today-is-a-good-day
20.8 C
Athens

Στέκομαι αποσβολωμένη

Η εξηνταοκτάχρονη γειτόνισσα της φίλης μου θα θάψει τα καμμένα εγγόνια της. Το σπίτι των ξαδερφιών μου, το καλοκαιρινό σπίτι της χαράς, κάηκε. Τα σπίτια τριών άλλων φίλων κάηκαν. Η φίλη μου η Σοφία παλεύει με άλλους εθελοντές φιλοζωικών να σώσουν και να περιθάλψουν τα μισοκαμμένα ζώα που βρίσκουν. Κι εγώ είμαι μακρυά από ο,τιδήποτε θα μπορούσα να κάνω.

Και στέκομαι αποσβολωμένη. Κι έρχεται στα ρουθούνια μου η μυρωδιά του καπνού. Και νοιώθω στα γυμνά μου χέρια τα αποκαϊδια. Θυμάμαι την τρίτη μέρα στο Λεβεντοχώρι τον Αύγουστο του 2007. Που σε μία προσπάθεια μας  να μειώσουμε την φρίκη μας πήγαμε στη θάλασσα. Κι όταν πλησιάσαμε το νερό για να μπούμε, διαπιστώσαμε πως ήταν καλυμένο με ένα φίλτρο στάχτης. Και μπήκαμε. Και βουτήξαμε κι όταν βγήκαμε είχαμε πάνω μας στάχτη. Θυμάμαι που σκέφτηκα πως έχω καλυφθεί από νεκρά δέντρα, από θάνατο. Είχα ξεκινήσει  την Παρασκευή, 24 Αυγούστου  νωρίς το απόγευμα  από την Αθήνα, με ΚΤΕΛ να πάω να συναντήσω τους φίλους μου στο σπίτι των παπούδων τους  για ένα τελευταίο τριήμερο διακοπών, μιας κι ήταν άδειο από συγγενείς. Μετά την Αμαλιάδα αρχίσαμε να βλέπουμε φωτιές. Κανείς δεν αντέδρασε τρομακτικά. Και το βράδυ που με περίμεναν οι φίλοι μου στον Πύργο για να με πάρουν στο χωριό, μιλούσαμε για τους μαλάκες που βάζουν φωτιά για να κάνουν οικόπεδα μόλις βγει λίγο αεράκι, με τη βεβαιότητα πως θα σβήσει, κι έτσι πίναμε ούζο Καζανιστό Στουπάκη και τρώγαμε μεζέδες και γελούσαμε και τους έλεγα για τις διακοπές μου στην Χίο κι εκείνοι μου έλεγαν αστείες ιστορίες από τις δικές τους και όλα ήταν καλοκαίρι.

Επίτηδες, μάλλον, πήρα λάθος δρόμο στην επιστροφή και χάθηκα και πέρασα από τα καμμένα. Για να δω την καταστροφή και να ραγίσει η καρδιά μου. Και έτσι να παίρνω τις στροφές του δρόμου με τα μάτια θολά, και να βρεθώ κλειστά σε μια και να αναγκαστώ να σταματήσω. Και να κοιτάξω χαμηλά. Όλα έγιναν επίτηδες για να κοιτάξω χαμηλά. Και να δω την επιθυμία για ζωή να ξεπηδά εκεί που πριν υπήρχε μόνο, όπως νόμισα, θάνατος. Ο Βορράς του Τζάντε μου έκανε σήμερα τρία δώρα. Το σπουδαιότερο ήταν αυτό.

Η δημοσίευση κοινοποιήθηκε από το χρήστη Argyro Koutsou (@argyroification) στις


Μα το επόμενο πρωί δεν ήταν πια. Και μέναμε κολλημένοι στην τηλεόραση, γιατί τότε δεν είχαμε έξυπνα τηλέφωνα και αγοράζαμε εφημερίδες και δεν τρώγαμε κανονικά, μόνο πίναμε και καπνίζαμε και θυμάμαι που πατούσαμε με μανία το τσιγάρο στο τασάκι να σβήσει καλά μη γίνει κάτι. Θυμάμαι που δυο φορές ήρθαν γειτόνοι των φίλων μου τρομαγμένοι να μας πουν πως πλησιάζει η φωτιά στο χωριό και βγήκαμε στον δρόμο και ήταν μαζεμένοι όλοι με τα λάστιχα και φωνάζαν και κλαίγαν και ο άνεμος άλλαξε και η φωτιά δεν πέρασε από εκεί αλλά τι σημασία είχε αφού πήγε αλλού κι έκαψε.

