today-is-a-good-day
14.9 C
Athens

Ευρωεκλογές και το νέο πολιτικό σκηνικό στην Ευρώπη – Γράφει ο Δημήτρης Απόκης

Οι Ευρωεκλογές του ερχόμενου Ιουνίου, είναι ίσως οι πλέον κρίσιμες στην ιστορία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και εάν οι μέχρι τώρα ενδείξεις επιβεβαιωθούν αναμένεται να αλλάξουν δραστικά την εικόνα της Ευρώπης και να προκαλέσουν σημαντικές αλλαγές τόσο στον τρόπο που λειτουργεί η γραφειοκρατία των Βρυξελλών, αλλά και η Ευρώπη στο γεωπολιτικό σκηνικό. Παρά το γεγονός ότι το βαθιά ριζωμένο και σαφώς αποτυχημένο σύστημα των Βρυξελλών και οι πολιτικές ελίτ που το στηρίζουν, δίνουν μάχη με νύχια και δόντια να διατηρήσουν το έλεγχο, η εμφάνιση μιας σειράς συντηρητικών κομμάτων και η εκλογική τους επιτυχία δημιουργούν τις προυποθέσεις για την ανατροπή.

Του Δημήτρη Γ. Απόκη*

Τα αποτελέσματα των εθνικών εκλογών που διεξήχθησαν σε αρκετές ευρωπαϊκές χώρες τα τελευταία δύο χρόνια αντικατοπτρίζουν μια εδραίωση της συντηρητικής δεξιάς, που τροφοδοτείται από μια πατριωτική αφύπνιση.
Η ταμπέλα της ακροδεξιάς, που χρησιμοποιείται από τα συστημικά μέσα μαζικής ενημέρωσης και τις πολιτικές ελίτ για να περιγράψει αυτά τα πολιτικά κόμματα, καταρρίπτεται από τα στοιχεί και τα γεγονότα και αποδεικνύει ότι πρόκειται για αμιγώς συντηρητικά κόμματα τα οποία συμβαδίζουν με την κοινή λογική και το ρεύμα που επικρατεί στις ευρωπαϊκές κοινωνίες.

Τα κόμματα αυτά γεννήθηκαν, ως απάντηση στην κόπωση του εκλογικού σώματος που προκλήθηκε από διαδοχικές κρίσεις τα τελευταία χρόνια. Εκμεταλλευόμενα αυτή την τάση, προχώρησαν σε επαναπροσδιορισμό των παραδοσιακών συντηρητικών κομμάτων της Ευρώπης.
Η επιτυχία τους, έχει τις ρίζες της στην επιθυμία ενός σημαντικού τμήματος του εκλογικού σώματος, να τιμωρήσει τα κόμματα που κυριαρχούν στη διακυβέρνηση τα τελευταία χρόνια.

Πατώντας πάνω και ανταποκρινόμενα στην επιθυμία του εκλογικού σώματος για επιστροφή στην προ πανδημίας κανονικότητα, στην ανάκτηση μιας αίσθησης ασφάλειας, μειωμένης από την απειλή του πολέμου και της τρομοκρατίας, και μιας κοινωνικής θέσης και ευημερίας που απειλείται από τη μαζική μετανάστευση, πέτυχαν να αποκτήσουν ένα αυξανόμενο ρεύμα εκλογικής επιτυχίας.

Το κυριότερο όμως συστατικό της επιτυχίας τους, είναι η ανταπόκρισή τους στην ανάγκη μιας αυξανόμενης δυσαρέσκειας των πολιτών της Ευρώπης, απέναντι στην υπεροχή των Βρυξελλών σε βασικούς τομείς της νομοθεσίας, μια οντότητα που θεωρείται πρόσφατα μάλλον δυσλειτουργική και στερείται διαφάνειας και αποτελεσματικότητας σε βασικά ζητήματα που επηρεάζουν την κοινωνία.
Το καλύτερο ίσως παράδειγμα επιτυχίας ενός τέτοιου κόμματος, είναι το Fratelli d’Italia, της Τζόρτζια Μελόνι, που χαρακτηρίζεται από μερίδα του διεθνούς Τύπου ως λαϊκιστικό, ακροδεξιό κόμμα, αλλά ουσιαστικά είναι ένα καθαρά συντηρητικό κόμμα, με πατριωτικά χαρακτηριστικά, το οποίο κατάφερε να δώσει στην Ιταλία την πρώτη γυναίκα πρωθυπουργό στην ιστορία της.

