today-is-a-good-day
23.5 C
Athens

ΠτΔ: Η επικυριαρχία του «οικονομικού» επί του «θεσμικού» υπονομεύει τα ανθρώπινα δικαιώματα

Την υπονόμευση των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, ως συνέπεια υπονόμευσης της ίδιας της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας, από την επικυριαρχία του «οικονομικού» επί του «θεσμικού», υπογράμμισε ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας κ. Προκόπης Παυλόπουλος κατά την ομιλία του με θέμα «Από την αναγόρευση στην διεκδίκηση: Δικαιώματα του Ανθρώπου, 70 χρόνια από την Οικουμενική Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου», στο Συνέδριο της Ελληνικής Εταιρείας Διεθνούς Δικαίου & Διεθνών Σχέσεων, που πραγματοποιήθηκε στο αμφιθέατρο Γιάννος Κρανιδιώτης του Υπουργείου Εξωτερικών.

Ο κ. Παυλόπουλος, τόνισε, ότι επτά ολόκληρες δεκαετίες από την θέσπιση της Οικουμενικής Διακήρυξης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, αποτελεί κοινό τόπο, σε διεθνές επίπεδο, ότι ο σεβασμός των Δικαιωμάτων αυτών όχι μόνον δεν εμπεδώνεται αλλά, αντιθέτως, υπονομεύεται. Και μάλιστα με τρόπους που καθίστανται ολοένα και πιο υποδόριοι -και ως εκ τούτου ιδιαιτέρως δυσδιάκριτοι- άρα ολοένα και πιο υπονομευτικοί για τα Θεμελιώδη Δικαιώματα του Ανθρώπου.

Αναζητώντας δε τις πραγματικές βασικές αιτίες της ως άνω υπονόμευσης, διευκρίνισε ότι «οφείλουμε να δεχθούμε ότι αυτή βρίσκεται στην υπονόμευση της θεσμικής και πολιτικής «κοιτίδας» -και, επέκεινα, του θεσμικού και πολιτικού «λίκνου»- των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, δηλαδή της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας».

Όπως εξήγησε «Η αλήθεια αυτή προκύπτει εκ του ότι η Αντιπροσωπευτική Δημοκρατία, ως σύστημα διακυβέρνησης το οποίο συνδυάζεται, κατ’ ανάγκην, με το κλασικό καπιταλιστικό οικονομικό σύστημα που προϋποθέτει τον ελεύθερο και υγιή ανταγωνισμό ως προς το, lato sensu (σ.σ. εν ευρεία εννοία), επιχειρείν, εμφανίζεται το πιο κατάλληλο και «φιλικό», έναντι του Ανθρώπου, σύστημα άσκησης εξουσίας, στην όλη προσπάθειά του να υπερασπισθεί την αξία του και ν’ αναπτύξει ελευθέρως την προσωπικότητά του. Κατ’ εξοχήν δε ως το σύστημα που, στην ως άνω προσπάθεια του Ανθρώπου, τον εξοπλίζει με τ’ απαραίτητα μέσα κατάλληλης άμυνας κατά των φαινομένων της κρατικής αυθαιρεσίας αλλά και κατά της εκ μέρους των λοιπών μελών του κοινωνικού συνόλου αυθαίρετης άσκησης των κάθε είδους δικαιωμάτων».

Επισήμανε, επίσης, την σημασία που έχει η Αντιπροσωπευτική Δημοκρατία και η εντός αυτής οργάνωση της ισορροπίας των «θεσμικών αντιβάρων», ως «κοιτίδα» και «λίκνο» των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, τόσον έναντι της αυθαιρεσίας της κρατικής εξουσίας όσο και έναντι της αυθαιρεσίας των άλλων μελών του κοινωνικού συνόλου.

«Ο Άνθρωπος κινδυνεύει όχι μόνον από την κρατική αυθαιρεσία αλλά και από την αυθαιρεσία των συνανθρώπων του, κυρίως δε εκείνων που, λόγω οικονομικής ισχύος, τουλάχιστον κατά κανόνα, ρέπουν προς μια καταχρηστική άσκηση των δικαιωμάτων τους σε βάρος των ασθενέστερων» υποστήριξε ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας και πρόσθεσε ότι «η αρμονική συνύπαρξη των μελών κάθε κοινωνικού συνόλου, η οποία βρίσκεται στον πυρήνα της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας, απαγορεύει την άσκηση των δικαιωμάτων αυτών κατά τρόπο που αποβαίνει εις βάρος, από την μια πλευρά, των άλλων μελών του και, από την άλλη πλευρά, αυτού τούτου του κοινωνικού συνόλου, ως ξεχωριστής θεσμικώς οντότητας».

