today-is-a-good-day
23.5 C
Athens

Ράνια Σβίγκου: Ναι στον διάλογο για την εξωτερική πολιτική, όχι στη μικροπολιτική καρικατούρα

Συνέντευξη στην Αγγελική Λάζου

Αδράνεια και έλλειψη στρατηγικού σχεδίου στην εξωτερική πολιτική καταλογίζει στη Κυβέρνηση η   υπεύθυνη για τον Τομέα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Υποθέσεων στην ΠΓ του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ Ράνια Σβίγκου, μιλώντας στο The President και την Αγγελική Λάζου, και επιμένει σε ουσιαστικό διάλογο των πολιτικών δυνάμεων για το σύνολο της εξωτερικής πολιτικής. Με αφορμή τις δηλώσεις Δένδια κατά την πρόσφατα συνάντηση του με τον Τούρκο ομόλογο του Μελβούτ Τσαβούσογλου η κ. Σβίγκου σημειώνει πως ο ΥπΕΞ εξέφρασε πάγιες θέσεις της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής  και ο ΣΥΡΙΖΑ-Προοδευτική Συμμαχία το αναγνώρισε θετικά αυτό από την πρώτη στιγμή, ενώ  καταλογίζει στον πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη επικοινωνιακή διαχείριση  και σημειώνει «θέλοντας να αποκομίσει προσωπικό επικοινωνιακό όφελος, φοβούμενος ίσως ότι ο κ. Δένδιας θα κέρδιζε πόντους σε μια εσωκομματική μάχη εντυπώσεων, ο κ. Μητσοτάκης κατάφερε να αμφισβητηθεί εμμέσως πλην σαφώς, το αυτονόητο, σε κάθε κοινοβουλευτική δημοκρατία, ότι οι υπουργοί εφαρμόζουν κυβερνητικές αποφάσεις».

 Ακολουθεί το πλήρες κείμενο της συνέντευξης της κας Σβίγκου στην Αγγελική Λάζου:

 Ερ. Θα ήθελα να ξεκινήσουμε από την πρόσφατη απόφαση του Αμερικανού Πρόεδρου και την αναγνώριση της γενοκτονίας των Αρμενίων. Δεν χωρεί αμφιβολία πως είναι μια ιστορική απόφαση και το ερώτημα είναι τι αποτύπωμα μπορεί να έχει μια τέτοια απόφαση για την Ελλάδα;

Η αναγνώριση της γενοκτονίας των Αρμενίων είναι  σίγουρα μια ιστορική απόφαση, ταυτόχρονα, αποτελεί και ένα μήνυμα του προέδρου Μπάιντεν, προς πολλούς αποδέκτες. Αποτελεί επαναβεβαίωση της στήριξης της αρμένικης κοινότητας από τη νέα προεδρία των ΗΠΑ, μετά τον πόλεμο στο Ναγκόρνο Καραμπάχ. Είναι, επίσης, χαρακτηριστική της σημασίας που προσδίδει ο νέος πρόεδρος των ΗΠΑ, στο ζήτημα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, τόσο στο εσωτερικό της χώρας, όσο και στο εξωτερικό.

Η απόφαση της αναγνώρισης της γενοκτονίας, βέβαια, έχει ως  αποδέκτη και την Τουρκία. Αποτελεί ένα μήνυμα, ότι η περίοδος Τράμπ έχει παρέλθει, κι ότι οι σχέσεις των δύο χωρών θα πρέπει να επαναπροσδιοριστούν. Αυτός ο επαναπροσδιορισμός, όμως, αφορά  τους δεσμούς της Τουρκίας με τη Ρωσία, και, άρα, περνάει  κυρίως από τον Καύκασο  και την Ουκρανία, κι όχι από την ΝΑ Μεσόγειο. Αυτό που ενδιαφέρει τις ΗΠΑ, είναι η ευθυγράμμιση της Τουρκίας με την πολιτική του ΝΑΤΟ, όχι η ρήξη στις σχέσεις των δύο χωρών.

