today-is-a-good-day
21.2 C
Athens

Κάτι σαν Χριστουγεννιάτικη ιστορία…

Το διήγημα του ThePresident από τη Μαρία Ε. Δημητρίου

Τα μισούσε τα Χριστούγεννα, γενικά μισούσε όλες τις γιορτές,  ακόμα και τις μέρες που έπρεπε να πάρει άδεια το καλοκαίρι και τις Κυριακές,  προπάντων τις Κυριακές, αυτές τις μισούσε πιο πολύ  γιατί έρχονταν συνέχεια, προγραμματισμένα  και κάθε βδομάδα έπρεπε να αναμετρηθεί με τη μοναξιά του.

Πολλές παρέες δεν είχε,  ήταν τύπος κλειστός και απόμακρος , δεν άφηνε κανέναν να σπάσει το φράγμα της ιδιωτικότητας του. Τους άφηνε όλους πάντα στο χώρο αναμονής, μέχρι να κουραστούν και να φύγουν από μόνοι τους .

 

Ποτέ δεν τα αγάπησε τα Χριστούγεννα ή μάλλον, ψέματα ,  κάποτε ήταν η αγαπημένη του  γιορτή,  όλη η οικογένεια μαζί στο γιορτινό τραπέζι , δώρα , γλυκά και γέλια μέχρι που,  Χριστούγεννα ήταν,  όταν η μητέρα του έφυγε από το σπίτι και δεν ξαναγύρισε ποτέ . Ο πατέρας του έκαψε όλες τις φωτογραφίες της και δε ξαναμίλησε γι αυτήν . Είχε απαγορεύσει και στον ίδιον,  κι ας ήτανε εφτά χρονών παιδάκι να  αναφέρει ξανά  το όνομα της . “ Η μητέρα σου έχει πεθάνει για μας  .” του δήλωσε  ψυχρά .

 

Εκείνος όμως δε σταμάτησε να την περιμένει , κάθε που κτυπούσε το τηλέφωνο η καρδιά του έσπαγε τα κοντέρ  και κάθε που άνοιγε η εξώπορτα  πίστευε ότι θα τη δει να μπαίνει . Με τον καιρό  σταμάτησε να αντιδρά στα ερεθίσματα και σιγά σιγά η εικόνα της ξεθώριασε  .

Τη συνάντησε δέκα χρόνια αργότερα τυχαία στο δρόμο,  κρατούσε από το χέρι ένα μικρό παιδί, τα βλέμματα τους διασταυρώθηκαν για μια στιγμή, μόνο για μια στιγμή .

Ήταν όμως  αρκετή για να  δει την αδιαφορία και την απόσταση του χρόνου να καταγράφεται στο βλέμμα της .

Δεν ξαναμίλησε ποτέ γι αυτήν, στη θέση της καρδιάς του, έβαλε ένα κομμάτι πάγο και έτσι πορεύτηκε στη ζωή του . Όσες σχέσεις έκανε τις τελειώνε με συνοπτικές διαδικασίες όταν η κατάσταση άρχισε να σοβαρεύει και όταν έπιανε τις εκάστοτε φίλες του  να κοιτάνε τις βιτρίνες με τα νυφικά περισσότερο από τρία δευτερόλεπτα .  Δεν ήτανε για δεσμεύσεις, γενικώς δεν ήταν για τίποτα .

 

Ο πατέρας του πέθανε όταν έκλεινε τα τριαπέντε του χρόνια , πέθανε με το όνομα της μητέρας του στο στόμα του . Δεν του είπε ποτέ ότι την είχε δει εκείνη τη μέρα,  ούτε για το καινούργιο παδί . Μπορεί να το είχε μάθει κι εκείνος , σίγουρα θα το ήξερε αλλά δεν το συζήτησαν ποτέ .Το έκρυψαν κάτω από το χαλί της προσποιητής αδιαφορίας τους .

 

Πέρασε χρόνια στην καρέκλα ενός ψυχαναλυτή  μα ούτε κι αυτός   μπόρεσε να του δώσει λύση . Το κενό της εγκατάλειψης παρέμενε σαν μια ανοικτή τρύπα στο διάστημα  που ήταν έτοιμη  να τον ρουφήξει . Η μόνη του παρηγοριά ήταν τα βιβλία , εκεί προσπαθούσε να βρει τη λύτρωση , μέσα από τις ζωές των άλλων, μέσα από παρόμοιες ζωές .

