Χθες ο Πρωθυπουργός, Κυριάκος Μητσοτάκης, βρέθηκε στην Κύπρο πραγματοποιώντας την πρώτη επίσκεψή του στο εξωτερικό, τηρώντας μια παράδοση Ελλήνων Πρωθυπουργών, έτσι ώστε να αναδείξει για μια ακόμη φορά την παράνομη εισβολή το 1974 και την κατοχή του 40% του νησιού από την Τουρκία. Η Τουρκία εδώ και πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα επιδεικνύει παραβατικότητα καθιστώντας σαφές ότι έχει ξεκινήσει την εφαρμογή μιας αναθεωρητικής στρατηγικής τόσο στο Αιγαίο, όσο και στην ευρύτερη περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου. Αυτό είναι ένα γεγονός εξόχως επικίνδυνο για την Ελλάδα και πρέπει να ληφθεί σοβαρά υπόψιν όχι μόνο από την κυβέρνηση, αλλά και από το σύνολο του Ελληνικού λαού.
Του Δημήτρη Γ. Απόκη*
Πολλά λέγονται και γράφονται εδώ και πολύ καιρό για τη συμπεριφορά της Τουρκίας, και ακόμη περισσότερα, πανηγυρικού μάλιστα χαρακτήρα στην πλειοψηφία τους για τη ρήξη στη σχέση της Άγκυρας με τις Ηνωμένες Πολιτείες, την αγορά των πυραύλων S-400 από τη Ρωσία και την αποπομπή της από το πρόγραμμα των μαχητικών αεροσκαφών F-35. Τι όμως συμβαίνει πραγματικά με την Τουρκία; Ποια είναι η μεγάλη εικόνα σε αυτή τη χώρα που αποτελεί ένα μόνιμο και επικίνδυνο αγκάθι στα πλευρά της Ελλάδας;
Μέχρι η Άγκυρα να παραλάβει τις πρώτα κομμάτια του πυραυλικού συστήματος S-400 από τη Ρωσία στις αρχές του μήνα, πολλοί, ανάμεσά τους και εγώ ως ένα σημείο, πίστευαν ότι η αγορά αυτή ήταν μια τακτική για να διαπραγματευτεί καλύτερους όρους στην αγορά του αντίστοιχου αμερικανικού πυραυλικού συστήματος Patriot. Είναι πλέον σαφές, ότι αυτό δεν ισχύει. Τώρα που η Τουρκία εξαιρέθηκε από το πρόγραμμα των F-35, αυτό που αναρωτιούνται πολλοί είναι γιατί να ρισκάρει την πρόσβαση σε ένα σύγχρονο μαχητικό αεροσκάφος με αντάλλαγμα τους S-400, όταν μάλιστα η Ουάσιγκτον της προσφέρει τους Patriot.
Για την Τουρκία, η αγορά των S-400 δεν είναι απλώς μια αγορά αμυντικού συστήματος, είναι μια ενέργεια για την οικοδόμηση των δικών της δυνατοτήτων. Από τις αρχές της δεκαετίας του 1980, η Άγκυρα προσπαθεί να δημιουργήσει τη δική της αμυντική βιομηχανία, μια προσπάθεια η οποία απαιτεί συμφωνίες μεταφοράς τεχνολογίας, που συνήθως συνοδεύεται από αγορές όπλων, έτσι ώστε να γίνει δυνατή η παραγωγή παρόμοιων συστημάτων στο εσωτερικό της Τουρκίας. Αν και οι ΗΠΑ είναι πρόθυμες να πουλήσουν Patriot στην Τουρκία, δεν τις δίνει στη συμφωνία και μεταφορά τεχνολογίας. Η Άγκυρα υπέγραψε τη συμφωνία για την αγορά των S-400 με τη Μόσχα, σε μια στιγμή που δεν υπήρχε το νομικό πλαίσιο CAATSA, βάση του οποίου η Ουάσιγκτον δεσμεύεται να επιβάλλει κυρώσεις στην Τουρκία, γεγονός που έχει φέρει σε δύσκολη θέση το Λευκό Οίκο. Οι πρώτες απειλές για την αποπομπή από το πρόγραμμα των F-35, ήρθαν στο προσκήνιο όταν ήδη η Άγκυρα είχε υπογράψει τη συμφωνία για τους S-400με τη Μόσχα. Κάποιοι, επίσης, πίστευαν ότι η αγορά των S-400 έγινε από την Τουρκία για να κατευνάσει την οργή της Ρωσίας, για την κατάρριψη του ρωσικού μαχητικού αεροσκάφους, το 2015. Ένα μήνα πριν από την κατάρριψη, οι ΗΠΑ και η Γερμανία απέσυραν τα πυραυλικά αμυντικά τους συστήματα από την Τουρκία, κάτι που η Άγκυρα εξέλαβε ως αδιαφορία των συμμάχων της στο ΝΑΤΟ, για τις απειλές που αντιμετώπιζε.