Ακριβώς, λοιπόν, επειδή η ρήξη ΗΠΑ-Τουρκίας  είναι κάθε άλλο παρά δεδομένη, αυτό που θα πρέπει να επιδιώκει  η χώρα μας, είναι μια σχέση με τις ΗΠΑ, βασισμένη στην αμοιβαιότητα και την ευθυγράμμιση των συμφερόντων. Κάτι το οποίο βρισκόταν στο επίκεντρο της εξωτερικής πολιτικής της κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ, από το 2015 μέχρι το 2019. Προπάντων, όμως, ελπίζω να μην ποντάρει η κυβέρνηση της ΝΔ σε ένα ενδεχόμενο μελλοντικής  ρήξης ΗΠΑ-Τουρκίας, για να δικαιολογήσει αδράνειες και ακινησίες, στη λογική ότι «ο χρόνος κυλάει υπέρ μας». Μια τέτοια αντίληψη θα ήταν και αφελής και επικίνδυνη.

Ερ. Η διαρκώς κλιμακούμενη ένταση από την πλευρά της Τουρκίας εκτιμάται ότι προκαλεί ανησυχία για «ατύχημα » στο Αιγαίο;

Η Τουρκία κλιμάκωσε τις προκλητικές της ενέργειες την περίοδο από την υπογραφή του τουρκολιβυκού μνημονίου και καθ’ όλη τη διάρκεια του 2020, ενώ το τελευταίο διάστημα ανοίχτηκαν περιθώρια διαλόγου. Με δεδομένο, όμως, ότι η Τουρκία διαθέτει ένα συγκροτημένο σχέδιο, και μια συνολική , αναθεωρητική, στρατηγική στην εξωτερική της πολιτική, η οποία βασίζεται στην προβολή ισχύος, το βασικό ερώτημα είναι τι κάνει η ελληνική πλευρά. Διότι, οι αντιφατικές, σπασμωδικές αντιδράσεις της κυβέρνησης Μητσοτάκη στις τουρκικές ενέργειες, και μάλιστα κατόπιν εορτής, είναι τουλάχιστον ανεπαρκείς, για να χρησιμοποιήσω έναν άκρως επιεική όρο. Αυτό που χρειαζόμαστε είναι μια συνολική αλλαγή στην εξωτερική πολιτική της χώρας, αναφορικά με την Τουρκία. Μια πολιτική που να επιδιώκει την αποκλιμάκωση, αλλά και να προωθεί τον διάλογο, με στόχο μια έντιμη συμφωνία με την Τουρκία, βασισμένη στο διεθνές δίκαιο και τη διεθνή νομιμότητα.

Σε αντίθετη περίπτωση, αν δηλαδή η ΝΔ αφήσει απλώς τον χρόνο να περνάει, μετακυλώντας το πρόβλημα στους επόμενους, αν επιλέξει το διάλογο μόνο για οικονομικά θέματα, η Τουρκία θα συνεχίσει τις προκλήσεις και την προβολή ισχύος, διότι θεωρεί ότι έτσι θα βρεθεί σε καλύτερη θέση σε μια μελλοντική διαπραγμάτευση.

Ερ. Η τελευταία συνάντηση Δένδια- Τσαβούσογλου προκάλεσε μεικτές αντιδράσεις, θεωρείτε ότι ήταν λάθος τακτική; επιπλέον σχολιάστηκε αρνητικά από την αξιωματική αντιπολίτευση η διαρροή περί «εντολής» του πρωθυπουργού να απαντηθούν οι προκλήσεις, με αφορμή τα όσα ειπώθηκαν, δεν είναι αυτονόητο ότι οι υπουργοί εφαρμόζουν κυβερνητικό σχέδιο;

Ο κ. Δένδιας εξέφρασε πάγιες θέσεις της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής στη συνάντηση αυτή, και ο ΣΥΡΙΖΑ-Προοδευτική Συμμαχία το αναγνώρισε θετικά αυτό από την πρώτη στιγμή. Οι θετικές αντιδράσεις στο εσωτερικό της χώρας, όμως, για κάτι επιβεβλημένο, είναι ενδεικτικές του πόσο ανεπαρκής θεωρείται, και από τους πολίτες, η στάση του κ. Μητσοτάκη, αναφορικά με την αντιμετώπιση των τουρκικών προκλήσεων το 2020.

