today-is-a-good-day
13 C
Athens

Βαρλάμ Σαλάμοφ: Εξόριστος στην Κολυμά

Ο Βαρλαάμ (Βαρλάμ) Τιχόνοβιτς Σαλάμοφ, γιος του ιερέα Τιχόν Νικολάγιεβιτς Σαλάμοφ, γεννήθηκε στη Βολόγκντα της Ρωσίας το 1907. Δυστυχώς, τόσο η καταγωγή του, όσο και η χρονολογία της γέννησής του προοιωνίζονταν μια σκληρή και όχι ευτυχισμένη ζωή.

*Του Κώστα Κωτούλα

Μετά την επικράτηση της Οκτωβριανής Επανάστασης, το οικογενειακό τους σπίτι κατασχέθηκε. Αργότερα, αφού αποφοίτησε από το σχολείο το 1923, του διαμηνύθηκε ότι, επειδή ήταν γιος ιερέα, δεν θα του δινόταν άδεια να σπουδάσει και του ανατέθηκε εργασία βυρσοδέψη σε εργοστάσιο επεξεργασίας δέρματος. Ωστόσο, δύο χρόνια αργότερα, παραπέμφθηκε από το εργοστάσιο προς συμμετοχή σε διαγωνισμό για εισαγωγή στο Τμήμα Σοβιετικού Δικαίου στο Κρατικό Πανεπιστήμιο Μόσχας.

Στη δέκατη επέτειο της Οκτωβριανής Επανάστασης, ο Σαλάμοφ συμμετέχει σε διαδήλωση με αιτήματα κατά του Στάλιν και υπέρ της παρακαταθήκης του Λένιν. Είναι πλέον εχθρός της Επανάστασης. Και το Φεβρουάριο του 1929 συλλαμβάνεται σε επιδρομή σε τυπογραφείο να τυπώνει φυλλάδια τιτλοφορούμενα «Η Διαθήκη του Λένιν». Φυλακίζεται στις φυλακές Μπουτύρσκι, καταδικάζεται σε τρία χρόνια καταναγκαστικά έργα ως “κοινωνικά επικίνδυνο στοιχείο” και μεταφέρεται στα Νότια Ουράλια για να εκτίσει την ποινή.

Σε όλη τη διάρκεια της δίωξής του, αρνήθηκε να υπογράψει ομολογία. Αντίστοιχα, όταν, μετά την αποφυλάκισή του, του προτάθηκε να μεταφερθεί προς εποικισμό στην Κοιλάδα του Κολυμά, αρνήθηκε την πρόταση, λέγοντας ότι δεν επρόκειτο να μεταφερθεί εκεί παρά μόνο με συνοδεία ενόπλων. Δηλώνει μάλιστα περήφανος που δεν υπέβαλε καμία αίτηση μέχρι και την οριστική έξοδό του από τα στρατόπεδα καταναγκαστικής εργασίας.

Απελευθερώνεται το 1931 και ξεκινά δουλειά ως δημοσιογράφος. Ταυτόχρονα δημιουργεί οικογένεια, αποκτά μάλιστα και μια κόρη το 1935. Όμως σύντομα, το 1937, συλλαμβάνεται για αντεπαναστατικές Τροτσκιστικές δραστηριότητες, ξαναφυλακίζεται στις φυλακές Μπουτύρσκι και καταδικάζεται από το ειδικό συμβούλιο σε πέντε χρόνια επανορθωτικής εργασίας σε στρατόπεδο εργασίας. Στις 14 Αυγούστου 1937 αποβιβάζεται στο Μαγκαντάν, σε αυτό που ο ίδιος περιγράφει ως το λιμάνι του “νησιού” που αποτελούσαν τα στρατόπεδα καταναγκαστικής εργασίας της κοιλάδας του Κολυμά. Σύμφωνα με το Σαλάμοφ, οι κατάδικοι χρησιμοποιούσαν τον όρο “νησί” για το δίκτυο των στρατοπέδων που καταλαμβάνουν ένα τεράστιο τμήμα της ανατολικής Σιβηρίας, γιατί δεν υπήρχε σε αυτό πρόσβαση μέσω ξηράς, αλλά μόνο με πλοίο, μέσω του Μαγκαντάν. Από εκεί αποστέλλεται για εργασία σε χρυσωρυχεία.

Στα ορυχεία συνδέεται από τη διοίκησή τους με “συνωμοσία των δικηγόρων” και φυλακίζεται στο Μαγκαντάν. Εκεί κολλάει τύφο και τίθεται σε καραντίνα. Μόλις επανέλθει, του ανατίθενται εκ νέου καταναγκαστικά έργα, αρχικά σε αποστολές στην επιφάνεια, στη συνέχεια και πάλι σε ορυχεία –ανθρακωρυχεία αυτή τη φορά, και δύο χρόνια αργότερα ως εργάτης γενικών καθηκόντων σε στρατόπεδο εργασίας.

