.

To 1903, ήρθε στη Θεσσαλονίκη, μετά από σχετική πρόσκληση του Edmond Bartissol, μηχανικοί του γραφείου “Bureau Technique de Béton – Armé de Francois Hennebique”, στη σύμβαση του οποίου ήταν η εκπόνηση έξι μελετών για κτήρια και κατασκευές με τη χρήση μπετόν αρμέ.

Από αυτές τις έξι μελέτες, είναι γνωστό ότι ολοκληρώθηκαν τουλάχιστον τέσσερεις, και ειδικότερα, το κτήριο του Τελωνίου, που διατηρείται έως σήμερα, η επέκταση της δημοτικής προκυμαίας κατά 8,00 μ., το Σιλό των σιτηρών καθώς και τα κτήρια της εταιρείας του Bartissol, “Regie Immobiliere”, τα οποία κατεδαφίστηκαν μετά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, αφού είχαν υποστεί ανεπανόρθωτες ζημίες στη διάρκεια βομβαρδισμών του λιμανιού.

Η αποθήκη 10, κατασκευάστηκε στο Λιμένα της Θεσσαλονίκης, μεταξύ του 1909 και του 1914, και οπωσδήποτε πριν από την πυρκαγιά του 1917, όπως προκύπτει από τους χάρτες της περιοχής του λιμανιού και του σιδηροδρομικού σταθμού.  Το κτήριο εμφανίζεται σε φωτογραφία που δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα του Γαλλικού Υπουργείου Πολιτισμού καθώς και σε αγγλικά δημοσιεύματα για την καταστροφή ενός βαγονιού, από γερμανικό Zeppelin, το 1916, κατά τη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Επίσης,  εμφανίζεται σε σχετική φωτογραφία των γαλλικών αρχείων, που αποτυπώνει το τμήμα της πόλης, και περιλαμβάνει το Λιμένα Θεσσαλονίκης, λίγες ημέρες πριν  από την πυρκαγιά του 1917

Ως εκ τούτου,  είναι προγενέστερο των τελευταίων εκατό χρόνων, και η κατασκευή του χρονικά προσδιορίζεται στο διάστημα μεταξύ 1909 και 1914. Επιπλέον, διαθέτει θεμελίωση και πλάκα από οπλισμένο σκυρόδεμα, καθώς και προκατασκευασμένα στοιχεία από ελαφρά οπλισμένο σκυρόδεμα, ως πλήρωση των τοιχοποιιών. Οι τεχνικές αυτές εντοπίζονται και στα υπόστεγα της «Εταιρείας φωτισμού και ηλεκτρικών εφαρμογών» της πόλης του Αράς (Arras), στην περιοχή του Καλαί (Calais) στη Γαλλία που είναι επίσης έργο  του γραφείου “Bureau Technique de Béton – Armé de Francois Hennebique”, για την εταιρεία του Edmond Bartissol. Σήμερα είναι στην κυριότητα του Οργανισμού Λιμένος Θεσσαλονίκης που ιδρύθηκε το 1970 , σε συνέχεια του προγενέστερου δημόσιου φορέα «Ελευθέρα Ζώνη και Λιμένας Θεσσαλονίκης», ενώ το 1999 ο ΟΛΘ μετατράπηκε σε Ανώνυμη Εταιρεία.

Το κτήριο του θέματος, είναι χωροθετημένο στο τμήμα ανάμεσα στην Α’ και Β’ Προβλήτα του Λιμένα Θεσσαλονίκης, στα βορειοδυτικά του κτηρίου του πρώην Τελωνίου (νυν Επιβατικού σταθμού) κι έχει κάλυψη συνολικού εμβαδού 2019,12 τ.μ.

Η αποθήκη 10 είναι κτήριο πανταχόθεν ελεύθερο, ωστόσο πλησίον του, με παρεμβολή οδών, χωροθετούνται βορειοδυτικά, το λιμεναρχείο, βορειοανατολικά, η αποθήκη 9, ενώ νοτιοανατολικά υπαίθριος χώρος, που χρησιμοποιείται σήμερα ως χώρος στάθμευσης.