Θα πρέπει να σκεφτούμε, λοιπόν, σε ποιο σχέδιο και σε ποια στρατηγική εντάσσεται η επίσκεψη του κ. Δένδια στην Τουρκία, και ποια ακριβώς ήταν τα απτά αποτελέσματα της συγκεκριμένης συνάντησης. Γιατί, τι ακριβώς έμεινε από τη συνάντηση, πέρα από τις δημόσιες δηλώσεις; Ποια θα είναι τα επόμενα διπλωματικά βήματα στις ελληνοτουρκικές και ευρωτουρκικές σχέσεις;

Δυστυχώς, οι  δηλώσεις του  κ. Δενδια, αλλά και  του κ Γεραπετρίτη μετά την επίσκεψη στην Άγκυρα, δείχνουν ότι η Κυβέρνηση τη χρησιμοποίησε  για να αποφύγει έναν ουσιαστικό διάλογο, διά του περιορισμού της ατζέντας σε «οικονομικά και εμπορικά θέματα»,  και όχι για να ενισχύσει τη θέση μας σε αυτόν.

Όσον αφορά, τώρα, τις διαρροές περί «εντολής Μητσοτάκη», δεν μπορούμε παρά να διαπιστώσουμε ότι, για άλλη μια φορά, η πρώτιστη έγνοια του πρωθυπουργού είναι η επικοινωνιακή διαχείριση. Θέλοντας να αποκομίσει προσωπικό επικοινωνιακό όφελος, φοβούμενος ίσως ότι ο κ. Δένδιας θα κέρδιζε πόντους σε μια εσωκομματική μάχη εντυπώσεων, ο κ. Μητσοτάκης κατάφερε να αμφισβητηθεί εμμέσως πλην σαφώς, το αυτονόητο, σε κάθε κοινοβουλευτική δημοκρατία, ότι οι υπουργοί εφαρμόζουν κυβερνητικές αποφάσεις.

Ερ. Θεωρείτε ισχυρή τη θέση της χώρας μας στην Ε.Ε; και ποιες δυνάμεις θεωρείτε σημαντικούς συμμάχους των ελληνικών θέσεων;  Ο διπλωματικός μαραθώνιος του ΥπΕΞ Νίκου Δένδια μπορεί να ενδυναμώσει την Ελλάδα;

Η Ελλάδα, εξαιτίας της γεωστρατηγικής της θέσης, αλλά και των ιστορικών δεσμών με τους λαούς της ευρύτερης περιοχής των Βαλκανίων, της ΝΑ Μεσογείου και της Μέσης Ανατολής, θα έπρεπε να έχει έναν ισχυρό ρόλο,  εντός της Ε.Ε., στις εξελίξεις που αφορούν την περιοχή μας. Δυστυχώς, αναφορικά με την περίοδο μετά τον Ιούλιο του 2019, και την ανάληψη της διακυβέρνησης από τη ΝΔ, δεν εκμεταλλευτήκαμε ούτε τη θέση μας, ούτε και πολλές ευκαιρίες. Να σας υπενθυμίσω ότι η Ελλάδα δεν κλήθηκε καν στη Διάσκεψη του Βερολίνου για τη Λιβύη, τις μέρες της υπογραφής του παράνομου τουρκολιβυκού Συμφώνου για την ΑΟΖ; Να σας θυμίσω ότι, αντί να πρωταγωνιστούμε στον ευρωτουρκικό διάλογο, βάζοντας θέματα στην ατζέντα, αρχικά απουσιάσαμε, και μετά αρκεστήκαμε να μιλάμε μέσω τρίτων;  Αποτέλεσμα και της αδράνειας και της απουσίας στρατηγικής στην εξωτερική πολιτική είναι ότι, αυτή τη στιγμή,  στις ευρωτουρκικές σχέσεις βαρύνοντα λόγο έχει η Γερμανία,  η οποία έχει ισχυρούς οικονομικούς δεσμούς με την Τουρκία, και ενδιαφέρεται κυρίως να επικρατεί ηρεμία στο προσφυγικό, η Γαλλία, η οποία έχει ευρύτερες επιδιώξεις στην περιοχή, η Ιταλία, η οποία ενδιαφέρεται κυρίως για την περιοχή της Λιβύης.

