today-is-a-good-day
17.6 C
Athens

Κώστας Καζάκος: Αγαπημένος της Ελλάδας και της Τέχνης, αφοσιωμένος σε ό,τι ομορφαίνει τον Άνθρωπο – Γράφει η Αγγελική Κώττη

Ευτυχείς οι χώρες που έχουν ηθοποιούς σαν τον Κώστα Καζάκο. Δυστυχώς όμως, η Ελλάδα, λόγω γλώσσας, δεν μπορεί  να  κάνει «εξαγωγή» θεάτρου. Έτσι, αυτός ο σπουδαίος θεατράνθρωπος, που θα μπορούσε να πρωταγωνιστήσει άνετα σε όλα τα μεγάλα θέατρα του κόσμου, που θα μπορούσε να είναι ακόμα και στο Χόλιγουντ, λάμπρυνε με την τέχνη του μονάχα την πατρίδα μας.

Της Αγγελικής Κώττη

Ήμασταν ωστόσο τυχεροί, που ο Κώστας Καζάκος, αυτός ο «γίγαντας» όπως τον χαρακτήρισαν οι Manowar, θαυματούργησε στη χώρα μας. Είδαμε σπουδαία έργα, σπουδαίες παραστάσεις, και ανάμεσά τους, φωτεινό αστέρι, το «Μεγάλο μας τσίρκο» του Ιάκωβου Καμπανέλλη, όχι μονάχα χάρη στο μεγάλο ταλέντο του, όπως και στο μεγάλο ταλέντο της Τζένης Καρέζη, αλλά και χάρη στο όραμά του. Γιατί ο Κώστας Καζάκος είχε και όραμα ζωής και θεατρικό όραμα.

Αφοσιωμένος στην τέχνη του, όπως και στην οικογένειά του, έκανε πάντοτε κορυφαίες επιλογές και καλούσε μέχρι και από το εξωτερικό, κορυφαίους σκηνοθέτες για να είναι οι παραστάσεις έξοχες.

Το κοινό τίμησε κάθε παράσταση που ανέβαζε, αλλά ο Καζάκος δεν τίμησε μονάχα τον Ηθοποιό. Τίμησε και τον Ανθρωπο. Ατέλειωτο το φιλανθρωπικό του, μυστικότατο, έργο, ατέλειωτος ο αγώνας του για μια καλύτερη ζωή, ατέλειωτη η αγάπη του προς τον λαό. Αξεδιάλυτα δεμένη, η τελευταία, με την ιδεολογία του, τον ωθούσε να επιλέγει μεγάλα έργα, που μιλούσαν στις καρδιές και προξενούσαν ανάταση. Ποτέ δεν ανέβασε κάτι «δεύτερο» κάτι «πιασάρικο», κάτι της μόδας. Κι όμως, το κοινό γέμιζε πάντοτε το θέατρό του. Γέμιζε και τις κερκίδες όπου έπαιζε αρχαίο δράμα με τη Τζένη Καρέζη

Άνθρωπος τρυφερός, γενναιόδωρος, ευγενής, άνθρωπος «χορτάτος» χωρίς ζήλεια και φθόνο, χωρίς μικρότητες, υπήρξε υπόδειγμα σε όλα. Κυρίως στην αφοσίωση στην τέχνη του, αφοσίωση βαθύτατη, η οποία διήρκεσε σε ολόκληρη τη ζωή του. Μόνο έτσι ήξερε να εργάζεται. Μόνο έτσι ήθελε να προσφέρει.

Δεν είναι τυχαίες οι δηλώσεις των συναδέλφων του στο κεντρικό δελτίο ειδήσεων του ΑΝΤ-1. Ο Γιάννης Βογιατζής τόνισε πως ήταν: «ένας μεγάλος άνθρωπος, ήταν άνδρας με άλφα κεφαλαίο. Σπουδαίος και θαυμάσιος ηθοποιός. Λεβέντης σαν άνθρωπος. Η συμβολή του στο Σωματείο Ελλήνων Θιασαρχών άφησε εκπληκτικά πράγματα, ανδρισμό, ήθος και κατανόηση. Ήταν συνεπής στην ιδεολογία του και αυτό έχει μεγάλη σημασία.

