του ΓΙΑΝΝΗ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΥ
Πολύς κόσμος, φίλαθλοι όλων των ομάδων και όχι μόνον, στενοχωρήθηκαν στο άκουσμα της είδησης του θανάτου του Παύλου Γιαννακόπουλου. Ο “κύριος Παύλος”, όπως αποκαλούνταν, λόγω εξοικείωσης, καθώς ποτέ δεν ήταν απόμακρος ή σνομπ, πρόσφερε τα μέγιστα στον ελληνικό αθλητισμό και έκανε τον μπασκετικό Παναθηναϊκό ευρωπαϊκή υπερδύναμη. Δεν θα αναφέρω στατιστικά στοιχεία κ.λπ., αυτό είναι δουλειά των εξειδεικευμένων ρεπόρτερ. Απλώς θα αναφερθώ σε μια συνάντηση-συνέντευξη που είχα μαζίτου πριν αρκετά χρόνια, από την οποία μποορύσες να καταλάβεις κάποια πράγματα για την ποιότητα και το ήθος του ανθρώπου.
Ο κύριος Παύλος ήταν σαν μικρό παιδί. Χαιρόταν με την καρδιά του τις επιτυχίες της ομάδας, ενθουσιαζόταν με τις μεταγραφές, όταν έφερνε μεγάλους άσους στον Παναθηναϊκό. Το ραντεβού για τη συνέντευξη και φωτογράφησή του ήταν στο κτίριο της ΒΙΑΝΕΞ, ένα Σάββατο απογευμα, οπότε ήταν άδειο από κόσμο, κανείς δεν θα μας ενοχλούσε. Δεν είχε κλειστεί πολύ εύκολα η συνέντευξη, είχε προηγηθεί μια σχετική επιμονή μου, καθώς τον συμπαθούσα και ήθελα να τον γνωρίσω. Μιλάμε τώρα για τέλη της δεκαετίας του ’90 και ο Παναθηναϊκός είχε χάσει ένα ματς -νομίζω εντός έδρας- από τον Ολυμπιακό (ο οποίος τελικά πρέπει να κατέκτησε και τον τίτλο, χωρίς να είμαι βέβαιος).
Το συγκεκριμένο παιχνίδι σημαδεύτηκε από τη συμπεριφορά του …ζωηρού γιου του Δημήτρη, ο οποίος την “είχε πέσει” στον Ράτζα που αγωνιζόταν τότε στον Παναθηναϊκό. Τώρα, τι να την πέσεις στον Ράτζα, είναι και λίγο αστείο να το λέμε αφού επρόκειτο περί…θηρίου. Anyway, το σημαντικό είναι ότι υπήρχε κι αυτό το στοιχείο επικαιρότητας που, παρά τη συμπάθειά μου για τον πρόεδρο, δημοσιογραφικά δεν μπορούσα να το αφήσω ασχολίαστο, έπρεπε να ρωτήσω.
Με τον φωτογράφο, τον Πάτροκλο, περιμέναμε λιγάκι και ο πρόεδρος εμφανίστηκε, οδηγώντας μια εντυπωσιακή Mercedes, στην οποία, λόγω του μικρού του ύψους, είχε βάλει στη θέση του οδηγού ένα μαξιλαράκι, για να φτάνει το γκάζι, τα φρένα κ.λπ. (πόσο αξιαγάπητος!).
Βγήκε απότο αυτοκίνητο και μας οδήγησε στα γραφείο του, ρώτησε τι θα πιούμε, και, λίγο μετά, εμφανίζεται ο πρόεδρος με έναν δίσκο με δύο πορτοκαλάδες. Εγώ τότε, ήμουν και κάπως άβγαλτος, ομολογώ ότι εντυπωσιάστηκα από την απλότητά του, η οποία θεωρώ ότι ήταν φυσική, αυθεντική και δεν γνόταν εσκεμμένα για να κερδίσει πόντους.
Η συνέντευξη εξελίχθηκε πολύ καλά αφού ο άνθρωπος απαντούσε σε όλα, δεν υπήρξε κάτι για το οποίο δεν θέλησε να μιλήσει. Μτεαξύ άλλων, αφού η συνέντευξη ήταν εφ όλης της ύλης, αναφέρθηκε στα παιδκά του χρόνια, πόσο σκληρά ήταν να κρατά το φαρμακείο, κάπου στην Ομόνοια,του πατέρα του που είχε πεθάνει, μαζί με τα αδελφια του. «Το βράδυ δεν μπορούσα να κοιμηθώ από την ορθοστασία. Δεν ένιωθα την πλάτη μου, τη μέση μου, ήμουν καταπιασμένος» εξομολογήθηκε, αναφερόμενος σε εκίνα τα σκληρά χρόνια, πριν φτάσει στην ίδρυση του φαρμακευτικού κολοσσού που πλέον διηύθυνε, της ΒΙΑΝΕΞ.