Το πλέον κρίσιμο όμως ερώτημα που μπαίνει στο τραπέζι, λόγω όλων αυτών των εξελίξεων, είναι το γιατί η Τουρκία ρισκάρει τη θέση της στο ΝΑΤΟ, μια συμμαχία που την έχει προστατέψει από τον παραδοσιακό της αντίπαλο τη Ρωσία, για να αγοράσει ένα οπλικό σύστημα από αυτόν , ενώ μάλιστα υπάρχουν εναλλακτικές λύσεις για αυτό το σύστημα; Ταυτόχρονα υπάρχει και η άποψη ότι είναι ανεύθυνο για την Ουάσιγκτον να ρισκάρει να χάσει ένα σημαντικό σύμμαχο λόγω της άρνηση της να μεταφέρει τεχνολογία ενός συστήματος.
Η απάντηση είναι πλέον ξεκάθαρη. Η Τουρκία έχει αποφασίσει να επιδιώξει τα δικά της συμφέροντα, ακόμη και κόντρα στους συμμάχους της στο ΝΑΤΟ.
Τα τελευταία χρόνια, οι σχέσεις μεταξύ Ουάσιγκτον και Άγκυρας διέπονται από μια ένταση. Η υποστήριξη της Ουάσιγκτον προς το Δημοκρατικό Στρατό της Συρίας, ένα κατά βάση Κουρδικό οργανισμό, υποστηριζόμενο από το Κουρδικό YPG, έχει εξοργίσει την Άγκυρα, η οποία αντιμετωπίζει το YPG, ως παρακλάδι του PKK. Βέβαια οι Αμερικανοί άρχισαν να υποστηρίζουν το Κούρδους στη Συρία, μετά την άρνηση της Τουρκίας να επέμβει στον εμφύλιο της Συρίας, εναντίον του Ισλαμικού Κράτους. Όχι μόνο αυτό, αλλά άφησε ανοικτά και τα σύνορά της επιτρέποντας σε εθελοντές του ISIS, να περάσουν στη Συρία.
Η Ουάσιγκτον επέβαλλε και δασμούς στο Τουρκικό ατσάλι, οι οποίο μάλιστα ήταν και διπλάσιοι από αυτούς που είχε επιβάλλει σε άλλες χώρες, έως ότου απελευθερώθηκε ο Πάστορας Μπράνσον. Και υπάρχει και το πλέον κορυφαίο ζήτημα τριβής μεταξύ ΗΠΑ και Τουρκίας, η άρνηση της Ουάσιγκτον να προχωρήσει στην έκδοση του Φετουλάχ Γκιουλέν, τον οποίο η Άγκυρα θεωρεί υπεύθυνο για την απόπειρα πραξικοπήματος. Η Τουρκία θεωρεί ότι οι ΗΠΑ, εμποδίζουν την προσπάθεια της να ξηλώσει το σύστημα Γκιουλέν. Σε αυτό το μίγμα έρχεται η σφοδρή κριτική που, σωστά, δέχεται η Άγκυρα από την Ουάσιγκτον για τις ενέργειες της, στην ΑΟΖ της Κύπρου και την Ανατολική Μεσόγειο.
Σαν αποτέλεσμα η Τουρκία, κάθε ημέρα που περνά βλέπει όλο και περισσότερα οφέλη για να προχωρήσει σε μια ανεξάρτητη από την Ουάσιγκτον πορεία. Σωστό ή λάθος τα μελλοντικά γεγονότα θα το κρίνουν.
Οπότε η κίνηση με τους S-40o δεν είναι απλά μια ξεροκεφαλιά του απρόβλεπτου Ερντογάν, αλλά μια κίνηση στα πλαίσια μια ευρύτερης στρατηγικής για ανεξαρτησία στην προμήθεια οπλικών συστημάτων. Σε καμία περίπτωση δεν είναι μια στρατηγική συμμαχία Άγκυρας και Μόσχας. Αυτοί οι δύο δεν είναι αυτό που αποκαλεί κανείς φίλοι. Υπήρξε η κατάρριψη του ρωσικού μαχητικού, και στη Συρία βρίσκονται σε αντίπαλα στρατόπεδα.