Ταυτόχρονα, σημείωσε, ότι στο πλαίσιο της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας αφενός η ίδια η Ελευθερία και οι επιμέρους εκφάνσεις της, ήτοι τα κατ’ ιδίαν δικαιώματα, δεν ασκούνται άνευ ορίων. «Ο Άνθρωπος είναι θωρακισμένος όχι μόνον έναντι της κρατικής αυθαιρεσίας, αλλά και έναντι της εις βάρος του αυθαίρετης άσκησης δικαιωμάτων εκ μέρους ιδιωτών, φυσικών ή νομικών προσώπων. Κάθε περιορισμός δικαιώματος είναι θεμιτός μόνον όταν προβλέπεται από κανόνα δικαίου, ο οποίος είναι σύμφωνος με τις συνταγματικές περί δικαιωμάτων διατάξεις» υποστήριξε ο Πρόεδρος.

Συνοψίζοντας, ο κ. Παυλόπουλος αναφέρθηκε στην διάβρωση των θεσμικών και πολιτικών αντηρίδων της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας από την επικυριαρχία του «οικονομικού» επί του «θεσμικού» και πρόσθεσε ότι ο σπουδαιότερος κίνδυνος διάβρωσης των θεσμικών και πολιτικών αντηρίδων της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας προέρχεται από την -εξαιτίας της γενικευμένης οικονομικής παγκοσμιοποίησης και της υπέρ αυτής, σχεδόν αποκλειστικώς, χρησιμοποίησης της τεχνολογίας- αποδυνάμωση του κανόνα δικαίου, της αρχής της νομιμότητας και, εν τέλει, του Κράτους Δικαίου in globo.

Σύμφωνα με τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, στην προσπάθεια αντιμετώπισης της επικυριαρχίας του «οικονομικού» επί του «θεσμικού» η Έννομη Τάξη μπορεί- ν’ αναζητήσει συμμάχους και παρατήρησε ότι:

«Εκ πρώτης όψεως, θα μπορούσε κανείς να ισχυρισθεί ότι κύριος σύμμαχος θα ήταν, και μάλιστα με πολλές δυνατότητες και αντίστοιχες προσδοκίες ο, lato sensu, Νομοθέτης. Ξεκινώντας από τον Εθνικό Νομοθέτη, που διαθέτει την δύναμη παραγωγής δημοκρατικώς νομιμοποιημένων κανόνων δικαίου, με θεσμικό «εγχειρίδιο» τον τυπικό νόμο και την κατ’ εξουσιοδότησή του εκδιδόμενη, από την Εκτελεστική Εξουσία, κανονιστική διοικητική πράξη. Και φθάνοντας ως την διεθνή, και πάλι υπό την ευρεία του όρου έννοια, Νομοθετική Εξουσία, εντός της οποίας αποκτά ολοένα και μεγαλύτερες διαστάσεις ο νομοθέτης της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Όμως, αυτή η πρώτη «συμμαχία» δεν έχει, κατά γενική ομολογία, αποδώσει ως τώρα τ’ αναμενόμενα».

Ακολούθως, σημείωσε ότι πραγματικός θεσμικός «σύμμαχος» του Κράτους Δικαίου και του κανόνα δικαίου είναι εκείνος, στον οποίο μπορεί -και πρέπει-να επενδυθούν οι βάσιμες προσδοκίες ουσιαστικής και αποτελεσματικής συμπαράστασης.

«Πρόκειται για τον Δικαστή -Εθνικό, Ευρωπαίο καθώς και για το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου- μέσ’ από την οργάνωση και την λειτουργία της Δικαιοσύνης. Ειδικώς, ως προς το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου οφείλω -όχι μόνον εκ μέρους της Ελλάδας αλλά και εκ μέρους της ίδιας της Ευρωπαϊκής Ένωσης- να επισημάνω ότι την αλήθεια του ως άνω συμπεράσματος αποδεικνύει η νομολογία του αναφορικά με την Κυπριακή Δημοκρατία. Και τούτο διότι η νομολογία αυτή υπερασπίσθηκε αποφασιστικώς τα δικαιώματα της Κυπριακής Δημοκρατίας και των πολιτών της -δηλαδή Ευρωπαίων πολιτών- έναντι των ωμών παραβιάσεών τους από την Τουρκία και από τα στρατεύματα κατοχής που διατηρεί, κατά παράβαση κάθε έννοιας Διεθνούς και Ευρωπαϊκού Δικαίου, στο Κυπριακό έδαφος» πρόσθεσε.