Σχεδόν δάκρυσε, όταν αναφέρθηκε στη μητέρα του. «Η μάνα, παιδίμου, είναι κάτι το μοναδικό. Κανένας άνθρωπος στον κόσμο δεν σε αγαπά πιο πολύ. Γι’αυτό να φέρεσαι καλά στη μητέρα σου γιατί, αν φύγει από τη ζωή, δεν θα ξαναβρεις τέτοια και τόση αγάπη ( σ.σ. εδώ με έπιασαν κάποιες τύψεις, καθότι ολίγον γαϊδούρι με τη μαμά. Τέλος πάντων ).
Η απλότητά του φαινόταν κι από όσα έλεγε: «Τον φτωχό άνθρωπο, παιδί μου, να μην τον προκαλείς. Μην κάνεις επίδειξη όσων έχεις εσύ που μπορεί να είναι πολλά. Να σκέφτεσαι την αδυναμια του και να την σέβεσαι».
Η κουβέντα διακόπηκε από το τηλεφώνημα κάποιου αθλητικού ρεπόρτερ στον οποίο ο πρόεδρος απαντησε: «Ναι παιδί μου, να γράψεις ότι ο Παναθηναϊκός απέκτησε τον αθλητή…..» – δεν θυμάμαι όνομα. Ετσι έλεγε τους μπασκετμπολίστες. Ο αθλητής Ντομινίκ Ουίλκινς, ο αθλητήες Βράκνκοβιτς κ.λπ.
Τον Βράνκοβιτς τού 2.17 τον αγαπούσε πολύ και θεωρούσε ότι ήταν αμοιβαίο, ότι και ο Βράνκοβιτς αγαπούσε τον Παναθηναϊκό και δεν τον ξεχνούσε. Για τον Γκάλη, ο οποίος σταμάτησε το μπάσκετ μετά το γνωστό επεισόδιο με τον Πολίτη στο Μετς, επί προεδρίας Γιαννακόπουλου, ο κύριος Παύλος διακήρυσσε ότι είχαν άριστες σχέσεις: «Τον πέτυχα πριν λίγες μέρες στην Πανεπιστημίου με την κοπέλα του (σ.σ. νομίζω ότι τότε ο Γκάλης τα είχε με την ηθοποιό Μελίνα Ακριτίδου, με τα ωραία πράσινα μάτια). Αγκαλιαστήκαμε, φιληθήκαμε και του πρότεινα να τον παντρέψω, να είμαι εγω ο κουμπάρος. Οχι, κανενα πρόβλημα. Με τον Γκάλη έχω πολύ καλές σχέσεις, ειλικρινά».
Δεν μπορούσες να μην αισθανθείς συυμπάθεια για αυτόν τον άνθρωπο. Κάτι ότι ήταν μικροκαμωμένος, κάτι η αντιστρόφως ανάλογη οικονομική του ισχύς και η δημοφιλία του, κάτι η παιδικότητα με την οποία αντιμετώπιζε το μπάσκετ, σαν μικρό παιδί που χαίρεται, αυτός, ένας πλούσιος και πετυχημένος επιχειρηματίας, ε, όλα αυτά μαζί τον έκαναν πολύ συμπαθή, τον έκαναν “κύριο Παύλο”. Αλλωστε και σε αυτή τη συνέντευξη είπε μια ατάκα που την χρησιμοποιούσε συχνά: «Κοίταξε, παιδί μου, άλλοι έχουν τα μπουζούκια, άλλοι τα καζίνο, εγώ έχω τον Παναθηναϊκό. Πες ότι είναι το χόμπι μου. Ακριβό, αφού ξοδεύω πολλά αλλά οι επιτυχίες της ομάδας και η αγάπη με την οποία με αγκαλιάζει ο κόσμος του, μού δίνουν πολύ μεγάλη χαρά, δεν μπορώ να το περιγράψω».
Πώς να μην συμπαθήσεις τον κύριο Παύλο, όταν σου εξομολογούνταν κάπως λυπημένος, το τι τραβάει για να ικανοποιήσει τις παιτήσεις των παικτών του: «Η γυναίκα του Κοχ,ήθελε άμμο για τα γατάκια της. Επρεπε να της βρω άμμο. Τι να κάνω;».