Έχει ήδη συμπληρώσει την 5ετή του καταδίκη, όμως η Διοίκηση αυτού που άλλος συγκρατούμενός του καθιέρωσε διεθνώς με την επωνυμία ”Αρχιπέλαγος Γκουλάγκ”, είχε τη δυνατότητα να επιβάλλει συμπληρωματικές ποινές, πράγμα που, ειδικά στη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, με αυξημένες ανάγκες σε πρώτες ύλες, δεν παρέλειπε να κάνει με ιδιαίτερη επιμέλεια. Έτσι, το 1943 συλλαμβάνεται (μέσα στα στρατόπεδα εργασίας) για “αντισοβιετική προπαγάνδα”, καθώς χαρακτήρισε το Νομπελίστα Ιβάν Μπούνιν ως “μεγάλο Ρώσσο συγγραφέα”. Για αυτήν του την πράξη, εισέπραξε άλλα 10 χρόνια καταναγκαστικής εργασίας, τιμώμενος κι αυτός με το περιβόητο Άρθρο 58 του Σοβιετικού Ποινικού Κώδικα! Το 1944 συνελήφθη ξανά για το ίδιο έγκλημα (αντισοβιετική προπαγάνδα), όμως, αφού ήδη εξέτιε ποινή για τη συγκεκριμένη παράβαση, δε μπορούσε να καταδικαστεί εκ νέου.

Το 1945 φτάνει στα πρόθυρα θανάτου από την αδυναμία. Νοσηλεύεται για τρεις μήνες σε νοσοκομείο και επανέρχεται. Με την έξοδό του από το νοσοκομείο, του ανατίθεται εργασία υλοτόμου, όπου, λόγω αδυναμίας, αδυνατεί επανειλημμένως να πιάσει τη νόρμα του (παράβαση η οποία επέφερε ως ποινή τη χορήγηση μισής ποσότητας τροφής από την προβλεπόμενη). Αποφασίζει να δραπετεύσει, ενέργεια εξ ορισμού αδύνατη στη Σιβηρία, λόγω των συνθηκών. Συλλαμβάνεται και αποστέλλεται ξανά σε ορυχείο.

Μετά από νέα νοσηλεία σε νοσοκομείο, εκπαιδεύεται από τους εκεί γιατρούς ως νοσηλευτής, αποκτά τη σχετική ιδιότητα και ξεκινά να εργάζεται με αυτή από το τέλος του 1946. Μετά από 9 χρόνια στην Κοιλάδα του Κολυμά, έχει πλέον καταφέρει να εξασφαλίσει την επιβίωσή του. Η καταδίκη του λήγει στα τέλη του 1951, όμως θα μείνει για ακόμη δύο χρόνια στη Γιακουτία, προκειμένου να μπορέσει να συγκεντρώσει χρήματα για να φύγει από εκεί. Κατά την περίοδο αυτή, η οικογένειά του τον αποκηρύσσει (κανείς δεν ήθελε να έχει σχέση με έναν πρώην Τροτσκιστή Αντεπαναστάτη – Αντισοβιετικό Προπαγανδιστή). Από το Μαγκαντάν του επιτρέπεται να φύγει το Νοέμβριο του 1953, μήνες μετά το θάνατο του Στάλιν, αλλά και πάλι δε λαμβάνει άδεια παραμονής στη Μόσχα. Η αποκατάστασή του ως θύματος των Σταλινικών διώξεων γίνεται το 1954.

Σε όλη την περίοδο της εξορίας του, ο Σαλάμοφ έγραφε ποιήματα ή προετοίμαζε, σε ό,τι χαρτί μπορεί να έβρισκε, σύντομες ιστορίες σε σχέση με τις συνθήκες στα στρατόπεδα εργασίας. Μετά την απελευθέρωσή του, αρχίζει αλληλογραφία με τον Μπόρις Πάστερνακ, ο οποίος τον εισάγει στους συγγραφικούς – λογοτεχνικούς θεσμούς της ΕΣΣΔ.

Ο Σαλάμοφ συνεχίζει να εργάζεται ως εργοδηγός σε κατασκευαστικά έργα, εργάτης σε εργοστάσιο και σε άλλες εργασίες, παράλληλα όμως -και για τα επόμενα πολλά χρόνια- δουλεύει πάνω στη συλλογή του “Ιστορίες από την Κολυμά”.

Το 1957 κυκλοφορεί τα πρώτα ποιήματα από τα “Τετράδια της Κολυμά”. Από το 1962 αρχίζει να εργάζεται ως δημοσιογράφος. Από εκεί μέχρι και το 1977 κυκλοφορεί ποιητικές συλλογές του και στη συνείδηση του Σοβιετικού κοινού καθιερώνεται μάλλον ως ποιητής παρά ως πεζογράφος, αφού το επιτράπηκε να κυκλοφορήσει πέντε ποιητικές συλλογές. Το 1972 γίνεται δεκτός στην Ένωση Σοβιετικών Συγγραφέων.

