Στις 31 Οκτωβρίου 1940, ο κομμουνιστής ηγέτης Νίκος Ζαχαριάδης, από τις φυλακές της Κέρκυρας, κάλεσε τον ελληνικό λαό να δώσει όλες του τις δυνάμεις και χωρίς επιφύλαξη «στον πόλεμο αυτό που τον διευθύνει η κυβέρνηση Μεταξά». Γνώριζε πως θα προκαλούσε αντιδράσεις. Γνώριζε, όμως, επίσης πως άλλος δρόμος για να μην αυτοκτονήσει πολιτικά το κόμμα του δεν υπήρχε.
Γράφει η Σοφία Βούλτεψη*
Ακόμη κι’ αν λίγο μετά τα μισοπήρε όλα πίσω, ακόμη και αν η κυβέρνηση του Μεταξά (δια του Μανιαδάκη) ζήτησε προηγουμένως δήλωση μετανοίας και παρά το γεγονός ότι μετά την κατάρρευση του μετώπου το καθεστώς της 4ης Αυγούστου διέπραξε την αθλιότητα να παραδώσει τους κρατουμένους στους κατακτητές, στην πατρίδα μας είχε τότε σημειωθεί ένα από τα σπάνια θαύματα ενότητας του ελληνικού λαού. Έστω και ως… στιγμιαίο!
Πολλοί μελετητές πιστεύουν ότι η συγκεκριμένη επιστολή Ζαχαριάδη, με τον τίτλο «Προς τον Λαό της Ελλάδας» υπήρξε μια ξεκάθαρη πράξη αυτοπροστασίας. Βλέπουμε ωστόσο πως ούτε αυτό είναι σε θέση να καταλάβει ο χώρος της αριστεράς σήμερα.
Ούτε ακουστά τον Μαρξ
Oι νέοι που πύκνωσαν τις τάξεις του ΕΛΑΣ, στην συντριπτική πλειοψηφία τους δεν ήταν κομμουνιστές και όταν βγήκαν αντάρτες στα βουνά δεν είχαν ακούσει ποτέ τους να μιλούν για τον Μαρξ – η αλήθεια είναι πως ούτε στα βουνά μιλούσε κανείς για τον Μαρξ και όποτε έρχονταν από τις πόλεις οι πολιτικοί κομισάριοι για «διαφώτιση», οι αντάρτες δεν καταλάβαιναν λέξη και κοιτάζονταν μεταξύ τους… μπας και βρουν κάποιον που να καταλαβαίνει!
Εκείνοι είχαν βγει στο βουνό για να πολεμήσουν υπέρ βωμών και εστιών.
Είναι χαρακτηριστική μια σκηνή που διαδραματίστηκε το 15αύγουστο του 1943: Ένας έφεδρος λοχαγός, επιθεωρητής δημοτικών σχολείων στο Μεσολόγγι, ονόματι Χαράλαμπος Γεωργόπουλος, που εντάχθηκε στον ΕΛΑΣ με το ψευδώνυμο «Καπετάν Καψάλης», έλαβε τον λόγο στην εκκλησία της Κάτω Χρυσοβίτσας και είπε στο εκκλησίασμα: «Εδώ συμμάχησαν οι Ρώσοι Μπολσεβίκοι με τους Εγγλέζους κεφαλαιοκράτες και δεν μπορούμε να συμφωνήσουμε Έλληνες με Έλληνες;»
Όπως αποδείχθηκε, δεν μπορούσαν. Και δεν μπορούν ακόμη…
Και είναι επίσης χαρακτηριστικό ότι οι στον ΕΛΑΣ τα ψευδώνυμα που είχαν επιλέξει οι αντάρτες του απελευθερωτικού αγώνα προέρχονταν από τον Αγώνα του 1821 και από την αρχαιότητα: Ραζικότσικας, Κολοκοτρώνης, Ανδρούτσος, Νικηταράς, Διάκος, Δυοβουνιώτης, Ρήγας, Γεροδήμος, Τζαβέλλας, Ζαχαριάς, Μπαταριάς, Ησαΐας, Οδυσσέας, Τηλέμαχος, Αχιλλέας, Αίας, Περικλής, Αγησίλαος, Πελοπίδας, Επαμεινώνδας, Άρης (Βελουχιώτης), Ερμής. Αλλά και Παλαιολόγος, Κομνηνός, Νικηφόρος. Και ορκίζονταν στην εκκλησία, λίγο πριν οι ιερείς διαβάσουν το Ευαγγέλιο, με το δάχτυλο στη σκανδάλη! Σε μια περίπτωση, στη Δεσφίνα Παρνασσίδας, ανήμερα της 25ης Μαρτίου 1943, η ορκωμοσία έγινε κάτω από την προτομή του Μητροπολίτη Ησαΐα των Σαλώνων.
