Το γεγονός ότι στην πρόσφατη συνάντηση Μπάιντεν-Πούτιν ένα από τα βασικότερα θέματα που συζητήθηκαν ήταν αυτό της αντιμετώπισης των κυβερνοεπιθέσεων, μαρτυρά τη μεγάλη σημασία του ζητήματος. Όπως επισημαίνουν ειδικοί, το φαινόμενο των κακόβουλων παρεμβάσεων στη διαδικτυακή δραστηριότητα των χρηστών ηλεκτρονικών μέσων είναι ένα συνεχώς διογκούμενο πρόβλημα. Μάλιστα, την περίοδο της πανδημίας σημειώθηκε κατακόρυφη αύξηση των κυβερνοεπιθέσεων εναντίον ιδιωτών, επιχειρήσεων και δημοσίων οργανισμών, με διαφορετικά, βεβαίως, κίνητρα και σκοπούς για την κάθε περίπτωση.
Γράφει ο Μάξιμος Χαρακόπουλος
Οι απρόβλεπτες διαστάσεις που μπορεί να πάρει μια κακόβουλη παρέμβαση αποκαλύφθηκαν από την κυβερνοεπίθεση που δέχθηκαν στις ΗΠΑ ο μεγαλύτερος παγκοσμίως συσκευαστής κρέατος, καθώς και ο μεγαλύτερος αγωγός μεταφοράς καυσίμου, προκαλώντας σοβαρές παρενέργειες στη διαδικασία προμήθειας τροφίμων και καυσίμων. Εξ αυτού του λόγου η αμερικανική κυβέρνηση έφτασε στο σημείο να ανακοινώσει ότι εξέταζε «όλες τις επιλογές» για την υπεράσπιση της χώρας ενάντια σε εγκληματίες με ransomware, με κακόβουλο λογισμικό και αξίωση λύτρων, ακόμη και τη στρατιωτική δράση.
Από την πλευρά της η Κομισιόν έχει παρατείνει το πλαίσιο για περιοριστικά μέτρα κατά κυβερνοεπιθέσεων εναντίον της ΕΕ ή των κρατών μελών της έως τις 18 Μαΐου 2022. Βάσει αυτού του πλαισίου οι Βρυξέλες έχουν τη δυνατότητα να επιβάλλουν στοχευμένα περιοριστικά μέτρα σε πρόσωπα και οντότητες που εμπλέκονται σε επιθέσεις στον κυβερνοχώρο οι οποίες έχουν σοβαρές επιπτώσεις και συνιστούν εξωτερική απειλή για την ΕΕ ή τα κράτη-μέλη της.
Παράλληλα, όμως, πρόσφατα αποκαλύφθηκε μια άλλου τύπου ρωγμή στο σύστημα ασφάλειας της Ευρώπης. Όπως έγινε γνωστό, οι μυστικές υπηρεσίες της Δανίας βοήθησαν την Υπηρεσία Εθνικής Ασφάλειας των ΗΠΑ (NSA) να κατασκοπεύσει Ευρωπαίους πολιτικούς, όπως η Γερμανίδα καγκελάριος Άνγκελα Μέρκελ, κατά την περίοδο από το 2011 μέχρι το 2014. Πέραν από το απαράδεκτο της παρακολούθησης τηλεφωνικών συνδιαλλαγών μεταξύ συμμάχων, ταυτοχρόνως αποδεικνύεται το κενό ασφαλείας των επικοινωνιών στον ευρωπαϊκό χώρο, αλλά και η έλλειψη συμπαγών και ενιαίων κανόνων μεταξύ των κρατών μελών της ΕΕ, που επιτρέπουν τις διεισδύσεις τρίτων.
Πρόβλημα ασφάλειας προκύπτει από την ύπαρξη στον χώρο του διαδικτύου μονοπωλιακών καταστάσεων. Το ζήτημα αυτό απασχόλησε πρόσφατα και το αμερικανικό Κογκρέσο, στο οποίο εισήχθησαν 5 νομοσχέδια για τον περιορισμό της, οικονομικής, κυρίως, εξουσίας που έχουν συγκεντρώσει οι κολοσσοί ψηφιακές εταιρείες, όπως είναι η Google, η Facebook και η Apple, που ταυτόχρονα διαχειρίζονται τα προσωπικά δεδομένα εκατοντάδων εκατομμυρίων χρηστών παγκοσμίως, μεταξύ αυτών και των Ευρωπαίων πολιτών. Την ίδια ώρα, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δήλωσε ότι θα εξετάσει εάν η Google παραβιάζει τους κανόνες ανταγωνισμού ευνοώντας τις δικές της διαδικτυακές τεχνολογίες εμφάνισης διαφημίσεων έναντι ανταγωνιστών.
Όλα τα παραπάνω κάνουν τρομερά επιτακτική τη θέσπιση ενός αμιγούς ευρωπαϊκού συστήματος ασφαλείας, που θα μπορεί να προστατέψει τα κράτη μέλη και τους Ευρωπαίους πολίτες από κάθε κακόβουλη παρέμβαση οποιουδήποτε τρίτου. Το αίτημα αυτό το είχα ήδη εγείρει τόσο εντός Ελλάδος με σχετική ερώτηση προς τον αρμόδιο υπουργό Ψηφιακής Πολιτικής (11.08.20), ο οποίος, πρέπει να ομολογήσω, ότι μου απάντησε εμπεριστατωμένα όσον αφορά τη χώρα μας, όσο και σε ευρωπαϊκό επίπεδο, κατά την 7η Συνάντηση της Μικτής Ομάδας Κοινοβουλευτικού Ελέγχου της EUROPOL, που πραγματοποιήθηκε με τηλεδιάσκεψη (02.10.20). Η καθυστέρηση στην λήψη αποφάσεων που θα ενισχύσουν την ψηφιακή αλληλεγγύη των κρατών-μελών, σε αυτή τη νέα εποχή που έχουμε εισέλθει, επιδρά αρνητικά και στην επίτευξη του στόχου μιας πραγματικά κοινής εξωτερικής και αμυντικής πολιτικής, που συνιστά και το μεγάλο έλλειμμα της ΕΕ προς την πορεία της ολοκλήρωσης.
Ο Μάξιμος Χαρακόπουλος είναι πρόεδρος της Διαρκούς Επιτροπής Δημόσιας Διοίκησης, Δημόσιας Τάξης και Δικαιοσύνης της Βουλής, βουλευτής Λαρίσης της Νέας Δημοκρατίας, πρώην υπουργός.