Φυσικά, κάποια στιγμή ήρθε η ώρα και για την, ας πούμε, πιο σκληρή ερώτηση. Για το τι έγινε μεταξύ του Ράτζα και του γιου του. Εκεί, για να πω την αλήθεια, ελαφρώς τον θαύμασα, για το ότι αυτός, ένας ισχυρός άνθρωπος, δικαιολογούνταν για τις πράξεις του γιού του: «Κοίταξε κ.Τριανταφύλλου. Ο γιός μου, ό,τι έκανε, το έκανε από την αγάπη του για τον Παναθηναϊκό. Εχασε η ομάδα και από την στενοχώρια του, δεν μπόρεσε να ελέγξει τα νεύρα του». Και σε αυυτό το σημείο μου τόνισε ότι: «κ.Τριανταφύλλου, από όσα είπαμε, γράψε ό,τι θες. Για τον γιο μου, μόνο, για τον γιο μου, σε παρακαλώ, πρόσεξε τι θα γράψεις». Παράκληση που την επανέλαβε στη συνέχεια της συνάντησής μας 2-3 φορές, γεγονός που με έκανε ακόμη πιο δυστυχή και λυπημένο. Φυσικά τελικά έγραψα ακριβως αυτό που μου είπε.
Σε κάποια φάση πήρε στα χέρια του κι ένα κουτί με το φάρμακο Tonotil. «Αυτό, κ.Τριανταφύλου, να μην το χρειαστούμε ποτέ! Καταλαβάινεις τι εννοώ..».
Λίγο αργότερα κατεβήκαμε κάτω και, φεύγοντας, έβγαλε από το προτ μπαγκαζ της Μερσεντές πέντε μπάλες μπάσκε του Παναθηναϊκού και μου τις έδωσε. Αυτό δεν με χάλασε καθόλου ( παρότι νομίζω δεν μου έχει μείνει πλέον καμία..)
Την εποέμνη της συνέντευξης, ημέρα Δευτέρα, εγώ, μετά από ένα οργιώδες ΣΚ ( λέμε τώρα…) καθότι ήμουνκαι νέο παιδί, κοιμόμουν μέχρι αργά το μεσημέρι. Χτυπούσαν τηλέφωνα, χτυπουσαν κουδούνια, χαμπάρι. Τελικά, όταν εδέησα να εμφανιστώ στον κόσμο, ο απέναντι μου έδωσε ένα υπερμεγέθες καλάθι με ποτά που μου είχε στείλει ο πρόεδρος, ο οποίος, είχε μείνει πολύ ευχαριστημένος από το δημοσιευμένο αποτέλεσμα της δημοσιευθείσης συνομιλίας μας: «Ηρθα στο Επμελητήριο, κ.Τριανταφύλου, και όλοι μου μιλούσαν για αυτή τη συνέντευξη. Σας ευχαριστώ πολύ».
Κι ένα άλλο γεγονός, χαρακτηριστικό της προσωπικότητας του κυρίου Παύλου. Ενας συνάδελφος είχε αρκετά μεγάλο πρόβλημα με την όρασή του και έβαζε διάφορα, μεταξύ αυτών κι ένα κολλύριο που δεν το έβρισκε πουθενά. Πήρα τηλέφωνο τον κύριο Παύλο και τού το ανέφερα. Αμέσως μετά, με πήρε πίσω. «Λοιόν, αυτό το φάρμακο υπάρχει τώρα μόνο στο φαρμακείο του αεροδρομίου της Γενεύης. Θα το έχω σε 2-3 ημέρες. Πες στον συνάδελφό σου να περάσει απο το σπίτι μου να το πάρει. Όπως και τελικά έγινε…
Τελευταία φορά που είχα προσωπική επαφή μαζί του ήταν 31 Αυγούστου, πριν από καμιά δεκαετία, ίσως και παραπάνω, τελευταίο ΣΚ του καλοκαιριού, επιστρέφοντας από Μύκονο στην ΑΘήνα. Μιλήσαμε λίγο στην άιθουσα ανμονής του αεροδρομίου και μετά, ανεβαίνοντας τη σκάλα, “συμπέσαμε”. Ο κύριος Παύλος, ευγενέστατος, μου έκανε νόημα να προχωρήσω εγώ, παραχωρώντας μου προτεραιότητα. Αλλά φυσικά κάτι τέτοιο δεν έγινε, για προφανείς λόγους…
Πάει, λοιπόν, κι ο κύριος Παύλος Γιαννακόπουλος. Ενας άνθρωπος που ξεκίνησε φτωχός, έγινε πολύ πλούσιος αλλά ποτέ δεν έχασε την απλότητα και την ανθρωπιά του. Από τους πιο συμπαθείς και αληθινούς ανθρώπους που έχω γνωρίσει στα χρόνια μου στη δημοσιογραφία. Ας είναι ελαφρύ το χώμα που τον σκεπάζει. Είθε να τιμηθεί αναλόγως η μνήμη του από τα τις ημέρες και τα έργα των απογόνων του, καθώς είναι βαριά η κληρονομιά ήθους αλλά και προσφοράς στον αθλητισμό και γενικότερα την κοινωνία, που πίσω του, φεύγοντας, αφήνει…