Ποια θα έπρεπε να είναι η επιδίωξη της χώρας μας στην ΕΕ, σχετικά με την Τουρκία το προηγούμενο διάστημα; Από τη μια πλευρά, εξασφάλιση μηχανισμού στοχευμένων κυρώσεων, ως μέσο ανάσχεσης και πρόληψης της τουρκικής επιθετικότητας. Κυρώσεις, συνοδευόμενες, όμως, με την προώθηση μιας θετικής ατζέντας στα ευρωτουρκικά. Αντίθετα, αυτό που κατάφερε ο κ. Μητσοτάκης, είναι, αφενός το ενδεχόμενο κυρώσεων να μετατίθεται από Σύνοδο σε Σύνοδο, ώσπου, τελικά, χάσαμε τον λογαριασμό, και, αφετέρου, ως προς τη θετική ατζέντα, η χώρα μας όχι μόνο να μην έχει πρωτοστατήσει, αλλά και να απουσιάζει από κάθε συζήτηση.

Αποτέλεσμα όλων αυτών, είναι ότι, η Ε.Ε. καταρτίζει  έναν οδικό χάρτη για τις σχέσεις με τη γειτονική χώρα, που θα περιλαμβάνει μεταξύ άλλων, ζητήματα που άπτονται του προσφυγικού, αλλά και ζητήματα που αφορούν   την αναθεώρηση της τελωνειακής ένωσης ΕΕ-Τουρκίας. Στο πλαίσιο αυτό,  είναι πολύ πιθανόν, στη Σύνοδο του Ιουνίου να δούμε να αναβαθμίζονται οι ευρωτουρκικές σχέσεις, και, ταυτόχρονα, η Τουρκία να επανέλθει σε επιθετικές .ενέργειες κατά των κυριαρχικών δικαιωμάτων, τόσο της χώρας μας, όσο και της Κύπρου.

Σε αυτή τη δύσκολη συγκυρία, λοιπόν, οι διπλωματικές προσπάθειες πρέπει να εντάσσονται σε ένα συγκροτημένο σχέδιο με αρχή μέση και τέλος. Είναι απαραίτητη η επιστροφή σε μια πολυδιάστατη, ενεργητική και φιλειρηνική εξωτερική πολιτική, όπως αυτή που εφάρμοσε η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, τα προηγούμενα χρόνια.

Ερ. Η εξωτερική πολιτική μπορεί να αποτελεί σημείο πολιτικής αντιπαράθεσης; Υπάρχει έλλειψη ενημέρωσης από την πλευρά της κυβέρνησης προς τα κόμματα της αντιπολίτευσης; 

Μπορεί και πρέπει να αποτελεί ζήτημα ουσιαστικού πολιτικού διάλογου σε μια κοινοβουλευτική δημοκρατία, όπως συμβαίνει σε όλες τις δημοκρατικές χώρες. Είναι άλλο πράγμα, όμως, ο διάλογος με αντιπαράθεση των διαφορετικών απόψεων για τη στρατηγική που πρέπει να ακολουθήσει μια χώρα στην εξωτερική πολιτική και είναι άλλο η μικροπολιτική καρικατούρα ενός τέτοιου, αναγκαίου, διαλόγου. Για παράδειγμα, η συμφωνία των Πρεσπών αποτέλεσε αντικείμενο μικροπολιτικής, ψηφοθηρίας και προπαγάνδας από την πλευρά της ΝΔ. Στο βωμό μιας σύγκρουσης με την τότε κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, η ΝΔ του κ. Μητσοτάκη παραχάραξε την αλήθεια, αλλά και μετακινήθηκε από πάγιες θέσεις της εξωτερικής πολιτικής της χώρας μας, στις οποίες είχε συμβάλει και η ίδια. Αντίθετα, η κριτική που ασκεί ο ΣΥΡΙΖΑ-Προοδευτική Συμμαχία αποσκοπεί σε μια αλλαγή κατεύθυνσης, για την πιο αποτελεσματική προάσπιση των συμφερόντων της χώρας.