 

 

Ήταν Χριστούγενα όταν έλαβε το μήνυμα στο κινητό του .

“Η μητέρα σου είναι άρρωστη στον Ευαγγελισμό , θέλει να σε δει .” Κατάλαβε αμέσως ποιος ήταν ο αποστολέας . Έβαλε τα καλά του, πήρε και ένα κουτί μελομακάρονα από το φούρνο της γειτονιάς του και πήγε . Στον καθρέφτη του ανσασέρ έβλεπε ένα σαραντάρη αλλά εκείνος μόνο ήξερε ότι μαζί του, κουβαλούσε  το εφτάχρονο παιδί που ήταν κάποτε .

 

“ Δεν της μένουν  πολλές μέρες .” του είπε ο αδελφός του και συμπλήρωσε  απολογητικά “ μου το είπε προχτές εγώ δεν ήξερα …εκείνη μου έδωσε τον αριθμό σου.” Εκείνος κούνησε ελαφρά το κεφάλι , δε μπορούσε να μιλήσει , ήταν κι αυτός ο αναθεματισμένος κόμπος στο λαιμό που τον εμπόδιζε . Τη βρήκε ξαπλωμένη στο κρεβάτι, τίποτα δε θύμιζε την ωραία γυναίκα που ήταν κάποτε , η αρρώστια της είχε κλέψει ότι ζωντανό είχε . Του άπλωσε το χέρι και εκείνος το έπιασε διστακτικά .

Δεν του είπε λέξη, μόνο τον κοιτούσε στα μάτια για πολλή ώρα . Ύστερα ένιωσε το σώμα της κρύο , το βλέμμα της γυάλινο, δεν τον κοιτούσε πια . Και ύστερα την είδε νέα να σηκώνεται από το σώμα της και να φεύγει κρατώντας από το χέρι τον εφτάχρονο εαυτό του.

Εκείνα τα Χριστούγεννα τα πέρασε στο σπίτι του αδελφού του, με τη γυναίκα και το παιδί  του. Ήταν η πρώτη φορά που γέλασε αληθινά  μετά από καιρό, ίσως και από χρόνια . Ώρες ώρες ένιωθε ενοχές απέναντι στον πατέρα του , μα ύστερα τα μικρά χεράκια του ανηψιού του ,  που τον τραβούσαν για να παίξουν,  έδιωχναν κάθε σκοτεινή σκέψη .

Όταν έφευγε αργά το απόγευμα από το σπίτι τους , ο αδελφός του γύρισε και του είπε “ Τώρα καταλαβαίνω γιατί επέμενε να βγάλουμε το μικρό Αντώνη …”

Ο Αντώνης δε μίλησε και πάλι , αυτός ο κόμπος στο λαιμό είχε γίνει μόνιμος κάτοικος . “ Προσπάθησε μόνο  να την καταλάβεις”  συνέχισε ο αδελφός του “ δε σου ζητώ να τη συγχωρέσεις, απλά να την καταλάβεις …αν μπορείς .”

Δε μπορούσε , αλλά δεν του το είπε , τι έφταιγε κι αυτός , ένα παιδί ήταν που γεννήθηκε σε  προδικασμένες καταστάσεις .

Την άλλη μέρα  είχαν κανονίσει να πάνε το μικρό στο λούνα πάρκ και την Κυριακή θα μαζεύονταν και πάλι στο σπίτι για να φάνε και να παίξουν . “ Πρέπει να καλύψουμε το χαμένο καιρό “ επέμενε ο αδελφός του . Ένιωθε τους τοίχους της ψυχής του  να κατεδαφίζονται , ένιωθε ότι μπορούσε να κατεβάσει  το παζλ της ζωής του από το πατάρι και να το συνεχίσει , ένιωθε ….το πιο σημαντικό ήταν ότι είχε αρχίσει να νιώθει και να δένεται ξανά και για πρώτη φορά στη ζωή του ένιωθε ότι αυτός ήταν ο πρωταγωνιστής, αυτός θα έγραφε  τη συνέχεια  της ιστορίας και είχε πάρει την απόφαση να τη γράψει  όσο καλύτερα μπορούσε χωρίς λάθη ή με όσα μπορούσε λιγότερα ..

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