«Ακολουθούμε τα βήματα της κλεφτουριάς του Εικοσιένα»
Ο ίδιος ο Βελουχιώτης συνέδεσε το αντάρτικο όχι με την… δικτατορία του προλεταριάτου, αλλά με τον Αγώνα του 1821 και το θρησκευτικό συναίσθημα.
Μια χαρακτηριστική σκηνή:
Στις 7 Ιουνίου 1942 ο Βελουχιώτης μπαίνει με την ομάδα του, Κυριακή απόγευμα, στη Δομνίστα Ευρυτανίας. Προηγείται η γαλανόλευκη. Στην πλατεία του χωριού οι αντάρτες ψάλλουν τον Εθνικό Ύμνο. Αμέσως μετά, ο Άρης σκύβει και φιλάει το χέρι του παππά. Μετά στρέφεται προς τους χωρικούς: «Βγήκαμε στα βουνά για να πολεμήσουμε τον κατακτητή και να ελευθερώσουμε την πατρίδα. Συνεχίζουμε την παράδοση των προγόνων μας, ακολουθούμε τα βήματα της κλεφτουριάς του Εικοσιένα». Και όλοι μαζί τραγουδούν: «Μαύρη είν’ η νύχτα στα βουνά» ως το «ο Έλλην ξεσπαθώνει».
Έναν μήνα μετά τον Γοργοπόταμο, παραμονή των Χριστουγέννων 1942, μετά τη μάχη του Μικρού Χωριού, ο Άρης βρίσκεται στα Τοπόλιανα. Το χωριό δεν έχει παππά και αναλαμβάνει ο αντάρτης Παπακουμπούρας, ο οποίος χτυπάει την καμπάνα, φοράει τα άμφια πάνω από τα φυσεκλίκια και κάνει την χριστουγεννιάτικη λειτουργία με Ελασίτες ψάλτες!
Οι Ακροναυπλιώτες
Και για να τελειώσω όπως ξεκίνησα:
Μετά την κήρυξη του πολέμου από τους Ιταλούς, στις 29 Οκτωβρίου 1940, οι κρατούμενοι στην Ακροναυπλία από το καθεστώς Μεταξά, με υπόμνημά τους που υπογραφόταν από τους Γ. Ιωαννίδη και Κ. Θέο, ζήτησαν να βρεθούν στην πρώτη γραμμή για να πολεμήσουν.
Επανήλθαν με άλλα δύο κείμενα: Ένα «ανοιχτό γράμμα» (6 Νοεμβρίου 1940) όπου εξέφραζαν την συμφωνία τους με την επιστολή Ζαχαριάδη – κυρίως επειδή τότε η επιστολή Ζαχαριάδη αν και είχε δημοσιευθεί στον Τύπο, είχε διαδοθεί πως ήταν πλαστή – και μια απάντηση στην κυβέρνηση, που στο μεταξύ τους είχε ζητήσει να υπογράψουν προηγουμένως δηλώσεις μετανοίας.