Δεν μπορούμε να σιωπούμε, απέναντι σε μια εξωτερική πολιτική που χαρακτηρίζεται από αντιφάσεις, αλληλοσυγκρουόμενες κινήσεις,  έλλειψη σχεδίου και στρατηγικής. Σε τέτοιες περιπτώσεις η σιωπή συνιστά ανευθυνότητα.

Δυστυχώς, η κυβέρνηση δεν ενδιαφέρεται για μια εις βάθος συζήτηση μεταξύ των πολιτικών κομμάτων, ώστε να χαραχθεί μια καλύτερη πολιτική. Γι’ αυτό, άλλωστε, αρνήθηκε επανειλημμένα και τη σύγκληση του συμβουλίου των πολιτικών αρχηγών.  Να θυμίσω ότι επί πρωθυπουργίας Τσίπρα είχε συγκληθεί το Συμβούλιο για το προσφυγικό και τις ευρωτουρκικές σχέσεις.

 

Ερ. Ποιες κινήσεις και πρωτοβουλίες που είχαν αναληφθεί από τον  ΣΥΡΙΖΑ,  θωράκισαν περαιτέρω τα εθνικά συμφέροντα και διασφάλιζαν την ειρήνη και της σταθερότητα της περιοχής;

Ο ΣΥΡΙΖΑ εφάρμοσε μια πολυδιάστατη, ενεργητική και φιλειρηνική εξωτερική πολιτική. Πολυδιάστατη, γιατί δεν έμεινε προσκολλημένος στο δόγμα του «πιστού και πρόθυμου» σύμμαχου, αλλά δρούσε, κάθε φορά, στη βάση της αμοιβαιότητας και της ευθυγράμμισης των συμφερόντων. Θα μπορούσα να αναφέρω μια σειρά από διμερή και πολυμερή σχήματα συνεργασίας, αλλά και την Πρωτοβουλία των Χωρών του Νότου. Η εξωτερική πολιτική της κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ, σε αντίθεση με τις προηγούμενες, χαρακτηριζόταν από ενεργητικότητα, πλήθος πρωτοβουλιών και κινήσεων, ενταγμένες σε ένα συνολικό σχέδιο για την ανάδειξη της χώρας σε πυλώνα σταθερότητας και ειρήνης. Και αναφορικά με την Τουρκία, η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ κράτησε ανοιχτούς τους διαύλους επικοινωνίας ακόμα και στις πιο δύσκολες στιγμές, ενώ τον Ιούνιο του 2019, στο τελευταίο Συμβούλιο που εκπροσώπησε τη χώρα ο Αλ. Τσίπρας ως Πρωθυπουργός  καταδικάστηκε ως παράνομη η συμπεριφορά της Τουρκίας, σε Αιγαίο και Ανατολική Μεσόγειο, και λήφθηκε η αρχική -και άρα πιο δύσκολη- επί της αρχής απόφαση για κυρώσεις, που έμεινε αναξιοποίητη από την κυβέρνηση Μητσοτάκη.

Κορυφαία, βέβαια, στιγμή της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής επί ΣΥΡΙΖΑ ήταν η Συμφωνία των Πρεσπών, η οποία έλυσε ένα ζήτημα δεκαετιών και, ταυτόχρονα, συνέβαλε αποφασιστικά στην ειρήνη και στις σχέσεις καλής γειτονίας στα Βαλκάνια. Φανταστείτε να μην υπήρχε η συμφωνία αυτή σήμερα και να μην είχε ανάψει το πράσινο φως από την ΕΕ για τις ενταξιακές διαπραγματεύσεις με Β.Μακεδονία και Αλβανία, τα Βαλκάνια θα συνέχιζαν να βυθίζονται σε κρίσεις όπως την περίοδο 2014-7 και αυτό θα συμπαρέσυρε και το διάλογο για το Κόσοβο. Και, βέβαια, θα ενισχυόταν ο ρόλος της Τουρκίας και άλλων δυνάμεων στην περιοχή.