Η Τζόρτζια Μελόνι κέρδισε τις εκλογές του περασμένου έτους με μια μη οργισμένη ρητορική και, προς έκπληξη πολλών αναλυτών, τα μέτρα που έλαβε η κυβέρνησή της δεν ήταν τόσο ριζοσπαστικά όσο περίμεναν οι επικριτές και οι πολιτικοί αντίπαλοι.
Η κυβέρνηση Μελόνι έχει δεσμευτεί να υποστηρίξει τις προσπάθειες της Ευρωπαϊκής Ένωσης να στηρίξει τον πόλεμο στην Ουκρανία και τη στρατιωτική αποστολή στην Ερυθρά Θάλασσα και δεν έχει στείλει στρατιωτικά πλοία για να δημιουργήσουν αποκλεισμό στη Μεσόγειο για να σταματήσουν τους παράνομους μετανάστες από τη Βόρεια Αφρική.
Προς έκπληξη των επικριτών της προσέγγισής της με την Κίνα, η οποία εκφράστηκε στην υποστήριξή της για το νέο σχέδιο του Δρόμου του Μεταξιού, ένα από τα πρώτα βήματα της Τζόρτζια Μελόνι ως πρωθυπουργού ήταν να περιορίσει διά νόμου την επιρροή της κινεζικής Sinochem Holdings Corp στην ιταλική βιομηχανία.

Η Μελόνι, δεν έχει υποσχεθεί να καταργήσει τον νόμο για τις αμβλώσεις, αλλά έχει υποστηρίξει ότι απαιτούνται μέτρα για τη στήριξη των εγκύων γυναικών χωρίς οικονομικά μέσα για να έχουν άλλες επιλογές και έχει λάβει ορισμένες ριζοσπαστικές αποφάσεις, όπως η ακύρωση μιας μεταρρύθμισης της δικαιοσύνης που αποτελούσε προϋπόθεση για την απόκτηση κονδυλίων μετά την πανδημία, η κατάργηση του νόμου για τον υποχρεωτικό εμβολιασμό των επαγγελματιών υγείας και η εισαγωγή πρόσθετης επιβάρυνσης στα μεγάλα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα για την προσέλκυση χρημάτων στον εθνικό προϋπολογισμό.

Αυτά τα συντηρητικά κόμματα, κέρδισαν τις γενικές εκλογές σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες, αλλά σε ορισμένες απέτυχαν να σχηματίσουν τις κοινοβουλευτικές πλειοψηφίες που απαιτούνται για τον σχηματισμό κυβέρνησης. Η στο παρελθόν αγαπημένη και πολυδιαφημισμένη πρώην πρωθυπουργός της Φινλανδίας, Σάννα Μαρίν, ηττήθηκε στις βουλευτικές εκλογές από το κεντροδεξιό κόμμα Εθνικός Συνασπισμός, που υποστηρίζεται από το ακροδεξιό Κόμμα των Φινλανδών. Η Σουηδία θα κυβερνάται επίσης από έναν δεξιό συνασπισμό για τα επόμενα χρόνια, υπό την ηγεσία του Μετριοπαθούς Κόμματος του Ουλφ Κρίστερσον, το οποίο περιλαμβάνει επίσης τους Σουηδούς Δημοκράτες, οι οποίοι κέρδισαν τις περισσότερες ψήφους στις κοινοβουλευτικές εκλογές.

Τις εκλογές στην Ισπανία και την Πολωνία κέρδισαν επίσης τα δεξιά κόμματα. Το ισπανικό συντηρητικό κόμμα του Αλπέρτο Νούνεζ, απέτυχε να συγκεντρώσει την απλή πλειοψηφία στο κοινοβούλιο που απαιτείται για να μπει στην κυβέρνηση και έχασε την πρωθυπουργία από τον σοσιαλιστή προσωρινό Πέδρο Σάντσεθ, ο οποίος συμμάχησε με το καταλανικό αποσχιστικό κόμμα. Ομοίως, το συντηρητικό πολωνικό κόμμα Νόμος και Δικαιοσύνη του Γιάροσλαβ Καζίνσκι, αναγκάστηκε να παραχωρήσει την εξουσία στον φιλοευρωπαϊκό συνασπισμό του Ντόναλντ Τούσκ, παρά το γεγονός ότι κέρδισε τις περισσότερες ψήφους στις κοινοβουλευτικές εκλογές του περασμένου φθινοπώρου. Και στις δυο περιπτώσεις, οι κυβερνήσεις που προέκυψαν είναι ετερόκλητες και στηρίχθηκαν σε παρακινδυνευμένους συμβιβασμούς.