Έτσι, στις 13 Νοεμβρίου 1940, οι Ακροναυπλιώτες είχαν απαντήσει:
«Οι ιδέες μας είναι πάντοτε και έχουν για κίνητρο, αφετηρία και σκοπό την εξύψωση και την ευημερία του ελληνικού λαού και του έθνους, ολόκληρο δε το παρελθόν μας είναι μια συνεπής και συνεχής προσπάθεια για την επίτευξη αυτών των σκοπών. Στον αγώνα αυτόν δώσαμε ό,τι πολύτιμο είχαμε, υποστήκαμε αγόγγυστα επί σειρά ετών όλα τα μαρτύρια και τις στερήσεις της εξορίας και της φυλακής και πολλοί από μας έχουν θυσιάσει και τη ζωή τους, χωρίς κανένα υπολογισμό προσωπικών μας ωφελημάτων. Και σήμερα, ακριβώς διότι μένουμε πιστοί στις αρχές μας και διότι έχουμε για έμβλημά μας “Πάνω απ’ όλα τα συμφέροντα του ελληνικού λαού” τασσόμασταν ανεπιφύλακτα στο πλευρό της κυβέρνησης, που διευθύνει την αντίσταση του ελληνικού λαού ενάντια στον επιδρομέα».
Με λίγα λόγια, ακόμη και όταν η κυβέρνηση Μεταξά έθεσε ως όρο την αποκήρυξη των ιδεών τους, κάτι που προφανώς απέρριψαν, επαναλάμβαναν πως είχαν ταχθεί ανεπιφύλακτα «στο πλευρό της κυβέρνησης, που διευθύνει την αντίσταση του ελληνικού λαού ενάντια στον επιδρομέα».
Καλύβα με καλύβα…
Το πρώτο υπόμνημα των κρατουμένων στην Ακροναυπλία είχε προηγηθεί της περίφημης επιστολής Ζαχαριάδη, την οποία απέστειλε από τις φυλακές της Κέρκυρας, στις 31 Οκτωβρίου 1940. Και ήταν η ακόλουθη:
«Προς το λαό της Ελλάδας
Ο φασισμός του Μουσολίνι χτύπησε την Ελλάδα πισώπλατα, δολοφονικά και ξετσίπωτα με σκοπό να την υποδουλώσει και να την εξανδραποδίσει. Σήμερα όλοι οι Έλληνες παλαίουμε για τη λευτεριά, την τιμή, την εθνική μας ανεξαρτησία. Η πάλη θα είναι πολύ δύσκολη και πολύ σκληρή. Μα ένα έθνος που θέλει να ζήσει πρέπει να παλεύει, αψηφώντας τους κινδύνους και τις θυσίες.
Ο λαός της Ελλάδας διεξάγει σήμερα έναν πόλεμο εθνικοαπελευθερωτικό, ενάντια στο φασισμό του Μουσολίνι. Δίπλα στο κύριο μέτωπο και Ο ΚΑΘΕ ΒΡΑΧΟΣ, Η ΚΑΘΕ ΡΕΜΑΤΙΑ, ΤΟ ΚΑΘΕ ΧΩΡΙΟ, ΚΑΛΥΒΑ ΜΕ ΚΑΛΥΒΑ, Η ΚΑΘΕ ΠΟΛΗ, ΣΠΙΤΙ ΜΕ ΣΠΙΤΙ, ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΓΙΝΕΙ ΦΡΟΥΡΙΟ ΤΟΥ ΕΘΝΙΚΟΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΤΙΚΟΥ ΑΓΩΝΑ. Κάθε πράκτορας του φασισμού πρέπει να εξοντωθεί αλύπητα.
Στον πόλεμο αυτό που τον διευθύνει η κυβέρνηση Μεταξά, όλοι μας πρέπει να δώσουμε όλες μας τις δυνάμεις, δίχως επιφύλαξη. Έπαθλο για τον εργαζόμενο λαό και επιστέγασμα για το σημερινό του αγώνα, πρέπει να είναι και θα είναι, μια καινούργια Ελλάδα της δουλειάς, της λευτεριάς, λυτρωμένη από κάθε ξενική ιμπεριαλιστική εξάρτηση, μ’ ένα πραγματικά παλλαϊκό πολιτισμό.
Όλοι στον αγώνα, ο καθένας στη θέση του και η νίκη θα ναι νίκη της Ελλάδας και του λαού της. Οι εργαζόμενοι όλου του κόσμου στέκουν στο πλευρό μας.
Αθήνα 31 του Οκτώβρη 1940 Νίκος Ζαχαριάδης Γραμματέας της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ».