Καταλήγοντας, υποστήριξε ότι «Ίσως το συμπέρασμα αυτό να φαίνεται, prima facie (σ.σ. εκ πρώτης όψεως), αντιφατικό, αν αναλογισθεί κανείς αφενός ότι η ευθεία δημοκρατική νομιμοποίηση του Δικαστή υπολείπεται σαφώς εκείνης του Νομοθέτη. Και, αφετέρου, η Δικαστική Εξουσία εν γένει δεν έχει ως τώρα αναπτύξει, μέσα σ’ αυτή τη «σκοτεινή» οικονομική και κοινωνική συγκυρία, όλες τις δυνάμεις αντίστασης, τις οποίες διαθέτει θεσμικώς, έναντι των διαβρωτικών επιθέσεων που υφίσταται ο κανόνας δικαίου, η Έννομη Τάξη και το Κράτος Δικαίου».

Ωστόσο, παρατήρησε, πως «Αν εμβαθύνει κανείς και στην παράδοση και στα θεσμικά αποθέματα που διαθέτει η Δικαιοσύνη και με τα οποία θωρακίζεται ο Δικαστής, κατά την άσκηση της δικαιοδοτικής του λειτουργίας, θ’ αντιληφθεί ότι η αποτελεσματική ενεργοποίησή του προς αυτή την κατεύθυνση είναι περισσότερο πιθανή ή και αναμενόμενη σε σχέση με τις προσδοκίες που αφορούν το Νομοθέτη. Αρκεί να το θελήσει, βεβαίως με την ώθηση της επιστήμης και της ίδιας της κοινωνίας, σε μια κοινή πορεία υπεράσπισης των δημοκρατικών θεσμών».

Γ. Κατρούγκαλος: Το ουσιώδες θεμέλιο της εξωτερικής πολιτικής είναι η αγκυροβόλησή της στο διεθνές δίκαιο

Το μήνυμα πως «το ουσιώδες θεμέλιο της εξωτερικής μας πολιτικής πέρα από τον πολυδιάστατο χαρακτήρα της, είναι η αγκυροβόληση της πάντοτε στο διεθνές δίκαιο» έστειλε ο αναπληρωτής υπουργός Εξωτερικών Γιώργος Κατρούγκαλος.

Σε χαιρετισμό του στο συνέδριο για τη συμπλήρωση 70 χρόνων από την Οικουμενική Διακήρυξη Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, που πραγματοποιείται στο υπουργείου Εξωτερικών υπό την αιγίδα του Προέδρου της Δημοκρατίας, ο κ. Κατρούγκαλος χαρακτήρισε πρέπουσα την επιλογή της επετείου των 70 χρόνων ως σημείο αφετηρίας για τους προβληματισμούς μας. Ειδικότερα, επισήμανε τη δεύτερη ενότητα της Οικουμενικής Διακήρυξης, δεδομένου ότι επανα-υιοθετήθηκε στην ψηφοφορία της Χιλιετίας από όλα τα κράτη του ΟΗΕ, όπως ανέφερε, συμπλήρωσε πως αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία γιατί στην αρχική της ψήφιση υπήρξε μια αποδοχή της μόνον από τα κράτη της Δύσης, κάνοντας λόγο δεύτερη νεότητα.

Στο πλαίσιο αυτό, αναφέρθηκε στις σημερινές προκλήσεις, «ότι δεν είναι πια η απειλή σε βάρος των δικαιωμάτων από κρατικούς φορείς, αλλά βλέπουμε να υπάρχουν απειλές που να απορρέουν και από την ίδια την αλλαγή της σχέσης ανάμεσα στη διεθνή έννομη τάξη, στην εθνική και στην αγορά». Αυτό που ονομάζει ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας υποχώρηση του θεσμικού έναντι του οικονομικού, επισήμανε χαρακτηριστικά.

Ταυτόχρονα παρατήρησε πως «βλέπουμε μια υποχώρηση της Δημοκρατίας», γιατί σημαντικές αποφάσεις δεν λαμβάνονται πια από δημοκρατικά εκλεγμένες κυβερνήσεις ή στο πλαίσιο μιας δημοκρατικής διαβουλευτικής διαδικασίας». Κλασική περίπτωση, ανέφερε, είναι οι διεθνείς λογιστικοί κανόνες, ότι σε μεγάλο βαθμό απορρέουν από κανόνες που δεν έχουν συναφθεί στο πλαίσιο συνθηκών του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου.

Σε κάθε περίπτωση αποτέλεσμα, υπογράμμισε, είναι ότι έχουμε σε μια ελλιπή προστασία των δικαιωμάτων αυτονομίας απέναντι σε επεμβάσεις της ιδιωτικής εξουσίας και μια επίσης υποχώρηση της δημοκρατικής νομιμοποίησης των κρατικών οργάνων», και εξέφρασε την άποψή του ότι συνιστά και μια από τις βασικές αιτίες της κρίσης αξιοπιστίας που έχουν οι σύγχρονες δυτικές δημοκρατίες.