Το κτήριο είναι ισόγειο, παραλληλόγραμμου σχήματος, διαστάσεων 75,20×26,85 μ.. και ύψους 7,40 μ. (με τη στέγη του σε ύψος 12,80 μ.). Πρόκειται για κτήριο με εμφανή μεταλλικό φέροντα οργανισμό και πλήρωση με προκατασκευασμένα στοιχεία οπλισμένου σκυροδέματος.

Εσωτερικά ο χώρος είναι ενιαίος, με εξαίρεση την κατασκευή δύο μικρών διαστάσεων και ύψους νεώτερων χώρων από οπτοπλινθοδομή, πιθανά γραφείων, σε επαφή με την νοτιοδυτική τοιχοποιία του.

Δεν υπάρχει οροφή, αλλά διαφαίνεται όλος ο φέρων οργανισμός της στέγης, η οποία είναι συνδυασμός από μεταλλικό χωροδικτύωμα και ξύλινη δίρριχτη στέγη. Ο σκελετός του (ισόγειου) κτηρίου, συγκροτείται από μεταλλικούς φορείς (υψίκορμοι στύλοι διατομής I240) επί των οποίων εδράζεται ο κύριος φορέας της δίκλινης στέγης (ζευκτά δικτυωτής μορφής αποτελούμενα από μέλη με διπλά γωνιακά ποικίλων διατομών και μορφής).

Τα παράθυρα είναι μεταλλικά, με πυκνό διαχωρισμό, που δημιουργεί τετράγωνες επιφάνειες, σταθερής κατασκευής. Το κεντρικό τμήμα τους είναι ανοιγόμενο με τον άξονα περιστροφής του να είναι οριζόντιος στο μέσο του ύψους του.

Οι όψεις του κτηρίου ολοκληρώνονται με δίρριχτη στέγη με επικάλυψη με γαλλικού τύπου κεραμίδια, και περιμετρική μεταλλική υδρορρόη, με πολλαπλά κατακόρυφα στοιχεία, επί των δύο επίμηκων όψεων.

Η κατάσταση διατήρησης του κτηρίου κρίνεται, σε γενικές γραμμές, σχετικά καλή. Χάρη στην συνεχή χρήση του δεν καταγράφονται ουσιώδεις φθορές, με εξαίρεση τον μεταλλικό σκελετό του κτηρίου, κυρίως στο επίπεδό της έδρασής του, ο οποίος και λόγω της εγγύτητάς του με τη θάλασσα, παρουσιάζει έντονη διάβρωση, που χρήζει άμεσης επισκευής. Συνολικά, η κατασκευαστική δομή, η τυπολογία και τα μορφολογικά χαρακτηριστικά του κτηρίου δεν έχουν υποστεί ουσιώδεις αλλοιώσεις, ικανές να δικαιολογήσουν απώλεια της αρχιτεκτονικής, τεχνικής και βιομηχανικής σημασίας του.

Η Υπηρεσία Νεωτέρων Μνημείων και Τεχνικών Έργων Κεντρικής Μακεδονίας στο υπ’αριθμ. πρωτ. ΥΠΠΟΑ/467568/29-09-2022 έγγραφο της προτείνει τον χαρακτηρισμό ως μνημείου «λόγω της ιδιαίτερης αρχιτεκτονικής, τεχνικής, και εν γένει ιστορικής και βιομηχανικής σημασίας καθώς, ανεξαρτήτως των παρατηρούμενων τοπικών αλλοιώσεων, διατηρεί την τυπολογία του, διαθέτει αξιόλογα αρχιτεκτονικά στοιχεία βιομηχανικής αρχιτεκτονικής. Επίσης, αποτελεί μοναδικό δείγμα κτηρίου με την δεδομένου κατασκευαστική δομή στην Θεσσαλονίκη, και πιθανά σε ολόκληρη τη Βόρεια Ελλάδα, διατηρεί σε πολύ μεγάλο βαθμό, την υλική υπόσταση και την αυθεντικότητά του, και αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα ενός αρχιτεκτονικού συνόλου κτηρίων, ιδιαίτερα σημαντικού για τη διατήρηση της αρχικής φάσης κατασκευής του σύγχρονου λιμανιού της Θεσσαλονίκης.»

Η Διεύθυνση Προστασίας και Αναστήλωσης Νεωτέρων και Σύγχρονων Μνημείων, συμφωνεί και εισηγείται τον χαρακτηρισμό του κελύφους του κτηρίου.

Αγγελική Κώττη

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