Αλλά, όπως είπαμε, με τα μισόλογα και τις αμφισημίες του, με τον Τσίπρα να λέει το μεν και τον εκπρόσωπό του το αντίθετο, σήμερα ο ΣΥΡΙΖΑ αρνείται να πράξει έναντι μιας δημοκρατικά εκλεγμένης κυβέρνησης αυτό που ο Ζαχαριάδης έπραξε έναντι μιας δικτατορίας.
Κι’ αν δεν είχε προκύψει (και) το μεγάλο πρόβλημα του κορωνοϊού, το οποίο ήλθε να προστεθεί στην επίθεση στον Έβρο, θα συνέχιζαν κανονικά να ψέγουν την κυβέρνηση για δήθεν παραβίαση ανθρωπίνων δικαιωμάτων – κάποιοι άλλωστε το κάνουν, όπως ο αδελφός Τζανακόπουλος από το… κορωνόπληκτο Λονδίνο.
Αλλά και πάλι πέφτουν από λάθος σε λάθος…
Ήθελαν να πέσουμε στα πόδια του «σουλτάνου»!
Έτσι, μην έχοντας τι να πουν και πώς να αντιπολιτευτούν, βρήκαν να καταγγέλλουν τον Μητσοτάκη ότι δεν πήγε να πέσει στα πόδια του «σουλτάνου».
Από τις 10 Μαρτίου, εν μέσω κρίσης κορωνοϊού, είχε ξεκινήσει μια (επιθετική και επικριτική) συζήτηση για μια δήθεν Σύνοδο που ο Ερντογάν είχε… συγκαλέσει στην Κωνσταντινούπολη, με προσκεκλημένους Μέρκελ, Μακρόν και Τζόνσον, με τις γνωστές περί κορωνοϊού απόψεις του. Και αμέσως ο ΣΥΡΙΖΑ άρχισε να ρωτά αν έχει προσκληθεί η Ελλάδα και αν θα είναι απούσα και τα λοιπά και τα λοιπά.
Τελικά την Τρίτη 17 Μαρτίου δεν έγινε καμιά σύνοδος, αλλά μια επικοινωνία μέσω τηλεδιάσκεψης μεταξύ Ερντογάν, Μέρκελ, Μακρόν και Τζόνσον, ακριβώς λόγω της επιδημίας του κορωνοϊού – τον οποίο οι τρεις αντιμετώπισαν με καθυστέρηση και ο τέταρτος μετατρέποντας τον κόσμο σε αγέλη.
Τελικά, σε μια λιτή ανακοίνωση της τουρκικής προεδρίας (χωρίς αναφορά σε συμφωνία ή άλλους πανηγυρισμούς), οι τέσσερις συνομιλητές συζήτησαν για τις εξελίξεις στη Συρία και την μεταναστευτική κρίση, καθώς και για πιθανές κοινές δράσεις στην καταπολέμηση του κορονοϊού.
Όπως συγκεκριμένα αναφέρθηκε, «στην τετραμερή συνομιλία (σ.σ. πήγε περίπατο η… σύνοδος στην οποία μετά μανίας αναφερόταν ο ΣΥΡΙΖΑ) μεταξύ των ηγετών Τουρκίας, Ηνωμένου Βασιλείου, Γαλλίας και Γερμανίας, οι πλευρές συζήτησαν κοινές προσπάθειες για την καταπολέμηση της εξάπλωσης του κορονοϊού, για ανθρωπιστική βοήθεια στη συριακή επαρχία Ιντλίμπ, το μεταναστευτικό ζήτημα, την κατάσταση στη Λιβύη και τις σχέσεις Τουρκίας – ΕΕ».
Προσέξατε τη σειρά; Κορονοϊός, Ιντλίμπ (όπου η Ελλάδα δεν εμπλέκεται), μεταναστευτικό (γενικώς και αορίστως), Λιβύη (όπου ο πόλεμος συνεχίζεται) και σχέσεις Τουρκίας – ΕΕ (που έχουν παγώσει).