Αυτό τον διέκρινε, για αυτό ήταν ένας πραγματικός άνδρας, ήταν Ο Άνδρας».

Ο Άγγελος Αντωνόπουλος δεν μπόρεσε να κρύψει την έντονη συγκίνησή του στον «αέρα» του δελτίου.

«Εγώ τι μπορώ να πω; Δεν είναι απώλεια, ο Καζάκος είναι παρών» είπε, μεταξύ άλλων και έφυγε από τη γραμμή, μη μπορώντας να συγκρατήσει τα δάκρυά του

Η Λίλα Καφαντάρη με τη σειρά της, είπε: «Είμαι σοκαρισμένη, είναι μικρό το χρονικό διάστημα που το έμαθα και δεν είναι εύκολο.

«Ο Κώστας είχε συνδυασμό που δεν βρίσκεται εύκολα» είπε η Λίλα Καφαντάρη. «Βαθιά γνώση του θεάτρου, ήταν ένα πολιτικό ον που μέσα από τη δουλειά και τα έργα του, ήταν ένα κέρδος για τον πολιτισμό. Πολύ σημαντική προσωπικότητα για τον πολιτισμό και την πολιτική. Ήταν πάντα με το δίκιο των ανθρώπων του μόχθου».

Τέλος, ο Νίκος Γαλανός δήλωσε: «Μόλις το έμαθα, τι να πω.. Άλλος ένας άνθρωπος μεγάλος, μεγάλη προσωπικότητα, έφυγε κι αυτός, σιγά σιγά φτωχαίνουμε. Είχαμε παίξει πολλές φορές και στο θέατρο και στον κινηματογράφο».

Ο Κώστας Καζάκος γεννήθηκε το 1935 στον Πύργο Ηλείας. Στα 18 του, εγκαταστάθηκε στην Αθήνα για να σπουδάσει παιδαγωγικά ωστόσο η αριστερή κληρονομιά του πατέρα του έγινε λόγος αρνητικής αντιμετώπισής του από το πανεπιστήμιο. Του ζητούσαν χαρτί κοινωνικών φρονημάτων και επειδή δεν το είχε, δεν του επέτρεψαν την εγγραφή του στη σχολή. Έτσι, άλλαξε αποφάσισε να αλλάξει σταδιοδρομία και φοίτησε στην Σχολή Κινηματογράφου Λυκούργου Σταυράκου (1953-1956) και στην Δραματική Σχολή Θεάτρου Τέχνης Καρόλου Κουν (1954-1957) με πολύ σπουδαίους δασκάλους της εποχής. Αυτό που εκτίμησε ο κορυφαίος ανάμεσά τους, ο Κάρολος Κουν, ήταν η αφοσίωση που έδειχνε σε ό,τι καταπιανόταν.

Υπήρξε αντιπρόεδρος του Ελληνικού Κέντρου του Διεθνούς Ινστιτούτου Θεάτρου, γενικός γραμματέας της Πανελλήνιας Ένωσης Ελεύθερου Θεάτρου και Πρόεδρος της Πανελλήνιας Πολιτιστικής Κίνησης. Παράλληλα ήταν ιδρυτικό μέλος του Ελληνοαραβικού Συνδέσμου και μέλος της Επιτροπής Αδείας Άσκησης του Επαγγέλματος του Ηθοποιού.