Όπως αποδεικνύουν τα στοιχεία και τα γεγονότα, όχι μόνο τα κόμματα αυτά δεν είναι ακροδεξιά, αλλά και πολλά συστημικά συντηρητικά και κεντρώα κόμματα, κινούνται προς τη δική τους κατεύθυνση για να μπορέσουν να διατηρηθούν στην εξουσία και στο πολιτικό παιχνίδι.

Πρόσφατα, η πρωτοβουλία για την ίδρυση ενός νέου κόμματος, της WerteUnion, με τη διάσπαση του CDU, εμφανίστηκε στη γερμανική πολιτική σκηνή. Το CDU είναι το κεντροδεξιό χριστιανοδημοκρατικό κόμμα, το οποίο αποτελεί μέρος της γερμανικής πολιτικής επικρατούσας τάσης και έχει κυβερνήσει τη χώρα μαζί με τους Σοσιαλδημοκράτες. Ο πυρήνας του νέου κόμματος θα είναι η ριζοσπαστική πτέρυγα του CDU, η οποία, σε αντίθεση με το μητρικό του κόμμα, δεν αποκλείει μελλοντική συνεργασία με το ακροδεξιό AfD, κάτι που θεωρείται ανέφικτο από το CDU και το SPD του καγκελάριου Όλαφ Σόλτς.

Τα παραπάνω είναι μόνο μερικά παραδείγματα που απεικονίζουν την άνοδο της συντηρητικής δεξιάς στην Ευρώπη τα τελευταία δύο χρόνια. Σύμφωνα με πρόσφατη πανευρωπαϊκή δημοσκόπηση που πραγματοποιήθηκε ενόψει των φετινών ευρωεκλογών, η οποία επικεντρώνεται σε αυτά τα κόμματα, αναφέρεται ότι βρίσκονται στην πρώτη θέση μεταξύ των ψηφοφόρων σε 9 κράτη μέλη της ΕΕ και στη δεύτερη θέση σε 9 άλλες χώρες.

Συμπερασματικά, τα συντηρητικά κόμματα θα δημιουργήσουν σοβαρά προβλήματα στους σοσιαλιστές και τα πολιτικά κόμματα που βρίσκονται στη μέση του ευρωπαϊκού πολιτικού χάσματος στις επόμενες εκλογές.

Η Ευρώπη έχει ήδη μετατοπιστεί έντονα προς τα δεξιά και, στο μέλλον, αναμένεται ότι αυτή η μετατόπιση θα αντικατοπτρίζεται όχι μόνο στις εθνικές πολιτικές των κρατών μελών, αλλά και στις Βρυξέλλες, μέσω μιας ευρύτερης εκπροσώπησης αυτού του ρεύματος, συμπεριλαμβανομένου του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.

Δυστυχώς, αυτό που με αυξανόμενο ρυθμό η πλειοψηφία της Ευρώπης αντιμετωπίζει ως κοινή λογική, κάποιοι στη χώρας μας όχι μόνο αρνούνται να το αντιληφθούν, αλλά, με χρονοκαθυστέρηση προχωρούν, στην υιοθέτηση των αποτυχημένων πολιτικών που έφεραν και φέρνουν την ενίσχυση αυτών των συντηρητικών κομμάτων.

* Ο Δημήτρης Γ. Απόκης, είναι Διεθνολόγος, με ειδίκευση στην Αμερικανική Εξωτερική Πολιτική, Γεωπολιτική και Διεθνή Οικονομία. Απόφοιτος των, πανεπιστημίων The American University, School of International Service, και The Johns Hopkins University, The Paul H. Nitze, School of Advanced International Studies της Ουάσιγκτον. Είναι μέλος του The International Institute for Strategic Studies, του Λονδίνου. Ως Δημοσιογράφος, υπήρξε επί σειρά ετών διαπιστευμένος ανταποκριτής στο Λευκό Οίκο, στο Στέητ Ντιπάρτμεντ και στο Αμερικανικό Πεντάγωνο.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