Αν και είναι προφανές ότι ούτε συμφωνούν μεταξύ τους η Γερμανία και η Γαλλία για τη στάση της Τουρκίας, αν και όλοι κατάλαβαν από την αρχή πως το μενού θα ήταν η Συρία – όπου και οι τρεις έχουν αναμιχθεί και έχουν να πουν πολλά καθώς η Τουρκία επιχειρεί εκεί προκαλώντας θύματα και πρόσφυγες, ενώ η Ελλάδα ουδόλως συμμετέχει – αν και όλοι γνωρίζουν πως όχι μόνο δεν λαμβάνονται αποφάσεις με ένα τηλεφώνημα και η Ελλάδα διατηρεί το δικαίωμα του βέτο, το οποίο δεν άσκησε ο κ. Τσίπρας στην προηγούμενη «συμφωνία» για το μεταναστευτικό, ο ΣΥΡΙΖΑ συνέχιζε το βιολί του.
Ήδη από τις 10 Μαρτίου, ο εκπρόσωπός του κ. Χαρίτσης δήλωσε ότι «η Ελλάδα δεν μπορεί να είναι απούσα, όπως με τη σύνοδο του Βερολίνου» – ξέρετε, αυτή που ήταν μεταξύ εμπλεκομένων στον πόλεμο της Λιβύης και προκάλεσε αντί για εκεχειρία σφοδρότερες συγκρούσεις.
Στις 11 Μαρτίου, μιλώντας στον Real Fm, ο κ. Χαρίτσης επέμεινε, λέγοντας πως «η χώρα μας δεν μπορεί να είναι απούσα από εξελίξεις που αφορούν τα κυριαρχικά της δικαιώματα».
Στις 12 Μαρτίου, μετά την συνεδρίαση του Πολιτικού Συμβουλίου του ΣΥΡΙΖΑ, μας ενημέρωσαν ότι «είναι αδιανόητο να απουσιάζει η Ελλάδα από οποιαδήποτε Σύνοδο συζητείται αυτό το φλέγον ζήτημα, όπως αυτή που προγραμματίζεται για τις 17 Μαρτίου στην Κωνσταντινούπολη, ειδικά με δεδομένη την εργαλειοποίηση της κρίσης από την Τουρκία για γεωπολιτικούς σχεδιασμούς. Η ελληνική κυβέρνηση πρέπει να απαιτήσει τη συμμετοχή της χώρας μας».
Στις 17 Μαρτίου, με ανακοίνωσή του ο ΣΥΡΙΖΑ επέμεινε πως είναι «αδιανόητο η Ελλάδα να είναι απούσα και από την τηλεδιάσκεψη ηγετών για το προσφυγικό». Και ότι «είναι αδιανόητο, αντί η Ελλάδα να συναποφασίζει για την υπέρβαση μιας κρίσης που την αφορά άμεσα, να περιμένει να της ανακοινώσουν άλλοι τις αποφάσεις που θα πάρουν ερήμην της. Εάν δε, η απουσία της Ελλάδας έχει επιβληθεί – για μια ακόμα φορά- από τον Τούρκο Πρόεδρο στην Γερμανίδα Καγκελάριο και μάλιστα λίγες μόνο μέρες μετά την επίσκεψη του Έλληνα Πρωθυπουργού στο Βερολίνο, πρόκειται για σοβαρή αποτυχία της διπλωματίας μας».
Ήθελαν να γίνουμε ικέτες
Είναι δηλαδή τόση η μανία για αντιπολίτευση που δεν σκέφθηκαν καν πως θα ήταν πρωτοφανές – για να μην χρησιμοποιήσω άλλη βαρύτερη έκφραση – ενώ διαρκεί η επίθεση από την πλευρά της Τουρκίας, η Ελλάδα να προσέτρεχε δίκην ικέτη στα πόδια του επιτιθέμενου και επιθετικότατου Ερντογάν! Στο δικό του έδαφος και όχι σε ουδέτερο!
Θα ήταν σα να πήγαινε στη Ρώμη η ελληνική κυβέρνηση ενώ θα διαρκούσε η επίθεση της Ιταλίας από την Αλβανία!
Μυαλό κουκούτσι, δηλαδή! Για την ακρίβεια είναι τόσο μεγάλη η τύφλωση του ΣΥΡΙΖΑ που πια δεν μπορεί να αντιληφθεί τα στοιχειώδη. Και είναι τόσο μεγάλο το πάθος τους για αντιπολίτευση που εκτίθενται καθημερινά.
