Η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία σηματοδοτεί τον πρώτο πόλεμο ευρείας κλίμακας σε ευρωπαϊκό έδαφος μετά τη λήξη του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου, απειλώντας να θέσει τέλος στη μακρύτερη περίοδο ειρήνης και ευημερίας, που γνώρισε η γηραιά ήπειρος κατά τη νεώτερη ιστορία της.
Της Ε.Βόζεμπεργκ*
Η Ευρώπη ξύπνησε σε έναν διαφορετικό κόσμο, όπου διακυβεύεται το απαραβίαστο των συνόρων και η αποχή από τη χρήση ένοπλης βίας, που αποτελούσαν αυτονόητο και αναπόσπαστο τμήμα της μεταπολεμικής τάξης πραγμάτων.
Σε αυτό το νέο διεθνές περιβάλλον προκαλείται ένα ντόμινο εξελίξεων που δεν επηρεάζει μόνο τις γεωπολιτικές ισορροπίες, αλλά ανατρέπει και τα δεδομένα στο πεδίο της ενέργειας και της οικονομίας.
Οι δραματικές εξελίξεις που λαμβάνουν χώρα στην ευρύτερη γειτονιά μας δεν θα μπορούσαν να αφήσουν ανεπηρέαστες τις ελληνοτουρκικές σχέσεις, δοθέντος ότι η Δύση δεν επιθυμεί εντάσεις και μάλιστα μεταξύ δύο μελών της Βορειοατλαντικής Συμμαχίας σε μία τόσο ευαίσθητη περιοχή.
Οι νέες γεωπολιτικές συνθήκες δεν ευνοούν άλλες συγκρούσεις, αλλά αντίθετα επιβάλλουν σταθερότητα και ειρηνική επίλυση διαφορών. Ιδίως την ώρα που το ΝΑΤΟ βρίσκεται σε φάση αφύπνισης και δεν θα δεχόταν εύκολα ένα μέλος του να απειλεί ευθέως κάποιο άλλο.
Σε αυτό το πλαίσιο πραγματοποιήθηκε η συνάντηση Μητσοτάκη -Ερντογάν στην Κωνσταντινούπολη, με τα μηνύματα που εκπέμπονται από τις δύο πλευρές να είναι θετικά.
Μάλιστα μεταξύ των δύο ηγετών συμφωνήθηκε να γίνει τον επόμενο μήνα συνάντηση στην Άγκυρα για μέτρα οικοδόμησης εμπιστοσύνης και να ακολουθήσει το φθινόπωρο στη Θεσσαλονίκη το 5ο Ανώτατο Συμβούλιο Συνεργασίας.
Γνωρίζουμε ότι η Τουρκία είναι ένας δύστροπος και απρόβλεπτος γείτονας και είναι δεδομένη η δυσκολία να γίνουν ουσιαστικά βήματα για τη βελτίωση των διμερών σχέσεων.
Εξίσου προφανής όμως είναι η χρησιμότητα του να υπάρχουν ανοιχτοί δίαυλοι επικοινωνίας μεταξύ των δύο χωρών.
Μάλιστα η αφύπνιση της Ενωμένης Ευρώπης και του ΝΑΤΟ μετά τη ρωσική εισβολή ευνοούν την ελληνική πλευρά, καθώς ήδη ο κόσμος βιώνει τις συνέπειες του αναθεωρητισμού και του δικαίου του ισχυροτέρου. Γι’ αυτό η Δύση με μία φωνή επαναβεβαιώνει την προσήλωσή της στο διεθνές δίκαιο και το σεβασμό της στα σύνορα και την εθνική κυριαρχία.
Σε αυτό το περιβάλλον η συγκρουσιακή και αναθεωρητική ρητορική της Τουρκίας δεν έχει θέση, όταν ο έτερος οπαδός του αναθεωρητισμού πρόεδρος Πούτιν αιματοκύλησε την Ουκρανία και οδηγεί τη χώρα του με μαθηματική ακρίβεια σε οικονομική καταστροφή, με τον δυτικό κόσμο σύσσωμο απέναντι σε κάθε φαινόμενο αυταρχισμού.
Η απονομιμοποίηση της Ρωσίας και η δυναμική επανάκαμψη του ΝΑΤΟ και της ΕΕ, καθιστούν τη Δύση ως μοναδική αξιόπιστη διέξοδο για την Τουρκία. Ο πρόεδρος Ερντογάν σταθμίζοντας τα νέα δεδομένα επιχειρεί να παίξει ρόλο μεσολαβητή στην ουκρανική κρίση, ενώ έχει ήδη επιδοθεί σε μία προσπάθεια εξομάλυνσης των σχέσεων της Τουρκίας με Ισραήλ, Αίγυπτο, Σαουδική Αραβία και Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα.
Η ορθολογική προσέγγιση των πραγμάτων επιβάλλει την ομαλοποίηση του περιφερειακού περιβάλλοντος με ειρηνική επίλυση των διαφορών. Παρά τις σοβαρές διαφωνίες Ελλάδας – Τουρκίας υπάρχει σημαντικό περιθώριο βελτίωσης των διμερών σχέσεων και τα οφέλη για τις δύο πλευρές μπορούν να είναι σημαντικά.
Ένα ήρεμο καλοκαίρι στο Αιγαίο θα τονώσει το τουριστικό ρεύμα προς τις δύο χώρες και μάλιστα σε μία συγκυρία που αμφότερες έχουν ανάγκη από υψηλά τουριστικά έσοδα. Άλλωστε μην ξεχνάμε ότι η Τουρκία μαστίζεται από υποτίμηση της λίρας και εκτόξευση του πληθωρισμού, που έχουν φέρει σε δραματική κατάσταση την τουρκική οικονομία.
Η εμπέδωση ενός θετικού κλίματος και η σταθερότητα στη Νοτιοανατολική Μεσόγειο είναι προς όφελος των δύο χωρών. Όμως είναι επίσης αυτονόητο ότι δεν μπορούν να γίνουν ουσιαστικά βήματα προσέγγισης, εάν από την τουρκική πλευρά συνεχίζονται οι προκλήσεις, εκτοξεύονται απειλές ή αμφισβητούνται η εθνική κυριαρχία και τα κυριαρχικά δικαιώματα της πατρίδας μας.
Η Ελλάδα ανέκαθεν σεβόταν το Διεθνές Δίκαιο, το Διεθνές Δίκαιο της Θάλασσας και τις Διεθνείς Συνθήκες. Στην τουρκική πλευρά εναπόκειται να αποδείξει εάν επιθυμεί ειλικρινά να γυρίσει σελίδα, αφήνοντας πίσω προκλήσεις και αναθεωρητισμούς. Εν τοιαύτη περιπτώσει η πρόσφατη συνάντηση Μητσοτάκη – Ερντογάν μπορεί να αποτελέσει το θεμέλιο για την ουσιαστική βελτίωση των σχέσεων μεταξύ των δύο χωρών.
* Η κα Ελίζα Βόζεμπεργκ είναι ευρωβουλευτής ΝΔ