Τιμήθηκε με τον «Χρυσό Απόλλωνα», βραβείο ηθοποιού Ένωσης Κριτικών Κινηματογράφου Αθηνών το 1967, και Α΄ Χρυσό Βραβείο του Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης το 1973 για την αρτιότερη θεατρική παραγωγή («Λυσιστράτη»). Ακόμη τιμήθηκε ακόμα με το Βραβείο της Ένωσης Θεατρικών Συγγραφέων και Κριτικών για το σύνολο της προσφοράς του. Στις εκλογές του Σεπτεμβρίου 2007 και του Οκτωβρίου 2009 εκλέχθηκε βουλευτής με το ΚΚΕ, ως επικεφαλής του ψηφοδελτίου Επικρατείας.

Από το 1968 μέχρι το 1992 υπήρξε παντρεμένος με την ηθοποιό Τζένη Καρέζη, με την οποία απέκτησε τον γιο τους, τον επίσης ηθοποιό Κωνσταντίνο Καζάκο (γενν. 1969). Γνωρίστηκαν στα γυρίσματα της ταινίας «Κονσέρτο για πολυβόλα» και ο έρωτάς τους υπήρξε κεραυνοβόλος. Ήταν αχώριστοι και στο θέατρο, μέχρι τον θάνατο εκείνης.

Το 1997 παντρεύτηκε με την ηθοποιό Τζένη Κόλλια. Μαζί απέκτησαν  τέσσερα παιδιά: τον Αλέξανδρο (γενν. 1997), την Άρτεμι-Γεωργία (γενν. 1998), την Ηλέκτρα (γενν. 2002) και τη Μάγια (γενν. 2008). Η Άρτεμις-Γεωργία έχασε τη ζωή της στις 25 Ιουνίου 1999, σε ηλικία 8 μηνών και μία εβδομάδα μετά την βάπτισή της, πάσχοντας από μία σπάνια ασθένεια.

Ο Κώστας Καζάκος ήταν ένα από τα μεγάλα ταλέντα που πέρασαν το κατώφλι του Θεάτρου Τέχνης. Η πρώτη του εμφάνιση στο θεατρικό σανίδι έγινε το 1957 στο έργο του Μπρεχτ «Ο κύκλος με την κιμωλία».

Τα επόμενα χρόνια έπαιξε σημαντικούς ρόλους σε σπουδαία έργα συγγραφέων όπως ο Ιάκωβος Καμπανέλλης («Η αυλή των θαυμάτων»), ο Άρθουρ Μίλερ («Ψηλά απ’ τη γέφυρα»), ο Κάρλο Γκολντόνι («Λοκαντιέρα»), ο Ζαν-Πολ Σαρτρ («Νεκροί χωρίς τάφο»), ο Τενεσί Ουίλιαμς («Γυάλινος Κόσμος»), αλλά και σε έργα του Σοφοκλή («Αντιγόνη») και του Αριστοφάνη («Όρνιθες») στο Θέατρο Τέχνης και στους θιάσους της Κυρίας Κατερίνας, του Αλέκου Αλεξανδράκη, της Άννας Συνοδινού και της Έλλης Λαμπέτη.

Το 1956 εμφανίστηκε για πρώτη φορά στο κινηματογραφικό πανί και συγκεκριμένα στην σατιρική ταινία του Γρηγόρη Γρηγορίου «Η αρπαγή της Περσεφόνης», σε σενάριο του Ιάκωβου Καμπανέλλη.

Τα επόμενα χρόνια πρωταγωνίστησε στις ταινίες «Το μπλόκο» του Άδωνι Κύρου (1965), «Το παρελθόν μίας γυναίκας» (1968) του Γιάννη Δαλιανίδη, «Η λεωφόρος του μίσους» (1968) του Νίκου Φώσκολου, «Πεθαίνω κάθε ξημέρωμα» (1969) του ίδιου σκηνοθέτη, «Κονσέρτο για πολυβόλα» (1967) και «Μια γυναίκα στην Αντίσταση» (1970) του Ντίνου Δημόπουλου,  «Λυσιστράτη» (1972) του Γιώργου Ζερβουλάκου, «Ιφιγένεια» (1977) του Μιχάλη Κακογιάννη, «Ο άνθρωπος με το γαρύφαλλο» (1980) του Νίκου Τζήμα, «Ο δραπέτης» (1991) του Λευτέρη Ξανθόπουλου και άλλες.