Και συνέχισαν:
Στις 14 Μαρτίου, με άρθρο του στα «Νέα» ο κ. Χαρίτσης ανέφερε πως «αυτός που δεν διεκδικεί, δεν κερδίζει τίποτα». Και στις 11 Μαρτίου, στην γνωστή συνέντευξη στον Real Fm, είχε πει πως «δεν εξυπηρετεί τα εθνικά μας συμφέροντα η στάση της κυβέρνησης Μητσοτάκη απέναντι στην τουρκική προκλητικότητα και επιθετικότητα».
Όταν στις 10 Μαρτίου, δωδέκατη μέρα της κρίσης στον Έβρο, κλιμάκιο του ΣΥΡΙΖΑ εδέησε να επισκεφθεί την περιοχή – μέχρι τότε έβλεπε μόνο ακροδεξιούς στα νησιά και «παρακρατικούς» στον Έβρο – ο Σκουρλέτης μας παρότρυνε να… «μην εργαλειοποιήσουμε κι εμείς, για λόγους εσωτερικής πολιτικής σκοπιμότητας ένα υπαρκτό πρόβλημα» («κι’ εμείς όπως ο Ερντογάν, δηλαδή) και η τοπική βουλευτής κ. Γκαρά απεφάνθη πως… «η κυβέρνηση ήταν απούσα. Απούσα και από τις διεκδικήσεις από την Ευρώπη και από την αντιμετώπιση της τουρκικής προκλητικότητας»!
Ο Βαρεμένος «είδε» βίλλες στον Έβρο, ο Κούλογλου «φανατικούς» που «παίρνουν όπλα και «πάνε στα σύνορα να πυροβολήσουν τους πρόσφυγες», ο Τζανακόπουλος ένιωσε περήφανος για τον αδελφό του που διαδήλωνε κατά της Ελλάδας που έκλεισε τα σύνορα στον Έβρο και ούτω καθεξής.
Με λίγα λόγια, ο Τσίπρας κάνει ότι συμφωνεί με τα κλειστά σύνορα κλπ και την ίδια ώρα βγαίνουν όλοι οι υπόλοιποι και διαφωνούν.
Ακόμη και ο ίδιος ο Τσίπρας (μιλώντας στην Κ.Ο. του κόμματός του στις 5 Μαρτίου), στην ίδια ομιλία του, από τη μια έλεγε ότι «η φύλαξη των συνόρων μας είναι αυτονόητο καθήκον για κάθε κυβέρνηση» και ότι «αποκορύφωμα αυτής της επιθετικής τουρκικής στρατηγικής αποτελεί η μονομερής παραβίαση της Ευρωτουρκικής Συμφωνίας για τους πρόσφυγες και η παρακίνηση μεγάλων ομάδων πληθυσμού να περάσουν μαζικά τα ελληνικά σύνορα».
Από την άλλη, όμως, έσπευδε να προσθέσει ότι ο Μητσοτάκης «διεξάγει έναν επικοινωνιακό πόλεμο εν ονόματι της υπεράσπισης της πατρίδας, βέβαια. Επιχειρεί να δημιουργήσει ένα κλίμα εθνικιστικής και, σε μεγάλο βαθμό, ρατσιστικής έκρηξης», ότι ο Μητσοτάκης κάνει το «ντελίβερι για τους συντηρητικούς και αντιδραστικούς φίλους του στην Ευρώπη» και ότι «είμαστε αποφασιστικά αντίθετοι στις ανοησίες για ασύμμετρη απειλή, που δικαιολογούν ασύμμετρη βία εις βάρος άοπλων ανθρώπων και γυναικόπαιδων».