Είναι ιδιαίτερα αρνητικό ότι μέχρι και σήμερα, παρά τις δημοσιογραφικές διαρροές που κατά καιρούς διαβάζουμε, ο Κ.Μητσοτάκης δεν έχει φέρει ακόμα στη βουλή προς ψήφιση τα μνημόνια με τη Βόρεια Μακεδονία. Τρεις ερωτήσεις για την καθυστέρηση αυτή έχει καταθέσει ο τομέαρχης του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ Γ.Κατρούγκαλος. Είναι φανερό ότι ο κ. Μητσοτάκης εξακολουθεί να είναι δέσμιος και του κ.Σαμαρά, αλλά και της δικής του δημαγωγικής  στάσης όταν ήταν στην αντιπολίτευση.

Ερ. Μπορεί οι εμπλεκόμενες πλευρές να μη μπήκαν με υψηλές προσδοκίες στη πενταμερή, ωστόσο το ναυάγιο που ακολούθησε της αδιάλλακτης στάσης των Τουρκοκυπρίων ήταν αναμενόμενο; Αποτελεί το Κυπριακό μοχλό πίεσης της γείτονος για τη χώρα μας ή ήρθε ως απάντηση στην ατζέντα των ΗΠΑ; ποια θεωρείτε  ότι θα πρέπει να είναι η αντίδραση της Ελλάδας;

Το ότι η Πενταμερής δεν θα κατέληγε κάπου, ήταν, δυστυχώς, εν πολλοίς αναμενόμενο, αν κοιτάξει κανείς τα όσα προηγήθηκαν. Από την αλλαγή στην τουρκοκυπριακή ηγεσία, όπου ο Ακιντζί, ο οποίος ήταν υποστηρικτής μιας λύσης έχασε τις εκλογές στα Κατεχόμενα από τον Τατάρ, ο οποίος είναι εκλεκτός του Ερντογάν και υποστηρίζει τη διχοτόμηση , μέχρι τις προκλητικές δηλώσεις και κινήσεις της τουρκικής ηγεσίας, όπως το άνοιγμα της παραλίας των Βαρωσίων, υπήρχαν πολλές  αρνητικές ενδείξεις. Ακριβώς εξαιτίας όλων όσων προηγήθηκαν, πολλά από  τα οποία  πριν τις αμερικάνικες εκλογές, δεν θα μπορούσα να αιτιολογήσω το ναυάγιο στην Πενταμερή, ως απλώς και μόνο μια τουρκική αντίδραση έναντι μιας αλλαγής στάσης των ΗΠΑ.

Σε αυτές τις δύσκολες στιγμές, τόσο για τις ελληνοτουρκικές σχέσεις, όσο και στο Κυπριακό, η χώρα μας οφείλει να επιμείνει στην εφαρμογή των σχετικών Αποφάσεων του ΟΗΕ, και στη συνέχιση των διαπραγματεύσεων από εκεί που έμειναν στο Κρας Μοντανά, για  διζωνική δικοινοτική ομοσπονδία, χωρίς εγγυήσεις και στρατεύματα κατοχής. Η κυβέρνηση αυτονόητα στέκεται αντίθετη στη λύση των δύο κρατών, πρέπει όμως κινηθεί με ενεργητικότητα, κινητοποιώντας και την Ευρωπαϊκή Ενωση, ώστε να ασκηθεί η επιβεβλημένη πίεση για δίκαιη και βιώσιμη λύση στο Κυπριακό.   Ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ  σε συνεργασία με το ΑΚΕΛ και τις προοδευτικές δυνάμεις στην Κύπρο θα συμβάλλει με όλες του τις δυνάμεις προς αυτήν την κατεύθυνση.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