Οι “Ιστορίες από τη Κολυμά”, το μεγάλο έργο του Σαλάμοφ, κυκλοφόρησε στις ΗΠΑ το 1966. Στη Ρωσική γλώσσα κυκλοφόρησαν στο Λονδίνο το 1978. Οι κυκλοφορίες πραγματοποιήθηκαν με τη σημείωση ότι δεν είχαν την άδεια του συγγραφέα, προκειμένου αυτός να προστατευθεί από τις διώξεις του καθεστώτος. Σε κάθε περίπτωση, η Ένωση Σοβιετικών Συγγραφέων, ως αντάλλαγμα για τις παροχές της (σύνταξη, περίθαλψη) προς τον ασθενικό και πρόωρα γερασμένο Σαλάμοφ απαιτεί από αυτόν τη σύνταξη επιστολής με την οποία εκφράζει τη διαφωνία του με την κυκλοφορία των έργων του στο εξωτερικό. Στη Σοβιετική Ένωση, οι “Ιστορίες από την Κολυμά” κυκλοφόρησαν για πρώτη φορά το 1989, αφού το 1988 ήρθη η σχετική απαγόρευση.

Οι Ιστορίες, οι οποίες στην Ελλάδα κυκλοφορούν σε μια έκδοση σχεδόν 2000 σελίδων, είναι μια συνοπτική αποτύπωση των συνθηκών που επικρατούσαν στο Αρχιπέλαγος. Πρόκειται για μια συλλογή από σύντομες ιστορίες, τόσο αυτοβιογραφικές, όσο και από αφηγήσεις συγκρατούμενων, αλλά και δοκιμίων. Αναδεικνύουν όλα εκείνα τα στοιχεία που συνθέτουν έναν ξεχωριστό κόσμο, τη μεγαλύτερη σε έκταση και αριθμό κρατουμένων και μία από τις πιο απάνθρωπες φυλακές που είχε να παρουσιάσει η ανθρώπινη ιστορία: το Αρχιπέλαγος.

Μιλάει για την πείνα και το φαγητό και τις μερίδες, για την αϋπνία και την κούραση και τα κρεββάτια, για τη βρωμιά και τα (κοινόχρηστα) ρούχα, τις ψείρες, τα μπάνια, τις αποστειρώσεις.

Μιλάει για τους πολιτικούς κρατούμενους, τους τελευταίους στην ιεραρχία των φυλακών, για τους φύλακες και τους συνεργάτες τους, τους ποινικούς, για τη διοίκηση και για το πολιτικό προσωπικό των στρατοπέδων. Στους ποινικούς εστιάζει περισσότερο (τους αφιερώνει και το κεφάλαιο “Δοκίμια από τον Κόσμο του Εγκλήματος”) και καταρρίπτει το μύθο του “κώδικα τιμής” – ή μάλλον τον αντικαθιστά με έναν κώδικα ατιμίας που είχαν μεταξύ τους και σε βάρος των πολιτικών κρατουμένων και των ανηλίκων κρατουμένων στους οποίους οι ποινικοί επεφύλασσαν “ειδικές χρήσεις”. Για την ανυπαρξία αλληλεγγύης ή φιλίας μεταξύ των συγκρατουμένων, για τις αναφορές ή τις καταγγελίες συγκρατουμένων στη διοίκηση, έναντι ελαχίστων ανταλλαγμάτων.

Μιλάει για τους λάρικες και τα φτυάρια και το παγωμένο χώμα και τις απάνθρωπες συνθήκες μέσα στα στρατόπεδα, μέσα στα ορυχεία, αλλά και έξω από αυτά. Για τις νόρμες, τις ποινές και τις μεθόδους εξόντωσης που είχε επινοήσει η διοίκηση του Αρχιπελάγους, τους ξυλοδαρμούς, τη στέρηση τροφής, την άρνηση νοσηλείας, την ανάθεση αδυνάτων εργασιών ή νορμών.

Μιλάει για το φόβο. Για το θάνατο. Για την οργή. Για την ανθρώπινη αντοχή και την απόφαση για επιβίωση για μια ακόμα μέρα, αλλά και μόνο για μία ακόμα μέρα -παραπέρα σχεδιασμός είναι μάταιος. Για την αδιαφορία -προς τον εαυτό και το συγκρατούμενο- και την παραίτηση. Για τη ζωή χωρίς ελπίδα. Για τις καταδικασμένες σε αποτυχία απόπειρες απόδρασης. Για τη θρησκεία και τη συμβολή της στη διατήρηση “ανθρωπίνων χαρακτηριστικών” από τους κρατούμενους.

Μιλάει για το κρύο, τον πιο απάνθρωπο φύλακα και φονιά του Αρχιπελάγους, χειρότερο κι από την πείνα.

Αποτυπώνει με την αξιοπιστία του αυτόπτη μάρτυρα όλα αυτά που συνδιαμόρφωσαν ένα από τα πιο μεγάλα -και ακόμα ατιμώρητα- εγκλήματα κατά της Ανθρωπότητας.

Ο Σαλάμωφ πέθανε το 1982 από πνευμονία η οποία εξελισσόταν σε καρδιακή ανεπάρκεια. Σύμφωνα με αυτόπτη μάρτυρα, οι γιατροί διέγνωσαν γεροντική άνοια και τον περιέθαλπαν για άνοια και όχι για πνευμονία. Το καθεστώς δεν τον συγχώρησε ποτέ.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