today-is-a-good-day
21.1 C
Athens

Ο Μακρόν και η γαλλική κυβέρνηση σε θέση αναμονής και άμυνας

Αν ορισμένοι διεθνείς σχολιαστές υποστηρίζουν πως αν σε κάτι είναι γνωστοί οι Γάλλοι είναι ότι βγαίνουν στους δρόμους για να διαδηλώσουν κατά των νομοσχεδίων με τα οποία διαφωνούν, οι εικόνες στους δρόμους του Παρισιού και σε άλλες πόλεις τις τελευταίες εβδομάδες με τεράστια πλήθη διαδηλωτών είναι ακόμη και για τα γαλλικά δεδομένα ασυνήθιστες — και οι μεγαλύτερες σε όγκο διαδηλώσεις στη Γαλλία εδώ και δεκαετίες.

Και σήμερα οι Γάλλοι κλήθηκαν, για 11η φορά από τον Ιανουάριο, να διαδηλώσουν και να απεργήσουν κατά της μεταρρύθμισης του συνταξιοδοτικού που προωθεί ο Μακρόν, σε μια όλο και πιο τεταμένη ατμόσφαιρα ανάμεσα στα συνδικάτα και την κυβέρνηση.

Το σχέδιο αυτό του Μακρόν, το οποίο προβλέπει κυρίως την αύξηση της ηλικίας συνταξιοδότησης από τα 62 στα 64 χρόνια, υιοθετήθηκε στις 20 Μαρτίου έπειτα από εβδομάδες διαδηλώσεων και άγονων συζητήσεων στην Εθνοσυνέλευση.

Χθες μια συνάντηση ανάμεσα στη Γαλλίδα πρωθυπουργό Ελιζαμπέτ Μπορν και τις επαγγελματικές οργανώσεις για να βρεθεί μια διέξοδος στην κρίση κατέληξε σε «αποτυχία». Η κυβέρνηση, η οποία υιοθέτησε αυτή τη μεταρρύθμιση χωρίς να την έχει ψηφίσει η Εθνοσυνέλευση, μέσω του άρθρου 49.3 του Συντάγματος, ήλπιζε να βρει ένα πεδίο συνεννόησης, ενώ τα συνδικάτα συνεχίζουν να ζητούν να αποσυρθεί.

Η μεταρρύθμιση, αντιδημοφιλής σύμφωνα με το σύνολο των δημοσκοπήσεων, έχει προκαλέσει στη Γαλλία πρωτοφανή κινητοποίηση που επαναλαμβάνεται σχεδόν κάθε εβδομάδα, βγάζοντας στους δρόμους έως και 1,3 εκατομμύριο πολίτες μόνο στις 7 Μαρτίου, σύμφωνα με τις αρχές.

«Ένας από τους λόγους για τους οποίους υπάρχει μεγάλη κινητοποίηση σε σχέση με τη μεταρρύθμιση του συνταξιοδοτικού είναι ότι δεν έχουμε ένα αποτελεσματικό σύστημα κοινωνικής διαπραγμάτευσης. Με άλλα λόγια, υπάρχουν πολλές συνταξιοδοτικές μεταρρυθμίσεις σε όλη την Ευρώπη, αλλά τις περισσότερες φορές αυτές οι μεταρρυθμίσεις αποτελούν είτε αντικείμενο διαπραγμάτευσης μεταξύ των πολιτικών κομμάτων στο κοινοβούλιο -κάτι που συμβαίνει για παράδειγμα στις σκανδιναβικές χώρες-, είτε αντικείμενο διαπραγμάτευσης με τους κοινωνικούς εταίρους, με τους εργοδότες και τα συνδικάτα. Η τελευταία είναι η περίπτωση της Γερμανίας ή της Ολλανδίας για παράδειγμα», δηλώνει σε συνέντευξη που παραχώρησε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο Μπρουνό Παγιέ, διευθυντής ερευνών του Εθνικού Κέντρου Επιστημονικών Ερευνών της Γαλλίας (CNRS) στις πολιτικές επιστήμες, ο οποίος έχει εργαστεί στον τομέα των μεταρρυθμίσεων συστημάτων κοινωνικής προστασίας τόσο στη Γαλλία όσο και στην Ευρώπη.

