today-is-a-good-day
23.5 C
Athens

Σεζόν. Το ημερολόγιο μιας μαγείρισσας.

Γράφει η Αργυρώ Κουτσού

Είμαι στο νησί δεκατρεις μέρες. Μου μοιάζουν δεκατρεις μήνες. Ή δεκατρεις ώρες. Μπερδεύομαι. Είναι σαν να μην έφυγα ποτέ. Ή σαν να ξαναζώ το περσινό καλοκαίρι. Ή από το περσινό καλοκαίρι να μην πέρασε μία μέρα του φθινοπώρου ή του χειμώνα ή της άνοιξης που ακολούθησαν. Μπερδεύομαι. Σου το κάνει αυτό η εποχιακή εργασία, ειδικά όταν εργάζεσαι στο ίδιο μέρος, με τους ίδιους ανθρώπους, έχεις  τους ίδιους  σπιτονοικοκυραίους, κοιμάσαι στο ίδιο κρεβάτι που δεν είναι, μα γίνεται σιγά σιγά, κρεβάτι σου.  Σου το κάνει η εποχιακή εργασία αυτό, γιατί δεν έχεις κανονικό χρόνο. Όχι όπως τον ξέρεις. Οι μέρες είναι όλες  όμοιες και είναι σερί, περίπου, 150.  Δεν έχεις  ρεπό, δεν έχεις αργία, δεν έχεις άδεια ασθενείας, δεν έχεις  σταματημό.

Είμαι μαγείρισσα.  Είναι η έκτη μου σεζόν. Για αυτήν θα σου μιλώ. Για αυτήν και για τις περασμένες. Θα σου πω τι σημαίνει να έχω αφήσει πίσω μου εικοσιένα χρόνια διεύθυνσης παραγωγής σε μεγάλα πολιτιστικά γεγονότα, για να κάνω το παιδικό μου όνειρο πραγματικότητα.  Ξέρεις, στην – βλαμμένη – ερώτηση που κάνουν οι μεγάλοι στα πιτσιρίκια «Εσύ τι θέλεις να γίνεις όταν μεγαλώσεις;» απαντούσα πάντα «Θέλω να μαγειρεύω και να φτιάχνω ιστορίες».  Όμως αντί αυτού, μεγαλώνοντας, έκανα χατήρια. Κι έτσι σπούδασα, έκανα μεταπτυχιακά, καριέρα σε έναν χώρο ζωηρό, όπως είναι οι παραστατικές τέχνες. Την αγάπησα πολύ εκείνη τη δουλειά μου. Πολύ. Όμως, να, εκεί γύρω στα σαράντα μου χρονια, την βαρέθηκα. Δε μου πετάριζε πια η καρδιά. Κι όταν έκλεισε η τελευταία εταιρεία στην οποία δούλευα, δεν σκέφτηκα πολύ. Έχει πλάκα να σου διηγηθώ το πως αποφάσισα να γίνω μαγειρισσα ανήμερα των τεσσαρακοστών γενεθλίων μου. Που περάσαν δυο χρόνια μέχρι να τα καταφέρω.

Για να καταλάβεις, όταν με ρωτούν πως από το Ηρώδειο και το Μέγαρο έφτασα στην κουζίνα, απαντώ πως για τούτη μου την απόφαση φταίει μία σειρά με κρέμες για το πρόσωπο  και μία τούρτα με την Betty Boop. Θα στην πω την ιστορία μια μέρα. Να μου το θυμίσεις. Τώρα δεν προλαβαίνω. Χρειάζεται να μπω στην κουζίνα και να τσιγαρίσω φρέσκα κρεμμυδάκια μαζί με μάραθο κι άνιθο. Τον μάραθο τον έκοψα ερχόμενη εδώ. Άγριο, από ένα μικρό έμπα που κάνει ο δρόμος και φαίνεται αδιέξοδο, μα δεν είναι. Στο τέλος του, έχει μεγάλα μάραθα, που τα παραμονεύω όλο το καλοκαίρι να σποριάσουν να τους πάρω τον σπόρο εκεί στο τέλος του Αυγούστου. Στα κρεμμυδάκια, αφού καλοτσιγαριστούν, θα ρίξω τη σάρκα από τις γαρίδες  που καθάρισε το πρωί η βοηθός μου, θα τα σβήσω με κρασί, και θα τα σμίξω με τη μπεσαμέλ που θα κάνω σε διπλανή κατσαρόλα. Με αυτό το μίγμα θα γεμίσω τα στρογγυλά μου κολοκυθάκια. Όλη τους  τη νοστιμιά στην γαρίδα την χρωστούν,  όχι στην τέχνη μου. Έχω καλό εστιάτορα που νοιάζεται για την πρώτη ύλη, και μου παίρνει την ντόπια γαρίδα την κόκκινη που η νοστιμιά της  είναι μεγάλη. Αφού τα γεμίσω, θα τα πασπαλίσω με μια σκόνη μπαχαριών και μετά θα τους κλείσω τα καπάκια. Η σκόνη μπαχαριών είναι η τέχνη μου. Και το καπάκι που κλείνει το κολοκύθι, κρατά το μυστικό μου. Αυτό, ίσως να μην στο πω. Θα τα ψήσω σε φούρνο δυνατό για μισή ώρα, και θα τα αφήσω μέσα, μέχρι την ώρα της πρώτης παραγγελίας.

Να, αυτό παθαίνω. Πιάνω την κουβέντα μαζί σου τώρα και ξεχνώ πως ο χρόνος περνά γρήγορα.  Στην σεζόν, δεν έχεις απόλυτα δικαίωμα αυτοδιαχείρισης  του χρόνου. Κι ίσως αυτό να σου φαίνεται κάπως άσχημο ή κάπως απάνθρωπο ή κάπως κακόφωνο, όπως ο ήχος του ξυπνητηριού που έβαλα σαν έκατσα να σου γράψω αυτές τις λέξεις. Και χτύπησε μόλις. Όμως θα σου πω πως στην αληθινότητα, η σεζόν είναι σπουδαία άσκηση. Και μεγάλο δώρο. Αυτά ομως έπονται.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