today-is-a-good-day
21.4 C
Athens

Το πάθος, ο λογαριασμός και το θετικό πρόσημο.

Γράφει η Αργυρώ Kουτσού Την πρώτη φορά που άναψα τσιγάρο μπροστά στον πατέρα μου ήμουν γύρω στα 25. Όχι πως δεν το ήξερε. Ξεκίνησα να καπνίζω γύρω στα 20, κάπνιζα στο δωμάτιο μου, έμπαινε καμιά φορά μέσα και κοιταζόμαστε με νόημα, αλλά τσιγάρο μπροστά του μου πήρε λίγα χρόνια να ανάψω. Εκείνη τη φορά, λοιπόν, μου είπε κάτι που κράτησα καλά και το κρατώ ακόμα: «Ξεκίνησες σοβαρά το κάπνισμα, κόρη, ε; Θα σου πω κάτι, κι αν θες το κρατάς.

Τα τσιγάρα σου δεν θα επιτρέψεις ποτέ να σου τα αγοράσει άλλος. Να πληρώνεις το πάθος σου μόνη σου, για να έχεις πλήρη συνείδηση του κόστους του κάθε φορά που το επιλέγεις.»  Δεν εννοούσε τις 86 δραχμές, τότε, των τσιγάρων, ο μπαμπάς μου. Κι εγώ το κατάλαβα καλά το μάθημα εκείνο. Και το χώρεσα και το κράτησα και το είχα πάντα στο νου μου. Και απενεχοποίησα κάμποσα πάθη μου, έτσι, κι έλεγα στον εαυτό μου πως αφού έχω να πληρώνω τον λογαριασμό τους, βουρ πάαινε και πίσω μην κοιτάς. Και γλίτωσα και κάμποσα, γιατί έκανα στο νου μου τις προσθέσεις εκείνου και του άλλου, κι έβλεπα το νούμερο στο άθροισμα, και δεν έβγαινα να το πληρώσω, κι έκανα πίσω και σωνόμουν. Έτσι την κοστολόγησα και τη σεζόν στις κουζίνες των νησιών. Μετά κείνη την πρώτη, της Παροικιάς, που κόστισε περισσότερο από όλες, έκατσα κάτω και λογαριάστηκα με τον εαυτό μου, είδα το νούμερο στο τέλος του χαρτιού και είπα βουρ πάιανε και πίσω μην κοιτάς. Να σου ξεκαθαρίσω εδώ πως το νούμερο δεν έχει ποτέ σημασία. Όπως σημασία δεν είχαν οι 86 δραχμές του Κάμελ άφιλτρου που είχα ξεκινήσει να καπνίζω. Σημασία έχει το πρόσημο να είναι θετικό.