Η ταινία-σταθμός στη ζωή του – και τεράστια επιτυχία της εποχής – ήταν το πολεμικό δράμα του Ντίνου Δημόπουλου σε σενάριο Νίκου Φώσκολου «Κοντσέρτο για πολυβόλα» (1967).

Η πρώτη εμφάνιση Καζάκου – Καρέζη ως θιασαρχών έγινε το 1968 με το ιστορικό έργο του Γεώργιου Ρούσσου «Θεοδώρα η μεγάλη». Η συγκεκριμένη παράσταση όπως επίσης και η θρυλική παράσταση «Το μεγάλο μας τσίρκο» αποτέλεσαν από τις μεγαλύτερες επιτυχίες τους. Η πρεμιέρα του έργου δόθηκε στις 22 Ιουνίου 1973 στο θέατρο «Αθήναιον» της οδού Πατησίων, που βρισκόταν απέναντι από το Πολυτεχνείο. Ο κόσμος αμέσως το αγκάλιασε και το αγάπησε. Το έργο έγινε σύμβολο του αγώνα κατά της χούντας.

Η αλληγορία του κατόρθωσε έξυπνα να διαφύγει της λογοκρισίας, δίνοντας αποφασιστικά χτυπήματα κατά της δικτατορίας. Ανάμεσα στον κόσμο υπήρχαν και «εκπρόσωποι» του στρατιωτικού καθεστώτος, που κατέγραφαν και ενημέρωναν τους προϊσταμένους τους για τις αντιδράσεις των θεατών. Ο σπουδαίος Διονύσης Παπαγιαννόπουλος και ο Νίκος Ξυλούρης με την αρχαγγελική φωνή του, ήταν ανάμεσα στους πρωταγωνιστές.

Τον Οκτώβριο του 1973 η χούντα διέκοψε βίαια το έργο και συνέλαβε τον Κώστα Καζάκο και την Τζένη Καρέζη.  Έναν μήνα αργότερα και συγκεκριμένα κατά τη διάρκεια της εξέγερσης του Πολυτεχνείου συνελήφθησαν εκ νέου.

Παρά τις δύο συλλήψεις ο Κώστας Καζάκος και η Τζένη Καρέζη δεν κάμφθηκαν και ανέβασαν εκ νέου το «Μεγάλο μας τσίρκο», με ακόμα μεγαλύτερη επιτυχία.  Μόλις έγινε η Μεταπολίτευση, το έργο ξανανέβηκε με την προσθήκη των σκηνών που εíχαν λογοκριθεí κι ενός τραγουδιού («Το Προσκύνημα») στο φινάλε της παράστασης, για να τιμήσει τους νεκρούς του Πολυτεχνείου.

Οι δυο τους δεν μιλούσαν ποτέ για τη σύλληψή τους και για την παραμονή εκείνης στο ΕΑΤ- ΕΣΑ. Κάποτε τους είχε ρωτήσει η γράφουσα και είχαν απαντήσει με ένα στόμα ότι προτιμούν τη σιωπή γιατί η δική τους συμβολή στον αντιδικτατορικό αγώνα δεν ήταν μεγάλη, όπως κάποιων αληθινών ηρώων.

Άλλες κοινές παραστάσεις του ζευγαριού που ξεχώρισαν ήταν οι παραστάσεις των έργων «Κυρία δεν με μέλλει» του Βικτοριέν Σαρντού (1970), «Ποιος φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ;» (1982) του Έντουαρντ Άλμπι σε σκηνοθεσία του Ζιλ Ντασέν και «Διαμάντια και μπλουζ» (1990) της Λούλας Αναγνωστάκη, που ήταν και η τελευταία κοινή τους εμφάνιση. Η Ελένη Καραΐνδρου είχε συνθέσει μοναδική μουσική για το ομότιτλο τραγούδι που ερμήνευε η Τζένη.