Και μετά αρχίσαμε να ακούμε για νεκρούς, για την Αρτέμιδα  και τη μάνα με τα παιδιά που κάηκαν μέσα στο αυτοκίνητο. Και μέναμε εκεί, παρότι μπορούσαμε να επιστρέψουμε, γιατί άνοιξαν οι δρόμοι, χωρίς να μπορούμε να κάνουμε τίποτα παρά να αναρωτιόμαστε πόσο τυχεροί είμαστε που δεν ήρθε η φωτιά σε μας και γιατί είμαστε τυχεροί αφού συνεχίζουμε και ζούμε σε μία χώρα που αυτό είναι συνθήκη και όχι τυχαίο γεγονός.

Και γυρίσαμε στην Αθήνα μετά από λίγες μέρες, με κατακάθια στάχτης στα πνευμόνια και στην ψυχή μας. Και μετά λίγες μέρες, με κλιμάκια φιλοζωικών πήγαμε εθελοντές να δούμε πως μπορούμε να βοηθήσουμε τι. Και θα θυμάμαι πάντα τα καμένα καύκαλα της χελώνας. Τη μυρωδιά. Την σιωπή μέσα στο αυτοκίνητο όταν περνούσαμε από το σημείο που κάηκαν οι άνθρωποι μέσα στα αυτοκινητα τους πηγαίνοντας προς την Αρτέμιδα.

Και θυμάμαι και πέρσι τις φωτιές εδώ στη Ζάκυνθο. Που έβλεπα  τις φωτιές και τους καπνούς στο βουνό απέναντι από την παραλία και δίπλα μου μία παρέα Ζακυνθιναίων σαραντάρηδων έλεγε «ε μωρέ, κι αν καούν, να τα κάνουμε ξενοδοχεία, ο τουρισμός μας ζει, όχι τα δέντρα» και πήγα και τους έβρισα και με είπαν ξένη πουτάνα που πάω και χώνομαι εκεί που δε με σπέρνουν. Και θυμάμαι που πήγαμε νερά και τρόφιμα στους πυροσβέστες και τους είδα λιωμένους και με τα μάτια τους κόκκινα από τους καπνούς αλλά και το κλάμα. Κι έχω μία οργή που δεν μπορώ να διαχειριστώ παρά μόνο σωπαίνοντας ή κλαίγοντας όταν είμαι μακρυά από το μαγαζί. Και πάω στο μαγαζί και αλλάζω μούτρα, γιατί δε θέλω να ταϊζω τους ανθρώπους το κλάμα μου ούτε και την οργή μου. Και μαγειρεύω για τους ξένους τουρίστες που ιδέα δεν έχουν κι όλα είναι καλοκαίρι και ξεγνοιασιά και χαρά και διασκέδαση, και προσπαθώ να μην πάω να τους πω, «μα καλά, πως μπορείτε; Καήκαν σπίτια, καήκαν παιδιά, γέροντες, ζώα;» Δεν πάω. Αλλά αφαιρούμαι κι έχω κάψει τρία φαγητά ως τώρα και βλέπω πως μπορείς εύκολα να κάψεις κάτι αν δεν έχει συναίσθηση του τι κάνεις.

Και είμαι μακρυά. Και δεν μπορώ να προσφέρω ούτε τα χέρια μου ούτε την καρδιά μου. Και αυτό με εξοργίζει ακόμα περισσότερο. Και φαντασιώνομαι πως πάω και λέω στον εστιάτορα μου πως θα φύγω για τέσσερις μέρες να πάω να κάνω κάτι, κάπως να βοηθήσω. Και μετά σκέφτομαι πως δεν κάνεις καλό κάνοντας κακό. Και θα είναι κακό για το μαγαζί να φύγω. Κι έτσι κάθομαι. Αλλά νοιώθω άχρηστη και αυτό με θυμώνει ακόμα πιο πολύ και κλαίω και μετά είμαι καλά, γιατί θυμάμαι μία μόνο εικόνα. Την είδα στην Ηλεία, όταν πήγαμε με τους εθελοντές των φιλοζωικών λίγες μερές μετά τις πυρκαγιές,  την είδα και πέρσι, όταν πέρασα από τα μέρη που κάηκαν εδώ στην Ζάκυνθο. Μία εικόνα. Και για αυτήν σου γράφω σήμερα, που ντρεπόμουν να κάτσω να κάνω κείμενο για τη στήλη, που τι να πω με όλο αυτό το πένθος και όλη αυτή τη θλίψη που φοράς και φορώ. Γιαυτό και δεν θα ξαναδιαβάσω τι έγραψα και θα έχει ανορθογραφίες και δε με νοιάζει. Γιατί σημασία δεν έχει τι λέω και τι νοιώθω εγώ. Σημασία έχει να σου δείξω μόνο αυτήν την εικόνα.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