Cigarette break #tomcollins

Η δημοσίευση κοινοποιήθηκε από το χρήστη Argyro Koutsou (@argyroification) στις

Με πλήρη συνείδηση, λοιπόν, πληρώνω τούτο το πάθος μου. Ξέρω πως κοστίζει. Κοστίζει σε καλοκαίρια, κοστίζει στα πόδια μου, κοστίζει στη μέση μου, κοστίζει στα χέρια μου, κοστίζει σε ρυτίδες, κοστίζει σε ασυνέπεια προς κάμποσες μεριές. Ξεχνώ να τηλεφωνήσω σε ανθρώπους. Ξεχνώ να κάνω το κείμενο μου. Ξεχνώ να φροντίσω το φαγητό μου. Ξεχνώ να παίξω με τον Πιπέρη. Όμως δίνει πίσω. Πόσα μα πόσα μου δίνει πίσω. Το καλύτερο από όλα είναι η μπριγκάντα μου. Αυτή η ομάδα που ξεκινά κοιτώντας αλλού ο καθένας και καταλήγει να έχει κοινό βλέμμα προς έναν τόπο. Κείνον του καλύτερου δυνατού. Κάπως τα καταφέρνω κάθε φορά και το φτιάχνω έτσι το σχέδιο.  Γιατί μπορεί να μην το ξέρεις, όμως η κουζίνα μπορεί να είναι πεδίο μάχης. Όχι μόνο λόγω της αδρεναλίνης, της ζέστης, της έντασης. Λόγω των κοκοριών και των δύο στρατοπέδων. Ναι, έχει στρατόπεδα. Το σέρβις και τα μαγέρια. Μπορεί να είναι αντίπαλα. Μπορεί να είναι συμμαχικά. Δυνητικά μπορεί. Όχι πιθανολογικά. Σε κάθε περίπτωση, δύο παραμένουν. Και στο ξεκίνημα της φουλ σεζόν, της πολλής δουλειάς, φαίνεται ξεκάθαρα η πρόθεση τους. Μαζί ή απέναντι. Μετά, το κάθε στρατόπεδο μπορεί να είναι σαν μια γροθιά. Ενωμένο. Ή μπορεί να είναι πέντε χωριστά δάκτυλα, με το κάθε ένα να τραβά τη δική του κατεύθυνση. Εκεί  είναι που η μάχη κερδίζεται, να ξέρεις. Κι αν θες να το νοιώσεις, σωματοποίησε το κι εσύ. Κάνε το χέρι σου μπουνιά. Νοιώσε τη δύναμη που αυτό έχει. Τώρα κάνε τα δάχτυλα σου να κινηθούν σε άλλες κατευθύνσεις το κάθε ένα. Και να μείνουν εκεί. Νοιώσε την ένταση που αυτό φέρνει στην παλάμη σου, στον καρπο σου. Γιατί για να αντιληφθείς αυτό που σου λέω, μόνο στο σώμα σου ακούμπησε το, όχι στο κεφάλι σου.  Γιατί το σώμα πρωταγωνιστεί εδώ. Σε κάθε στρατόπεδο. Σε κάθε στρατιώτη. Είναι το σώμα που πρώτο μπαίνει στην μάχη. Το σώμα που δεν ξεκουράζεται αρκετά. Που ξεπερνά τις αντοχές του. Που αψηφά την καρδιά και τον νου στην εντολή τους να κάνει κράτει.  Στις κουζίνες που έχω βρεθεί ως τώρα, έχω ζήσει όλους τους συνδυασμούς. Τα δυο στρατόπεδα σε μεγάλο πόλεμο. Τα δυο στρατόπεδα σε μεγάλη συμμαχία. Τα δυο στρατόπεδα σε μερικό πόλεμο και μερική συμμαχία. Το κάθε στρατόπεδο σε πόλεμο μεταξύ του. Έχω ανακαλύψει, μετά από παράπονο πελάτη για γλύκα στο φαγητό του, πως η πρωινή μαγείρισσα – το μαγαζί άνοιγε στις 8 το πρωί για πρωινά και σνακς και πήγαινε μέχρι τα ξημερώματα –  είχε σμίξει ζάχαρη στο αλάτι μου. Έτσι. Από γινάτι Ιζνογκούντ. Για να βγει το πιάτο μου ζαβό και να τα ακούσω. Γιατί θεωρούσε πως εκείνη έπρεπε να βρίσκεται στη θέση μου κι εγώ στη δική της. Έχω εκτελέσει πιάτο λάθος, γιατί σερβιτόρος επίτηδες δεν έγραψε την ιδιαιτερότητα του πελάτη στην παραγγελία με μοναδικό σκοπό του να το ξανακάνω. Έχω εκτελέσει πιάτο που με χρειάζεται απίκο για δεκαεφτά λεπτά σε 17 παραγγελίες μέσα στον Αύγουστο που μένω όρθια χωρίς μισό λεπτό διάλειμμα για έξι ώρες συνεχόμενες γιατί έχω νευριάσει τον σερβιτόρο και το έχει προτείνει επίτηδες για να με λιώσει. Έχω λιώσει στον ιδρώτα αρχές Αυγούστου χωρίς διάλειμμα λεπτό από τις δυόμιση το μεσημέρι ασταμάτητα κολλημένη μπροστά στα γκάζια ως τις δέκα το βράδυ κι έχω νιώσει πάγο στον λαιμό μου γιατί ο σερβιτόρος έχει περάσει μέσα από τον πάγκο να με δροσίσει αφού μου έχει αφήσει ένα Τοm Collins στον πάγκο μου γιατί θυμήθηκε πως μου αρέσει και ήθελε να με περιποιηθεί και η βοηθός μου έρχεται και λέει «Θα κάτσω εγώ εδώ να κοιτάω τα τηγάνια, πάρτο και πήγαινε για ένα τσιγάρο ΤΩΡΑ». Έχω φτάσει στο μαγαζί ξέροντας τι με περιμένει απο μαγείρεμα και προετοιμασία μέσα στην κάψα της σεζόν, έχω βγει απο το αυτοκίνητο, και προχωρώ προς το μαγαζί και μυρίζω κάτι λιμπιστικό που δεν αναγνωρίζω. Έχει πάει το πρωί η βοηθός μου νωρίτερα για να έχει χρόνο να ανοίξει φύλλο και να μου κάνει στριφτές τυρόπιτες με λιαστή ντομάτα και φέτα, που ξέρει πως μου αρέσουν.