Στο σημείο αυτό τόνισε πως «ο αντιδημοκρατικός φιλελευθερισμός, δηλαδή η υποχώρηση στους κανόνες της αγοράς χωρίς του ορθολογισμό του δημοκρατικού στοιχείου, αποτελεί τον βασικό καταλύτη που παράγει την αντιφιλελεύθερη δημοκρατία» και υπογράμμισε την ανάγκη ισορροπίας ανάμεσα στο φιλελεύθερο και στο δημοκρατικό στοιχείο.

Αναφερόμενος στην απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου για τη σαρία, τη χαρακτήρισε σημαντική και σημείωσε ότι δοκίμαζε τις αντοχές της έννομης τάξης μας για δεκαετίες. «Δεν φοβηθήκαμε να αναλάβουμε το αναγκαίο πολιτικό κόστος μιας απόφασης και όχι να παρασυρόμαστε σε μια στασιμότητα δεκαετιών και με τις νέες μας ρυθμίσεις αντιμετωπίστηκαν επιτυχώς στην κατεύθυνση που μας δίνει η απόφαση του Δικαστηρίου, που όπως φαίνεται κάνει και θετική μνεία στην τροποποίηση του νομοθετικού καθεστώς» ανέφερε συγκεκριμένα.

Καταληκτικά διαμήνυσε πως μια χώρα όπως η Ελλάδα που βασίζει την πολιτική της στο διεθνές δίκαιο, δεν πρέπει να ανησυχεί όταν έχει παρόμοιες αποφάσεις, παρά μόνο στο βαθμό που δεν συμμορφώνεται με αυτές και σημείωσε πως αυτή ακριβώς είναι η λογική του κράτους δικαίου, να ελέγχονται οι δημοκρατικές αποφάσεις με βάση το κριτήριο των δικαιωμάτων.

Από τη μεριά της, η γενική γραμματέας Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του υπουργείο Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, Μαρία Γιαννακάκη τόνισε πως σήμερα όπως διαμορφώνεται η διεθνής σκηνή σε σχέση με τα ανθρώπινα δικαιώματα είναι πιο απαραίτητο από ποτέ να πάρουν όλοι θέση, αλλά και η καθολική φωνή και απαίτηση για ίσια δικαιώματα.

Η τριήμερη εκδήλωση άρχισε το απόγευμα με τον Στέλιο Περράκη, καθηγητή, μόνιμο αντιπρόσωπο της Ελλάδας στο Συμβούλιο της Ευρώπης και πρόεδρο της Ελληνικής Εταιρείας Διεθνούς Δικαίου και Διεθνών Σχέσεων, που διοργανώνει το τριήμερο συνέδριο με θέμα: Δικαιώματα του Ανθρώπου: Από την Αναγόρευση στη Διεκδίκηση 70 χρόνια από την Οικουμενική Διακήρυξη Δικαιωμάτων του Ανθρώπου», να διαβάζει το μήνυμα του γενικού γραμματέα του ΟΗΕ Αντόνιο Γκουτέρες για τη φετινή επέτειο. Ο κ. Περράκης χαρακτήρισε τη φετινή επέτειο ξεχωριστή και σημείωσε πως επιτρέπει τον αναστοχασμό και την ευκαιρία να δούμε να δούμε πώς μπορούμε να προχωρήσουμε από εδώ και πέρα. «Είναι μια ξεχωριστή ημέρα και γι’ αυτό αποφασίσαμε επί τρεις ημέρες να συζητήσουμε τις πτυχές μιας προβληματικής η οποία δεν εξελίσσεται καλά» προσέθεσε

Ο υπεύθυνος Επικοινωνίας για Ελλάδα και Κύπρο στο Περιφερειακό Κέντρο Πληροφόρησης του ΟΗΕ (UNRIC), Δημήτρης Φατούρος, σε χαιρετισμό του, τόνισε την ανάγκη υπεράσπισης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Δήλωσε ακόμα υπερήφανος ότι σήμερα στην Αθήνα τιμάται η Οικουμενική Διακήρυξη Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και ανέφερε πως η προστασία δικαιώματα παραμένει πάντα επίκαιρη.

Ο καθηγητής Χρήστος Ροζάκης, πρόεδρος του Επιστημονικού Συμβουλίου του ΥΠΕΞ αναφέρθηκε στη σημασία της Οικουμενικής Διακήρυξης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, λέγοντας πως αποτέλεσε την απαρχή προστασίας αυτών των δικαιωμάτων και έχει αποτελέσει πηγή έμπνευσης για τις επόμενες διεθνείς συμβάσεις. Μεταξύ άλλων, επισήμανε ότι αποτελεί την πρώτη μείζονα προσπάθεια κωδικοποίησης των δικαιωμάτων.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