Στην τηλεόραση πρωτόπαιξε με την Τζένη Καρέζη το 1973 στη σειρά «Μαρίνα Αυγέρη», σε σενάριο της Καρέζη, το οποίο υπέγραφε με το ψευδώνυμο Παυλίνα Μπόταση, κι έπειτα στις σειρές «Η μεγάλη περιπέτεια» (1976) και «Μαύρη χρυσαλλίδα» (1990) -και οι δύο με την Τζένη Καρέζη- και «Ο μεγάλος ξεσηκωμός» (1977) στο ρόλο του Οδυσσέα Ανδρούτσου.

Μετά το θάνατο της Τζένης Καρέζη, ο Κώστας Καζάκος πρωταγωνίστησε κυρίως σε θεατρικές παραστάσεις, όπως «Ο θάνατος του εμποράκου» (1993) του Άρθουρ Μίλερ και «Η όπερα της πεντάρας» (1993) του Μπέρτολτ Μπρεχτ σε σκηνοθεσία Ζιλ Ντασέν, «Αντιγόνη» (1995) του Σοφοκλή σε σκηνοθεσία Μίνωα Βολανάκη, «Βασιλιάς Λιρ» (1996) του Σέξπιρ, «Περιμένοντας τον Γκοντό» του Σάμιουελ Μπέκετ (1997), κ.ά. Το 2004 συμμετείχε στο σίριαλ του Mega «Βέρα στο δεξί», από τις μεγάλες τηλεοπτικές επιτυχίες της εποχής εκείνης.

«Ο Κώστας Καζάκος δεν ήταν μόνο προικισμένος ηθοποιός, σκηνοθέτης και μεταφραστής θεατρικών έργων» είπαν για εκείνον οι σύντροφοί του από το ΚΚΕ. «Ήταν μια γενναιόψυχη προσωπικότητα, με διεισδυτικό στοχασμό και βαθιά συνείδηση της κοινωνικής αποστολής της τέχνης να εξανθρωπίζει τον άνθρωπο. Όσα σπουδαία κατάφερε στον χώρο της τέχνης δεν τα όφειλε απλά στα δώρα που του χάρισε η φύση, την κραταιά φωνή, την αγέρωχη αρρενωπή μορφή, το επιβλητικό παράστημα, αλλά κυρίως στις ψυχικές και πνευματικές αρετές, που σμιλεύτηκαν κι ωρίμασαν κοπιαστικά και με θυσίες από τα νεανικά του χρόνια στο καμίνι της βιοπάλης και μέσα από το πάθος του για τη μόρφωση και την πνευματική καλλιέργεια.»

Ένα από τα σημαντικότερα heavy metal συγκροτήματα όλων των εποχών, οι Αμερικανοί «Manowar»,  στο κομμάτι τους «The Revenge of Odysseus», εμπνευσμένο από την Οδύσσεια, είχαν αναζητήσει τη συμμετοχή του Κώστα Καζάκου. Ετσι, εκείνος, μαζί με τον γιο του Κωνσταντίνο υποδύθηκαν τον Οδυσσέα και τον Τηλέμαχο αντίστοιχα, αφηγούμενοι μία διασκευασμένη ιστορία η οποία ακολουθεί την προσωπική ματιά του Τηλέμαχου πάνω στην Οδύσσεια. Μάλιστα, τη μετάφραση από τα αγγλικά στα αρχαία ελληνικά έκανε ο Σάκης Τόλης των «Rotting Christ», ο οποίος είχε μεγάλη συνεισφορά και στις ηχογραφήσεις της πρόζας.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