Δεν είναι κάτι καινοφανές ότι σε πολλές χώρες οι διαπραγματεύσεις για μεταρρυθμίσεις είναι δύσκολες, προκαλούν τριβές και συγκρούσεις. Και ειδικά, σε ζητήματα όπως το συνταξιοδοτικό. «Αν κοιτάξετε την ιστορία των μεταρρυθμίσεων στο συνταξιοδοτικό στη Γαλλία, εκτός από την πρώτη που αποτέλεσε αντικείμενο διαπραγμάτευσης και υπήρξε τότε ανταλλαγή πολιτικών (θέσεων) μεταξύ κυβέρνησης και συνδικάτων-, στις υπόλοιπες πάντα είχαν καταγραφεί αρχικά μεγάλες και πολλές διαμαρτυρίες για να εδραιωθεί κατά κάποιο τρόπο μια ισορροπία δυνάμεων και στη συνέχεια, σε ορισμένες περιπτώσεις, έγιναν διαπραγματεύσεις, το 2003, το 2013 και το 1993. Και άλλες φορές η κυβέρνηση είχε επιβάλει την πολιτική της αλλά με πολιτικό τίμημα όμως, που της κόστισε αργότερα», σημειώνει ο Μπρουνό Παγιέ.

Ο κ. Παγιέ εκτιμά πως το πολιτικό κόστος της επιβολής (της μεταρρύθμισης) είναι τεράστιο. Άμεσο κόστος για τον Μακρόν και την κυβέρνηση είναι η πτώση της δημοτικότητας. «Αλλά υπάρχει και ένα βραχυπρόθεσμο κόστος που είναι η δυσκολία να περάσουν άλλες περίπλοκες μεταρρυθμίσεις αφού δεν υπάρχουν άλλοι πολιτικοί σύμμαχοι, άλλοι εταίροι με τους οποίους να διαπραγματευτούν με τα συνδικάτα. Άρα αυτό είναι το πολιτικό κόστος τους επόμενους μήνες, και μπορούμε να δούμε ξεκάθαρα ότι η κυβέρνηση δεν είναι σε θέση να οικοδομήσει συμμαχίες. Έπειτα, το μεσοπρόθεσμο πολιτικό κόστος είναι μια εκλογική άνοδος του Εθνικού Συναγερμού (σ.σ. το κόμμα της Μαρίν Λεπέν), και της ακροδεξιάς γενικότερα».

Κινητοποίηση σε ένα ευρύτερο παγκόσμιο πλαίσιο

Για τον κ. Παγιέ αυτό που συμβαίνει στη Γαλλία σήμερα δεν είναι μια γαλλική αποκλειστικά περίπτωση, αλλά εντάσσεται σε ένα ευρύτερο πλαίσιο πολυάριθμων εκδηλώσεων εκτεταμένης διαμαρτυρίας, τουλάχιστον σε χώρες της Δύσης, ενάντια στην εντατικοποίηση της εργασίας και στην επιδείνωση των συνθηκών εργασίας.

«Αν δείτε το κίνημα “σιωπηλή παραίτηση” (Quiet Quitting) στις ΗΠΑ ή στον Καναδά, αν δείτε τις διαδηλώσεις και τις απεργίες στη Βρετανία, στη Γερμανία -κάτι ασυνήθιστο για τη χώρα-, θα διαπιστώσετε στην πραγματικότητα ότι μετά την πανδημία της Covid, εν μέσω περιόδου υψηλού πληθωρισμού, υπάρχει μια αντίσταση των εργαζομένων στο να συνεχίσουν να αποδέχονται υποβαθμισμένες συνθήκες εργασίας και εντατικοποίηση της εργασίας τους. Πιστεύω ότι η Covid, η τηλεργασία και στη συνέχεια οι τρέχουσες συνθήκες στην αγορά εργασίας οδηγούν τους εργαζόμενους να μην αποδέχονται πλέον συνθήκες όπως αυτές που μπορεί να είχαν επιβληθεί τη δεκαετία του 2000 και ακόμη περισσότερο μετά την οικονομική κρίση του 2010», τόνισε, υπογραμμίζοντας πως η ανεργία μειώνεται, γεγονός που ενισχύει την ικανότητα των εργαζομένων να διαπραγματεύονται ή να διαμαρτύρονται.

Το Ελιζέ και η κυβέρνηση επένδυαν στο ότι θα υπάρξει μια μορφή κόπωσης, εξασθένιση των διαδηλώσεων κατά της μεταρρύθμισης, αλλά αυτό που βλέπει όλος ο πλανήτης είναι κόσμος στους δρόμους της Γαλλίας, που εξακολουθεί να διαδηλώνει μαζικά, δημοσκοπήσεις να δείχνουν ολοένα περισσότερα ποσοστά αποδοκιμασίας της μεταρρύθμισης. Συνεπώς, στην πραγματικότητα, η εναντίωση εδραιώνεται και αυξάνεται. Σε αυτό έρχονται να προστεθούν και οι απεργίες. Ο κ. Παγιέ εκτιμά μάλιστα ότι υπάρχει πιθανότητα περαιτέρω κλιμάκωσης των κινητοποιήσεων. «Κάθε φορά που η κυβέρνηση κάνει ένα περαιτέρω βήμα προς την επιβολή της μεταρρύθμισης υπάρχει μια αντίδραση οργισμένη, με διαδηλώσεις, μια εναντίωση που καταγράφεται σε δημοσκοπήσεις».