Σίγουρα η κόντρα με τους S-400 θα έχει και επιπτώσεις στη σχέση της Τουρκίας με το ΝΑΤΟ. Για να κατανοήσει κανείς αυτές τις επιπτώσεις θα πρέπει να αναλογιστεί γιατί η Τουρκία έγινε μέλος του ΝΑΤΟ. Ο βασικός λόγος ήταν ο φόβος της Ρωσίας μετά το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Αυτό την οδήγησε στην Αγκαλιά της Ατλαντικής Συμμαχίας. Σήμερα η Ρωσία είναι σκιά αυτού που ήταν ως Σοβιετική Ένωση. Έχει σταθερά το πρόβλημα της Ουκρανίας, τρομερά οικονομικά προβλήματα, και πλέον η δημοτικότητα του Πούτιν πέφτει ραγδαία στο εσωτερικό. Έχει πολύ σημαντικότερα προβλήματα από την Τουρκία, να αντιμετωπίσει. Ως απόδειξη κάνει ότι είναι δυνατόν για να αποφύγει μια σύγκρουση με την Τουρκία στο εσωτερικό της Συρίας. Αυτά τα προβλήματα που αντιμετωπίζει η Ρωσία, έχουν δώσει τη δυνατότητα στην Τουρκία, να δρα πιο ανεξάρτητα από τους συμμάχους της που είναι αντίπαλοι της Μόσχας. Η δυνατότητα της Τουρκίας να εφαρμόζει μια πιο ανεξάρτητη εξωτερική πολιτική χωρίς να έχει το φόβο της Ρωσίας, της έχει επιτρέψει να απομακρυνθεί από το ΝΑΤΟ που για δεκαετίες την προστάτευε από τη Ρωσία.
Θα πρέπει επίσης να αναλογιστεί κανείς τους πολιτικούς παράγοντες που υπάρχουν. Αμερική και Τουρκία, περισσότερο η Ουάσιγκτον, έχει λειτουργήσει με ένα τρόπο που έχει στριμώξει τον Ερντογάν, δίνοντάς του πολύ λίγα περιθώρια να κάνει πίσω χωρίς να έχει τεράστιο πολιτικό και προσωπικό κόστος, ειδικά τώρα που βλέπει τη δική του πολιτική επιρροή και την επιρροή του κόμματός του να συρρικνώνονται. Αυτό είναι και αποτέλεσμα του καθαρά επιχειρηματικού στυλ διαπραγμάτευσης που εφαρμόζει η κυβέρνηση του Προέδρου Τράμπ. Η παραδοσιακή γραφειοκρατία του Στέητ Ντιπάρτμεντ μπορεί να είχε καταφέρει να λύσει το πρόβλημα με τους S-400. Αλλά ακόμα και να είχε συμβεί κάτι τέτοιο η πορεία δεν θα είχε αντιστραφεί. Ανεξάρτητα από το ποιος βρίσκεται στο Λευκό Οίκο, η Τουρκία θα συνεχίσει να προωθεί μια ανεξάρτητη και αναθεωρητική εξωτερική πολιτική από εδώ και στο εξής.
Αυτή είναι η μεγάλη και πάνω από όλα η πραγματική εικόνα της Τουρκίας. Και εδώ είναι που μπαίνει ένα κρίσιμο ερώτημα για την Ελλάδα. Έχουμε στρατηγική ή τουλάχιστον σκοπεύουμε να διαμορφώσουμε στρατηγική για την αντιμετώπιση μιας Τουρκίας που εφαρμόζει ανεξάρτητη από τη Δύση εξωτερική πολιτική; Διότι η χαρά και οι πανηγυρισμοί για τον καβγά της Τουρκίας με τις ΗΠΑ μόνο σοβαρή στρατηγική δεν είναι.
*Ο Δημήτρης Απόκης, είναι Διεθνολόγος και Δημοσιογράφος, Απόφοιτος του The Paul H. Nitze, School of Advanced International Studies, The Johns Hopkins University, μέλος του The International Institute of Strategic Studies, και διετέλεσε επί σειρά ετών διαπιστευμένος ανταποκριτής στο Λευκό Οίκο, το Στέητ Ντιπάρτμεντ, και το Πεντάγωνο, στην Ουάσιγκτον.