Χεριού.

Η δημοσίευση κοινοποιήθηκε από το χρήστη Argyro Koutsou (@argyroification) στις

Έχει πάει ο εστιάτορας μου κι έχει κοψει καρπούζι  και μας έχει ταϊσει όλους στο στόμα για δροσιά. Και το βράδυ εκεί που γράφουμε ψώνια, έχει παραγγείλει σουβλάκια και βρωμιές για όλους μας για να κάτσουμε να πιούμε μπύρες τσουγκρίζοντας στην υγειά μας. ‘Εχουμε γεμάτη σάλα στις 10:30 το βράδυ, είναι δέκα Αυγούστου,  ο κόσμος έρχεται και φεύγει γιατί δεν έχει τραπέζι να κάτσει, κι επιστρέφει στις 11:30 και στις 12:00 κι ο εστιάτορας μου μου λέει «Δεν παίρνω άλλους» κι εγώ επιμένω, «Κάθισε τους, θέλω να μαγειρέψω κι άλλο» κι έχω σβήσει τα γκάζια στη μιάμιση κι έχει πάει δυόμιση όταν κατευθύνομαι στο αυτοκίνητο μου κι έχω κοντοσταθεί ένα μέτρο πριν γιατί ενώ δίνει ο εγκέφαλος την εντολή στο πόδι να κάνει το βήμα, εκείνο έχει μουδιάσει ακινητοποιημένο και δεν μπορεί να το κάνει. Κι έχω σκάσει στα γέλια μόνη μου και σκέφτομαι «Αν με έβλεπε τώρα κανείς θα γέλαγε με το πείσμα μου» κι έχω σηκώσει το βλέμμα και στην ελιά, δίπλα στην οποία έχω παρκάρει, στέκεται μία λευκή τυτώ, και κοιταζόμαστε στα μάτια και τόση συγκίνηση που με πιάνει με την συνάντηση αυτή, τόση χαρά και τύχη κι ευτυχία που νοιώθει η καρδιά μου, που στέλνει ζουμί στα πόδια μου και παίρνω βήμα ανάλαφρο και γόνατα κοπέλας στην στιγμή.

That was not a good night’s sleep.

Η δημοσίευση κοινοποιήθηκε από το χρήστη Argyro Koutsou (@argyroification) στις

Αυτά παίρνω πίσω. Την ομάδα. Την φύση. Τη θάλασσα. Το γέμισμα της τροφού μέσα μου. Το πληρώνω το πάθος μου. Το πληρώνω ακριβά. Μα εδώ, στη μέση της σεζόν, κάθομαι, όπως κάθε χρόνο και λογαριάζομαι με τον εαυτό μου, και το πρόσημο είναι ακόμη θετικό. Και αυτό χρειάζομαι. Και αυτό μου φτάνει.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