Τα παραμύθια περί «αριστερού» κοινωνικού κράτους
Τα ίδια και με τον κορωνοϊό. Μετά την επικοινωνία του με τον πρωθυπουργό Κ. Μητσοτάκη (στις 16 Μαρτίου μέσω skype), αφού διακήρυξε την διαθεσιμότητα του ΣΥΡΙΖΑ και των στελεχών του να συμβάλουν στην αντιμετώπιση της κρίσης, θέλησε να παρουσιάσει τα δικά του «επιτεύγματα» και την δική του «ιδεολογική» διαφοροποίηση, αναφερόμενος στον «ρόλο του κοινωνικού κράτους και του Δημόσιου Συστήματος Υγείας» και στο γνωστό «πού θα ήμασταν σήμερα αν δεν είχαμε αποκρούσει τις ακραίες λογικές των μνημονίων που ήθελαν 2,5 εκ. ανασφάλιστους έξω από τα δημόσια νοσοκομεία, είσοδο με πέντε ευρώ σε όλους τους ασθενείς, περαιτέρω συρρίκνωση του ιατρικού και νοσηλευτικού προσωπικού, καθώς και κλείσιμο ολόκληρων νοσηλευτικών μονάδων προς όφελος των ιδιωτικών νοσηλευτηρίων».
Και βέβαια, πάλι τα ίδια ότι τάχα έσωσε την Ελλάδα «με την καθαρή έξοδο από τα μνημόνια που καταφέραμε το καλοκαίρι του ’18, μετά από 8 ολόκληρα χρόνια ακραίας λιτότητας» και το «μαξιλάρι ασφαλείας των 35 δις Ευρώ»
Τα ίδια Παντελάκη μου, τα ίδια Παντελή μου.
Ο κ. Τσίπρας δεν μας έβγαλε από τα μνημόνια, απ’ αυτά θα βγαίναμε το 2015 αν το είχε επιτρέψει. Αντίθετα, μας έβαλε σε ένα ακόμη μνημόνιο.
Το δημόσιο σύστημα υγείας και το κοινωνικό κράτος δεν τα έφτιαξε η Αριστερά, αλλά οι προηγούμενες κυβερνήσεις. Το ΙΚΑ, ο ΟΓΑ, ο ΟΑΕΔ, το ΕΣΥ δεν είναι δικά τους δημιουργήματα.
Το 5ευρω δεν το πλήρωναν όλοι, αλλά μόνο οι έχοντες και πήγαινε υπέρ των δημόσιων νοσοκομείων.
Τα 2,5 εκ. των ανασφάλιστων δεν τα ασφάλισε αυτός, αλλά ο Σαμαράς με τον νόμο 4238/2014.
Ο ίδιος το μόνο που έκανε ήταν να επιβάλει εισφορά 6% υπέρ υγείας σε όλους τους συνταξιούχους και να κόψει το ΕΚΑΣ.
Με λίγα λόγια, η συμπεριφορά του είναι «να σε κάψω Γιάννη, να σ’ αλείψω λάδι».
Και αν τα πράγματα δεν είχαν γίνει σκούρα με τον κορωνοϊό, ο ΣΥΡΙΖΑ θα συνέχιζε να θέτει την εθνική ενότητα υπό την προϋπόθεση της σύγκλησης συμβουλίου πολιτικών αρχηγών – αν και είναι γνωστό ότι ο λαός στοιχίζεται πίσω από την κυβέρνησή του και ενώνεται μπροστά στον εθνικό κίνδυνο, χωρίς… βοηθήματα!
Από μια άποψη καλύτερα, θα πουν κάποιοι – ίσως δικαιολογημένα αν σκεφθούμε την στάση που κράτησε αργότερα το ΚΚΕ, που δεν δίστασε να οδηγήσει τη χώρα σε έναν τριετή ανελέητο εμφύλιο σπαραγμό, έναν αδελφοκτόνο διχασμό, τις συνέπειες του οποίου υφιστάμεθα μέχρι σήμερα.
Πλην, όμως, δεν μπορούμε να μην σημειώσουμε πως τότε, την ώρα που η Ελλάδα δεχόταν την επίθεση της φασιστικής Ιταλίας, εκείνα τα στελέχη έλαβαν την απόφαση να πολεμήσουν τον κατακτητή, παρά το γεγονός ότι βρίσκονταν στη φυλακή…
*Βουλευτής Β3 Νοτίου Τομέα Αθηνών, Ν.Δ., πρώην υφυπουργός παρά τω πρωθυπουργώ και κυβερνητική εκπρόσωπος, δημοσιογράφος