Μεγάλο μέρος της γαλλικής κοινωνίας είναι οργισμένο όχι τόσο για τη μεταρρύθμιση καθ’ αυτή, αλλά για τον τρόπο που αυτή πέρασε από τον πρόεδρο Μακρόν. Με την παράκαμψη της Εθνοσυνέλευσης και την προσφυγή στο άρθρο 49.3 του Συντάγματος, στο οποίο έχει το συνταγματικό δικαίωμα να καταφύγει ο Γάλλος πρόεδρος.

«Διαβάσαμε πολλά σχόλια ότι η κοινωνική αντίδραση ξεκίνησε από την εναντίωση των εργαζομένων που δεν ήταν έτοιμοι να δεχτούν να εργαστούν άλλα δύο χρόνια σε υποβαθμισμένες συνθήκες. Σταδιακά βλέπουμε μια εναντίωση στον τρόπο διακυβέρνησης από μια ελίτ που δεν λαμβάνει υπόψη τι λένε οι πολίτες, ούτε πώς ζουν οι άνθρωποι. Υπάρχει λοιπόν και αντίδραση κατά της προσφυγής στο 49.3 του Συντάγματος», της μεθόδου που ακολουθήθηκε όπως και κατά της αστυνομικής βίας κατά διαδηλωτών.

Το πρόβλημα είναι ότι εδώ η κυβέρνηση, για να ηρεμήσει τα πράγματα, θα πρέπει είτε να ομολογήσει την ήττα της, δηλαδή να αποσύρει τη μεταρρύθμιση, ή να κάνει μια παύση, που είναι σχεδόν το ίδιο πράγμα, συμπληρώνει.

Επιχείρηση: Επαναφορά στο διεθνές προφίλ του Μακρόν, για την απορρόφηση κραδασμών

Όπως πολλοί ηγέτες μπροστά σε κρίσεις στο εσωτερικό των χωρών τους, έτσι και ο πρόεδρος Μακρόν επιχειρεί να ανασύρει την ηγετική του προσωπικότητα στη διεθνή σκηνή για να απορροφήσει τους κραδασμούς. Βρίσκεται στο Πεκίνο για τριήμερη επίσημη επίσκεψη, στο πρώτο ταξίδι του στην Κίνα από το 2019, προσπαθώντας να μπει σε ρόλο διαμεσολαβητή στον πόλεμο στην Ουκρανία. Ως προς τη στρατηγική της επαναφοράς της εικόνας του Μακρόν ως ενός παγκόσμιου ηγέτη, ο κ. Παγιέ σημειώνει: «Όπως φαίνεται δεν μπορεί να προβάλει μόνο έναν θετικό ρόλο, αφού αναγκάστηκε να ακυρώσει την επίσκεψη του βασιλιά (Καρόλου Γ’, που ήταν αρχικά προγραμματισμένη για τις 26 έως τις 29 Μαρτίου), κάτι που από την άποψη της διεθνούς εικόνας της δεν είναι πολύ ευγενικό για τη Γαλλία. Από την άλλη, σε διεθνές επίπεδο, υπάρχει κριτική από το Συμβούλιο της Ευρώπης, τον εκπρόσωπο των Ηνωμένων Εθνών για τα ανθρώπινα δικαιώματα, που μιλούν για υπέρμετρη βία κατά διαδηλωτών στη Γαλλία. Υπάρχουν επίσης οι οίκοι αξιολόγησης, Moody’s κ.ά. που αναφέρουν πως δεν κοιτάζουν μόνο το επίπεδο του ελλείμματος, αλλά και την κατάσταση της κοινωνικής ειρήνης σε μια χώρα και αυτή τη στιγμή (αυτό δεν ισχύει και τόσο) στη Γαλλία.

Παράλληλα, αν κάποιος διαβάσει τον διεθνή Τύπο, τίθενται σοβαρά ερωτήματα σχετικά με τη κοινωνική κατάσταση στη Γαλλία και εμένα αυτό που με εντυπωσιάζει στα άρθρα που δημοσιεύονται, ακόμη και σε μέσα όπως ο Economist, οι New York Times, μεταξύ άλλων, είναι ότι δεν ακολουθούν τη ρητορική ότι οι «Γάλλοι αντιστέκονται στη μεταρρύθμιση, δεν θέλουν να δουλέψουν», αλλά τονίζουν πως «ο Μακρόν έχει πρόβλημα στην ικανότητά του να κυβερνά με τρόπο που να αμβλύνει τις εντάσεις». Και έτσι η διεθνής του εικόνα δεν λειτουργεί απαραίτητα υπέρ του, τουλάχιστον αν δούμε τι ακούγεται για τη Γαλλία και για τον ίδιο αυτή τη στιγμή στα διεθνή ΜΜΕ», καταλήγει ο κ. Παγιέ.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